Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις μπαίνουν στο κάδρο της κρίσης, καθώς η το σχέδιο στοχοποίησης της ελληνικής μειονότητας δείχνει να προχωρά. Παρά το ότι η συγκεκριμένη πρακτική δεν είναι κάτι καινούριο, καθώς βρίσκεται επί σειρά ετών σε εξέλιξη, ιδιαίτερη ένταση στις διμερείς σχέσεις, φαίνεται να προκάλεσε η η απόφαση του Έντι Ράμα να προχωρήσει σε δήμευση περιουσιών Ελλήνων ομογενών στη Χειμάρρα προβάλλοντας ως επιχείρημα την τουριστική αξιοποίηση.
Η κρίση στις ελληνοαλβανικές σχέσεις έγινε θέμα και στη Βουλή κατά τη συζήτηση για τον Προϋπολογισμό, με τον πρόεδρο της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη να δηλώνει ότι «περιμένει από τον πρωθυπουργό να μιλήσει και για την Αλβανία και συγκεκριμένα για την υφαρπαγή περιουσιών που γίνεται από το αλβανικό κράτος». Στέλνοντας, μάλιστα, ο ίδιος αυστηρό μήνυμα στα Τίρανα, τα προειδοποίησε πως εάν δεν σεβαστούν έμπρακτα τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας, να ξεχάσουν τις ευρωπαϊκές τους φιλοδοξίες. Ο Αλέξης Τσίπρας απάντησε «μην κάνετε τον τζάμπα μάγκα για την Αλβανία. Το υπουργείο Εξωτερικών έχει στείλει σαφές μήνυμα: Εάν δεν υπάρξει σεβασμός δεν θα έχει ευρωπαϊκή πορεία η Αλβανία».
Μετά τις δηλώσεις του Κ. Μητσοτάκη, ο υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας Ντιτμίρ Μπουσάτι, μιλώντας σε τηλεοπτική εκπομπή, είπε αναφερόμενος στις περιουσίες των ομογενών ότι πρόκειται για μια απόφαση της αλβανικής κυβέρνησης, η οποία επιδιώκει να αξιοποιήσει τα κρατικά ακίνητα για επενδυτικούς σκοπούς στον τομέα του τουρισμού και δεν αφορά την ιδιωτική περιουσία. Συγκεκριμένα ανέφερε ότι οι δηλώσεις Μητσοτάκη βασίζονται σε ψευδείς ειδήσεις και ότι τα ακίνητα στην περιοχή της Χειμάρρας που θέλει να αξιοποιήσει η αλβανική κυβέρνηση δεν ανήκουν σε ιδιώτες.
Ο Αλβανός υπουργός Εξωτερικών αναφέρθηκε σε δυσκολίες όσον αφορά τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Σερβία έχουν στάσιμες θέσεις σαν γρανίτη και ότι οι δύο χώρες για τα θέματα που ενδιαφέρουν την Αλβανία, τηρούν την ίδια στάση. Ο κ. Μπουσάτι παραδέχθηκε ότι υπήρξε επιβράδυνση του διαλόγου με την Ελλάδα, ειδικά τους τελευταίους μήνες, προσθέτοντας ότι υπήρχαν περισσότερες δηλώσεις και ρητορική παρά συγκεκριμένες ενέργειες.