Τον «κώδωνα» του κινδύνου κρούει για άλλη μια φορά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας για τις μεταρρυθμίσεις, την αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, ενώ παράλληλα ζητά και τη δραστική μείωση της φορολογίας.
Μέσα από την Ενδιάμεση έκθεση της ΤτΕ για την οικονομία ο κ. Στουρνάρας εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος εκτιμά ότι η μη εφαρμογή των θεσμοθετημένων περικοπών στις συντάξεις το 2019, σε συνδυασμό με την εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές στις συντάξεις, δρουν επιβαρυντικά στην ανάλυση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους, καθώς οδηγούν σε προς τα άνω αναθεώρηση της συνταξιοδοτικής δαπάνης, και αποτελούν το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο μεσοπρόθεσμα.
Επίσης, ο κ. Στουρνάρας αναφέρει ότι «η υπερβολική φορολόγηση και τυχόν ανάκληση ή καθυστερήσεις στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 2,1% το 2018, 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Για τις τράπεζες ο κ. Στουρνάρας αναφέρει ότι το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) των τραπεζών υποχωρεί σταδιακά – χρειάζονται όμως πιο φιλόδοξες λύσεις για την ταχύτερη αποκλιμάκωσή του.
Οι τράπεζες σημείωσαν αξιόλογη πρόοδο στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ) ανήλθαν στο τέλος Σεπτεμβρίου 2018 σε 84,7 δισεκ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 9,7 δισεκ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2017 και κατά περίπου 22,5 δισεκ. ευρώ (δηλ. περισσότερο από 20%) έναντι του Μαρτίου 2016, οπότε είχε καταγραφεί και το υψηλότερο επίπεδο ΜΕΑ.
Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (4,4 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (5,2 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων. Βελτίωση εμφανίζουν και οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες με αυτόν τον τρόπο παραμένει χαμηλό. Συνολικά, παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης των ΜΕΑ παραμένουν περιορισμένες. Επιπροσθέτως, οι νέες ροές μη εξυπηρετούμενων δανείων που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εννεαμήνου εξακολουθούν να υπερβαίνουν τις πιστώσεις που επιστρέφουν σε τακτική εξυπηρέτηση.
Η επιστροφή στις αγορές
Η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία στο άμεσο μέλλον, σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, είναι η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις χρηματοπιστωτικές αγορές με βιώσιμους όρους.
Παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο και τα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφάσισε το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, τα οποία εκτιμάται ότι διασφαλίζουν τη βιωσιμότητά του μεσοπρόθεσμα, τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου δεν έχουν ακόμη αποκτήσει καθεστώς επενδυτικής βαθμίδας και οι αποδόσεις τους παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, επηρεαζόμενες σημαντικά από τις αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές και την αβεβαιότητα όσον αφορά τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Οι δέκα προτάσεις
Οι παραπάνω προκλήσεις θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα, προκειμένου να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας και να αυξηθεί η ανθεκτικότητά της σε εξωτερικούς κινδύνους.
Προς το σκοπό αυτό, προτείνονται οι ακόλουθες παρεμβάσεις πολιτικής:
- Μείωση του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το υψηλό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ασκεί αρνητική επίδραση στην προσφορά πιστώσεων, δεσμεύοντας τραπεζικά κεφάλαια και χρηματοδοτικούς πόρους σε μη παραγωγικές τοποθετήσεις. Επιπλέον, η ανάκαμψη χωρίς τραπεζικό δανεισμό είναι ασθενέστερη, κυρίως επειδή η έλλειψη τραπεζικών πιστώσεων επηρεάζει τις επενδύσεις. Για να επιτευχθεί ταχύτερη αποκλιμάκωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, θα πρέπει να εξεταστούν και πρόσθετες, πέραν των προσπαθειών των ίδιων των τραπεζών, συστημικές λύσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσίασε την πρότασή της για τη δημιουργία Εταιρίας Ειδικού Σκοπού (Special Purpose Vehicle) για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με χρήση μέρους των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων.
