Την υπονόμευση των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ως συνέπεια υπονόμευσης της ίδιας της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, από την επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού», υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος κατά την ομιλία του με θέμα «Από την αναγόρευση στην διεκδίκηση: Δικαιώματα του Ανθρώπου, 70 χρόνια από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», στο Συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Διεθνούς Δικαίου & Διεθνών Σχέσεων, που πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο Γιάννος Κρανιδιώτης του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ο κ. Παυλόπουλος, τόνισε, ότι επτά ολόκληρες δεκαετίες από την θέσπιση της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποτελεί κοινό τόπο, σε διεθνές επίπεδο, ότι ο σεβασμός των Δικαιωμάτων αυτών όχι μόνον δεν εμπεδώνεται αλλά, αντιθέτως, υπονομεύεται. Και μάλιστα με τρόπους που καθίστανται ολοένα και πιο υποδόριοι -και ως εκ τούτου ιδιαιτέρως δυσδιάκριτοι- άρα ολοένα και πιο υπονομευτικοί για τα Θεμελιώδη Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Αναζητώντας δε τις πραγματικές βασικές αιτίες της ως άνω υπονόμευσης, διευκρίνισε ότι «οφείλουμε να δεχθούμε ότι αυτή βρίσκεται στην υπονόμευση της θεσμικής και πολιτικής «κοιτίδας» -και, επέκεινα, του θεσμικού και πολιτικού «λίκνου»- των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, δηλαδή της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας».
Όπως εξήγησε «Η αλήθεια αυτή προκύπτει εκ του ότι η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, ως σύστημα διακυβέρνησης το οποίο συνδυάζεται, κατ’ ανάγκην, με το κλασικό καπιταλιστικό οικονομικό σύστημα που προϋποθέτει τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό ως προς το, lato sensu (σ.σ. εν ευρεία εννοία), επιχειρείν, εμφανίζεται το πιο κατάλληλο και «φιλικό», έναντι του Ανθρώπου, σύστημα άσκησης εξουσίας, στην όλη προσπάθειά του να υπερασπισθεί την αξία του και ν’ αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του. Κατ’ εξοχήν δε ως το σύστημα που, στην ως άνω προσπάθεια του Ανθρώπου, τον εξοπλίζει με τ’ απαραίτητα μέσα κατάλληλης άμυνας κατά των φαινομένων της κρατικής αυθαιρεσίας αλλά και κατά της εκ μέρους των λοιπών μελών του κοινωνικού συνόλου αυθαίρετης άσκησης των κάθε είδους δικαιωμάτων».
Επισήμανε, επίσης, την σημασία που έχει η Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία και η εντός αυτής οργάνωση της ισορροπίας των «θεσμικών αντιβάρων», ως «κοιτίδα» και «λίκνο» των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τόσον έναντι της αυθαιρεσίας της κρατικής εξουσίας όσο και έναντι της αυθαιρεσίας των άλλων μελών του κοινωνικού συνόλου.
«Ο Άνθρωπος κινδυνεύει όχι μόνον από την κρατική αυθαιρεσία αλλά και από την αυθαιρεσία των συνανθρώπων του, κυρίως δε εκείνων που, λόγω οικονομικής ισχύος, τουλάχιστον κατά κανόνα, ρέπουν προς μια καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων τους σε βάρος των ασθενέστερων» υποστήριξε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και πρόσθεσε ότι «η αρμονική συνύπαρξη των μελών κάθε κοινωνικού συνόλου, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, απαγορεύει την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών κατά τρόπο που αποβαίνει εις βάρος, από την μια πλευρά, των άλλων μελών του και, από την άλλη πλευρά, αυτού τούτου του κοινωνικού συνόλου, ως ξεχωριστής θεσμικώς οντότητας».
Ταυτόχρονα, σημείωσε, ότι στο πλαίσιο της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας αφενός η ίδια η Ελευθερία και οι επιμέρους εκφάνσεις της, ήτοι τα κατ’ ιδίαν δικαιώματα, δεν ασκούνται άνευ ορίων. «Ο Άνθρωπος είναι θωρακισμένος όχι μόνον έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, αλλά και έναντι της εις βάρος του αυθαίρετης άσκησης δικαιωμάτων εκ μέρους ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων. Κάθε περιορισμός δικαιώματος είναι θεμιτός μόνον όταν προβλέπεται από κανόνα δικαίου, ο οποίος είναι σύμφωνος με τις συνταγματικές περί δικαιωμάτων διατάξεις» υποστήριξε ο Πρόεδρος.
