Επιστολή προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα απέστειλε η οικογένεια του Κώνσταντίνου Κατσίφα, ζητώντας του να παρέμβει τόσο για τη διαλεύκανση της δολοφονίας του γιου τους Κωνσταντίνου από την αλβανική αστυνομία όσο και για τις συνεχιζόμενες μεθοδεύσεις των Τιράνων κατά της εθνικής ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία.
Στο πρώτο μέρος της επιστολής προς τον κ. Τσίπρα, ο Γιάννης και η Βασιλεία Κατσίφα περιγράφουν με γλαφυρό τρόπο όσα βίωσαν ως Ελληνες στην Αλβανία του δικτάτορα Ενβέρ Χότζα, αλλά και μετά το 1990 αναζητώντας καλύτερη ζωή στημητέρα πατρίδα, τονίζοντας ότι, παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες, μετέδωσαν στον Κωνσταντίνο και τις τρεις αδελφές του την αγάπη για τον Ελληνισμό και την ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Αναφέρουν συγκεκριμένα: «Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στο χωριό Βουλιαράτες της Δρόπολης. Μαζί με τους συμπατριώτες μας βιώσαμε την καταπίεση και τους διωγμούς που υπέστη η Εθνική Ελληνική Μειονότητα από το απολυταρχικό καθεστώς, που επικρατούσε στην Αλβανία μέχρι το 1990. Εδώ γεννήθηκε ο γιος μας ο Κωνσταντίνος όπως και οι τρεις κόρες μας. Με την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, η οικογένειά μας, όπως και όλοι οι συμπατριώτες μας, αναζητήσαμε στην Ελλάδα την ελευθερία και την αξιοπρέπεια που μας στέρησαν. Μαζί με την αγάπη, την παρηγοριά και τη στήριξη που βρήκαμε στα αδέρφια μας, ήρθαμε αντιμέτωποι και με την απόρριψη, την αδιαφορία και την ταλαιπωρία της γραφειοκρατίας του Ελληνικού Κράτους. Καταστάσεις που μας πλήγωσαν αλλά δεν απελπιστήκαμε. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες μεγαλώσαμε τα παιδιά μας, εμφυσώντας τους παράλληλα τις αρχές και αξίες που επιβάλλει η πίστη μας, ο τόπος, οι παραδόσεις και η ιστορία μας, χωρίς ποτέ να ξεχνάμε το πατρικό μας και την υποχρέωση που έχουμε για την ιδιαίτερη μας πατρίδα»
Στη συνέχεια αναφέρονται σε όσα προηγήθηκαν της δολοφονίας του γιου τους, στου Βουλιαράτες, από τους επίλεκτους της αλβανικής αστυνομίας, επισημαίνοντας ότι «θυσιάστηκε για το άδικο που τον έπνιγε» και καταγγέλλοντας τους επίλεκτους της RENEA πως «δεν έδρασαν σαν αστυνομικοί αλλά ως στυγνοί εκτελεστές».
«Για τον μοναχογιό μας τον Κωνσταντίνο όσοι τον γνώρισαν απ την Κρήτη έως την Δρόπολη, όλο το χωρίο, έχουν να πουν μια καλή κουβέντα. Δεν ήταν μόνο η βαθιά αγάπη για την πατρίδα του που τον χαρακτήριζε, ήταν ένα παιδί που βοηθούσε όποιον έβλεπε ότι χρειάζεται την βοήθειά του χωρίς να κοιτάζει αν είναι πλούσιος ή φτωχός, Ελληνας ή Αλβανός. Δεν άνηκε ποτέ σε καμία οργάνωση ή κόμμα αλλά πάλευε για τα δίκαια του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού ολομόναχος, όπως πρόσταζε η συνείδησή του.
Ο Κωνσταντίνος μας δεν έφυγε από κάποια ασθένεια ή κάποιο ατύχημα αλλά θυσιάστηκε για το δικό του πιστεύω, για το άδικο που τον έπνιγε. Αυτό το άδικο που πνίγει όλους τους Ελληνες της Βορείου Ηπείρου. Ο γιος μας δεν ήθελε να σκοτώσει κανέναν. Ο γιος μας δεν πυροβόλησε ποτέ κατά των δολοφόνων του. Αντίθετα, οι δολοφόνοι του δεν έδρασαν σαν αστυνομικοί αλλά ως στυγνοί εκτελεστές χωρίς να τηρήσουν τις προβλεπόμενες απ’ το νόμο διαδικασίες. Αν είχε κάνει κάτι μεμπτό θα μπορούσε να είχε συλληφθεί και να οδηγηθεί στη δικαιοσύνη όχι να εκτελεστεί εν’ ψυχρώ. Ενώ ο γιος μας ήταν σκοτωμένος, άνδρες της αλβανικής αστυνομίας εισέβαλαν στο σπίτι μας. Μας απείλησαν, μας προσέβαλαν, μας ανέκριναν βίαια, μας χτύπησαν. Ο γιος μας σκοτώθηκε το μεσημέρι και εμείς ενημερωθήκαμε από τα ΜΜΕ το βράδυ.
Κύριε Πρωθυπουργέ, ο Κωνσταντίνος μας δεν θα γυρίσει ξανά στο κατώφλι του σπιτιού μας αλλά δεν έφυγε ποτέ. Είναι εδώ, όχι για να δημιουργεί εντάσεις, αλλά για να υπερασπίζεται το δίκιο και την αξιοπρέπεια. Είναι εδώ για να μας υπενθυμίζει την υποχρέωση που έχουμε απέναντι στην πατρίδα».