Το δικαστήριο έκανε δεκτή την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας η οποία ήταν απαλλακτική χαρακτηρίζοντας τον γιατρό ως «εξιλαστήριο θύμα». Αυτό είναι το τέλος μιας τραγωδίας που κόστισε τη ζωή στην 16χρονη Στέλλα Ακουμιανάκη.
«Δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε οποιαδήποτε πλημμελής συμπεριφορά από μέρους του κατηγορουμένου που να προκάλεσε τον θάνατο της Στέλλας», ανέφερε ενώπιον του δικαστηρίου.
Νωρίτερα, στην απολογία του ο γιατρός υποστήριξε ότι ο θάνατος της Στέλλας προκλήθηκε από την τοξικότητα του αλκοόλ στον οργανισμό της, σε εγκέφαλο και καρδιά και πως ιατρικά δεν μπορούσε να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη, σύμφωνα με το cretapost.
Να σημειωθεί ότι η δίκη – σε δεύτερο βαθμό – ξεκίνησε την περασμένη Τρίτη και στο εδώλιο του δικαστηρίου κάθισαν δύο γιατροί – ένας άνδρας και μία γυναίκα – οι οποίοι ήταν ειδικευόμενοι και είχαν εφημερία το Μεγάλο Σάββατο.
Ωστόσο, το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα της γιατρού για παύση της ποινικής της δίωξης επειδή δεν της είχε κοινοποιηθεί το κατηγορητήριο εντός πενταετίας με αποτέλεσμα κατηγορούμενος σε αυτή τη δίκη να είναι μόνο ο άνδρας γιατρός.
Κατά την πρώτη ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης κατάθεσαν οι γονείς της αδικοχαμένης Στέλλας ενώ σήμερα θα εξεταστούν και άλλοι μάρτυρες.
Υπενθυμίζεται ότι – πρωτόδικα – τόσο ο γιατρός που δικάζεται όσο και η γιατρός που παύθηκε η ποινική δίωξή της είχαν καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 10 μηνών για την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Τον περασμένο Ιούνιο, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο (ΜΟΕ) είχε αθωώσει τους τρεις βασικούς κατηγορούμενους, ανατρέποντας ολικά την πρωτόδικη απόφαση και προκαλώντας αγανάκτηση στους συγγενείς της Στέλλας. Πρόκειται για δύο ειδικευόμενους γιατρούς και έναν 30χρονο σήμερα νεαρό, ο οποίος κατηγορούνταν ότι βίασε την 16χρονη μαθήτρια μαζί με τον 17χρονο κοινό τους φίλο που έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για βιασμό από τα αρμόδια Δικαστήρια Ανηλίκων.
Η δίκη ξεκίνησε με την κατάθεση του πατέρα της Στέλλας, Μανώλη Ακουμιανάκη, ο οποίος αναφέρθηκε στα γεγονότα εκείνης της ημέρας, σχολιάζοντας πως “για να ορίζει ο νόμος και η διοίκηση του Νοσοκομείου ότι κάποια άτομα πρέπει να έχουν βάρδια και να είναι στην θέση τους, τότε έτσι πρέπει”. Όπως είπε, εκείνο το βράδυ, “οι μισοί κοιμόντουσαν και ένα παιδί πέθανε. Από τις 4:45 που γίνεται λήψη αερίων αίματος, η Στέλλα παρέμεινε σε ένα φορείο στον διάδρομο των ΤΕΠ και δεν υπάρχει καμία ιατρική πράξη ή επανεξέταση μέχρι που άρχισε να βγάζει αφρούς από το στόμα της, κάτι που έγινε αντιληπτό από τους συνοδούς της, οι οποίοι ειδοποίησαν τη νοσηλεύτρια”. Σημείωσε πως από τις 6 έως τις 9 το πρωί δεν εμφανίστηκε στα επείγοντα, κανείς από τους 4 ειδικευόμενους γιατρούς και την μία ειδικευμένη.
Από τις 4:30 τα ξημερώματα, ειδοποιήθηκε η οικογένεια στις 10 το πρωί κι ενώ η Στέλλα ήταν ήδη εγκεφαλικά νεκρή.
“Ο βιαστής και ο φίλος του ειδοποίησαν τους γιατρούς!” τόνισε ο κ. Ακουμιανακης υποστηρίζοντας πως αν η οικογένεια είχε ειδοποιηθεί, το παιδί θα ζούσε. “Ούτε μια σακούλα για τα ούρα δεν έβαλαν. Και τώρα θα μας πουν πάλι ότι τα έκαναν όλα καλά. Δεν την παράτησαν στον δρόμο, σε Νοσοκομείο την πήγαν. Αν την είχαν αφήσει έξω απ’ το σπίτι θα ζούσε. Με 2,4 αλκοόλ στο αίμα δεν έχει πεθάνει ποτέ κανείς στα ιατρικά χρονικά. Και δεν πέθανε στον δρόμο, πέθανε στο τμήμα επειγόντων του νοσοκομείου Ρεθύμνου με 2,5 ποτηράκια ουίσκι” τόνισε, λέγοντας πως έκτοτε ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τα περιστατικά μέθης άλλαξε, καθώς επίσης και ότι ενημερώνονται άμεσα οι γονείς και η Ασφάλεια.
“Ούτε μια συγνώμη, ούτε μια συλλυπητήρια επιστολή 7,5 χρόνια μετά” είπε και υποστήριξε πως το μόνο που ένοιαζε όσους ήταν εκεί εκείνο το βράδυ ήταν “να μην μπλέξουνε”.
Για τον κατηγορούμενο, υποστήριξε ότι “δεν βρέθηκε στην θέση που έπρεπε να είναι ακόμα και για τις δύο ώρες που είχε αναλάβει. “Πέρασε από τη Στέλλα, την είδε στο φορείο μέσα στους εμετούς με δύο άτομα που είχαν δηλώσει ότι την βρήκαν στον δρόμο και ούτε που την πλησίασε” τόνισε: “Θα έρθει εδώ να μας πει ότι τα έκανε όλα σωστά και όπως προβλέπεται. Ας μας κοιτάξει στα μάτια λοιπόν και ας μας πει αν άγγιξε έστω και μια φορά την κόρη μου” συμπλήρωσε.
Σύμφωνα με τον άτυπο διαχωρισμό ο κατηγορουμενος είχε βάρδια 5-7 ενώ όπως υποστήριξε ο δικηγόρος του, εκείνο το διάστημα ήταν στην παθολογική κλινική όπου είχαν παρουσιάσει επιδείνωση δύο ασθενείς που νοσηλεύονταν ήδη εκεί.