- Αλλαγή στο μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους φόρους συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, διογκώνοντας παράλληλα και την παραοικονομία. Επίσης, η υποεκτέλεση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων τα δύο τελευταία χρόνια επηρεάζει το ύψος των επενδύσεων σε υποδομές και τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική. Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη βαρύτητα στην υλοποίηση εκείνων των μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν την αναδιάταξη του δημοσιονομικού μίγματος προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης προς εκείνες τις κατηγορίες που επιφέρουν μόνιμο αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
- Υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα έως τώρα δημοσιονομικά επιτεύγματα και να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής η οποία αντανακλάται στη διεθνή πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Παράλληλα, στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας μετά το πρόγραμμα, απαιτείται η έγκαιρη ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων-δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί, προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στην κατοχή του το Ευρωσύστημα (SMP και ANFA). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στην προσπάθεια για την έξοδο της χώρας στις αγορές. Η τυχόν ανατροπή συμφωνημένων πολιτικών λειτουργεί προς την αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση.
- Επιτάχυνση της υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά αυτών με υψηλή συμβολική σημασία και αναπτυξιακό αποτέλεσμα (όπως της αξιοποίησης του πρώην αεροδρομίου του Ελληνικού). Κάτι τέτοιο θα έχει θετική επίδραση στη συνολική επενδυτική δαπάνη.
- Προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων, καθώς οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν επαρκούν για την κάλυψη των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να δοθεί έμφαση στις πολιτικές που θα καταστήσουν περισσότερο ελκυστική την πραγματοποίηση επενδύσεων στη χώρα. Συγκεκριμένα, αυτές είναι η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η αύξηση της αποτελεσματικότητας της δημόσιας διοίκησης και η μείωση της γραφειοκρατίας.
- Η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης, η ασφάλεια δικαίου, η σαφήνεια και η σταθερότητα του νομικού πλαισίου αποτελούν θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την ενίσχυση του περί δικαίου αισθήματος των πολιτών, τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης.
- Ενδυνάμωση του τριγώνου της γνώσης (εκπαίδευση, έρευνα, καινοτομία) και η ενθάρρυνση της στενής συνεργασίας επιχειρήσεων και ερευνητικών κέντρων. Η συστηματική χρήση καινοτόμων τεχνολογιών και η αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε εμπορεύσιμους κλάδους δραστηριότητας μπορούν να συμβάλουν στο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας προς ένα νέο παραγωγικό πρότυπο βασισμένο στη γνώση και τις εξαγωγές.
- Ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο απαιτεί τη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, ιδιαίτερα στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών. Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις ότι η ενίσχυση της εξωστρέφειας τομέων της οικονομίας την τελευταία τριετία συνδέεται άμεσα με άνοδο της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών και με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια.
- Διατήρηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας. Η οικονομία βρίσκεται σε μία περίοδο που η ανάκαμψη, αν και έχει ξεκινήσει, δεν έχει ακόμη αποκτήσει ισχυρά θεμέλια μέσα από εύρωστους ρυθμούς ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης. Κατά συνέπεια, κάθε ρυθμιστική παρέμβαση για την προστασία των εργαζομένων πρέπει να διαφυλάσσει την ευελιξία της αγοράς εργασίας, καθώς και τα οφέλη της επίπονης ευρύτερης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας της περιόδου 2010-2017.
- Η υπό διαβούλευση πρόταση για αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συμβαδίζει με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, έτσι ώστε να διασφαλίσει τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Επίσης, μια αύξηση των κατώτατων μισθών πρέπει να συνοδευθεί από στοχευμένες παρεμβάσεις υπέρ εργαζομένων, επιχειρήσεων και κλάδων που αναμένεται να πληγούν περισσότερο, όπως στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης ή μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καθώς και από πιο αποτελεσματική εποπτεία της αγοράς εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια κατάχρησης της ευελιξίας που παρέχει το παρόν ρυθμιστικό πλαίσιο και να αποτραπεί η αύξηση της παραοικονομίας.