Συνοψίζοντας, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε στην διάβρωση των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας από την επικυριαρχία του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» και πρόσθεσε ότι ο σπουδαιότερος κίνδυνος διάβρωσης των θεσμικών και πολιτικών αντηρίδων της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας προέρχεται από την -εξαιτίας της γενικευμένης οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της υπέρ αυτής, σχεδόν αποκλειστικώς, χρησιμοποίησης της τεχνολογίας- αποδυνάμωση του κανόνα δικαίου, της αρχής της νομιμότητας και, εν τέλει, του Κράτους Δικαίου in globo.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, στην προσπάθεια αντιμετώπισης της επικυριαρχίας του «οικονομικού» επί του «θεσμικού» η Έννομη Τάξη μπορεί- ν’ αναζητήσει συμμάχους και παρατήρησε ότι:
«Εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι κύριος σύμμαχος θα ήταν, και μάλιστα με πολλές δυνατότητες και αντίστοιχες προσδοκίες ο, lato sensu, Νομοθέτης. Ξεκινώντας από τον Εθνικό Νομοθέτη, που διαθέτει την δύναμη παραγωγής δημοκρατικώς νομιμοποιημένων κανόνων δικαίου, με θεσμικό «εγχειρίδιο» τον τυπικό νόμο και την κατ’ εξουσιοδότησή του εκδιδόμενη, από την Εκτελεστική Εξουσία, κανονιστική διοικητική πράξη. Και φθάνοντας ως την διεθνή, και πάλι υπό την ευρεία του όρου έννοια, Νομοθετική Εξουσία, εντός της οποίας αποκτά ολοένα και μεγαλύτερες διαστάσεις ο νομοθέτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως, αυτή η πρώτη «συμμαχία» δεν έχει, κατά γενική ομολογία, αποδώσει ως τώρα τ’ αναμενόμενα».
Ακολούθως, σημείωσε ότι πραγματικός θεσμικός «σύμμαχος» του Κράτους Δικαίου και του κανόνα δικαίου είναι εκείνος, στον οποίο μπορεί -και πρέπει-να επενδυθούν οι βάσιμες προσδοκίες ουσιαστικής και αποτελεσματικής συμπαράστασης.
«Πρόκειται για τον Δικαστή -Εθνικό, Ευρωπαίο καθώς και για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- μέσ’ από την οργάνωση και την λειτουργία της Δικαιοσύνης. Ειδικώς, ως προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου οφείλω -όχι μόνον εκ μέρους της Ελλάδας αλλά και εκ μέρους της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης- να επισημάνω ότι την αλήθεια του ως άνω συμπεράσματος αποδεικνύει η νομολογία του αναφορικά με την Κυπριακή Δημοκρατία. Και τούτο διότι η νομολογία αυτή υπερασπίσθηκε αποφασιστικώς τα δικαιώματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και των πολιτών της -δηλαδή Ευρωπαίων πολιτών- έναντι των ωμών παραβιάσεών τους από την Τουρκία και από τα στρατεύματα κατοχής που διατηρεί, κατά παράβαση κάθε έννοιας Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου, στο Κυπριακό έδαφος» πρόσθεσε.
Καταλήγοντας, υποστήριξε ότι «Ίσως το συμπέρασμα αυτό να φαίνεται, prima facie (σ.σ. εκ πρώτης όψεως), αντιφατικό, αν αναλογισθεί κανείς αφενός ότι η ευθεία δημοκρατική νομιμοποίηση του Δικαστή υπολείπεται σαφώς εκείνης του Νομοθέτη. Και, αφετέρου, η Δικαστική Εξουσία εν γένει δεν έχει ως τώρα αναπτύξει, μέσα σ’ αυτή τη «σκοτεινή» οικονομική και κοινωνική συγκυρία, όλες τις δυνάμεις αντίστασης, τις οποίες διαθέτει θεσμικώς, έναντι των διαβρωτικών επιθέσεων που υφίσταται ο κανόνας δικαίου, η Έννομη Τάξη και το Κράτος Δικαίου».
Ωστόσο, παρατήρησε, πως «Αν εμβαθύνει κανείς και στην παράδοση και στα θεσμικά αποθέματα που διαθέτει η Δικαιοσύνη και με τα οποία θωρακίζεται ο Δικαστής, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, θ’ αντιληφθεί ότι η αποτελεσματική ενεργοποίησή του προς αυτή την κατεύθυνση είναι περισσότερο πιθανή ή και αναμενόμενη σε σχέση με τις προσδοκίες που αφορούν το Νομοθέτη. Αρκεί να το θελήσει, βεβαίως με την ώθηση της επιστήμης και της ίδιας της κοινωνίας, σε μια κοινή πορεία υπεράσπισης των δημοκρατικών θεσμών».