Η δημιουργία και διατήρηση πρωτογενών υπερπλεονασμάτων αποτέλεσε στρατηγική επιλογή και βασικό συστατικό της δημοσιονομικής πολιτικής της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ την τελευταία τριετία. Το αποτέλεσμα ήταν από τη μια να καταγράφονται πρωτογενή πλεονάσματα που υπερβαίνουν τους στόχους και από την άλλη να παρατηρούνται συνεχείς αποκλίσεις προς τα κάτω των ρυθμών ανάπτυξης σε σχέση με τους μνημονιακούς στόχους.
Οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους. Την τριετία 2016-2018, ενώ η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει με τους δανειστές σε ένα σωρευτικό πρωτογενές πλεόνασμα περίπου 11 δισ. ευρώ, διαμόρφωσε ένα πλεόνασμα-μαμούθ της τάξης των 21,3 δισ. ευρώ.
Μάλιστα, το 2016 σημειώθηκε υπέρβαση κατά τουλάχιστον 8 φορές από τον δημοσιονομικό στόχο του Μνημονίου για το συγκεκριμένο έτος, πετυχαίνοντας το υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα το οποίο είχε καταγραφεί τα τελευταία 22 χρόνια. Η κυβέρνηση είχε υποχρέωση για πρωτογενές πλεόνασμα 0,53% του ΑΕΠ ή 919 εκατ. ευρώ και παρέδωσε 3,87% του ΑΕΠ ή 6,56 δις. ευρώ!
Με τα υπερπλεονάσματα της τελευταίας τριετίας η ελληνική κοινωνία φορτώθηκε με αχρείαστη λιτότητα που υπερβαίνει τα 10 δισ. ευρώ. Ενας λογαριασμός που αντιστοιχεί σε τρεις ετήσιες βεβαιώσεις ΕΝΦΙΑ.
Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση δημιουργούσε υπερπλεονάσματα, η ανάπτυξη πλήρωνε το τίμημα. Το 2017 το ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,5% αντί του προβλεπόμενου 2,7%. Το ίδιο συνέβη και φέτος. Ο αρχικός στόχος της ανάπτυξης 2,5% αναθεωρήθηκε προς τα κάτω στο 2,1%. Ομως ο προϋπολογισμός αναμένεται να κλείσει με πρωτογενές πλεόνασμα 3,98% του ΑΕΠ ή 7,383 δισ. ευρώ, όταν ο στόχος που είχε τεθεί προέβλεπε πρωτογενές πλεόνασμα 3,56% του ΑΕΠ.
Με την υπερφορολόγηση να έχει χτυπήσει κόκκινο, την πραγματική οικονομία να συμπιέζεται υπό το βάρος απλήρωτων υποχρεώσεων του Δημοσίου και το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων να συρρικνώνεται έναντι των προβλέψεων, το υπουργείο Οικονομικών κατάφερε να εμφανίσει πλεονάσματα υπερπολλαπλάσια των δεσμεύσεων του Μνημονίου. Οι αριθμοί ευημερούν, όχι όμως και οι πολίτες.
Για κάθε τέσσερα ευρώ μέτρων (φόροι, εισφορές, περικοπές συντάξεων και επιδομάτων) που επέβαλε η κυβέρνηση για να δημιουργήσει τα υπερπλεονάσματα, επέστρεψε ένα ευρώ – και μάλιστα σε μικρό τμήμα του πληθυσμού. Και το ευρώ που επιστράφηκε προήλθε από την εξόντωση της μεσαίας τάξης με τεράστιες φορολογικές επιβαρύνσεις και υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, ενώ την ίδια στιγμή εκτινάχθηκαν οι κατασχέσεις, περιορίστηκαν οι δημόσιες επενδύσεις, σταμάτησαν οι πληρωμές των οφειλών του Δημοσίου, καταργήθηκαν προνοιακά επιδόματα, ακόμα και το ΕΚΑΣ. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι εκτός από το τσουνάμι μέτρων ύψους 9,5 δισ. ευρώ, η κυβέρνηση έκοψε τις δημόσιες επενδύσεις κατά 1,3 δισ. ευρώ για μοιράσει τα τελευταία τρία χρόνια μέρισμα ύψους 2 δισ. ευρώ.
Η πραγματική οικονομία
Στο ερώτημα εάν τα πρωτογενή πλεονάσματα βλάπτουν την πραγματική οικονομία, οικονομικοί αναλυτές απαντούν ότι είναι απαραίτητα προκειμένου να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για τη μείωση του χρέους, ενώ λειτουργούν καταλυτικά για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής αξιοπιστίας της χώρας.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν, τα σημερινά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα προκαλούν ζημιά στην πραγματική οικονομία. Το κράτος απομυζά όλη τη ρευστότητα. Μέσω φόρων και ασφαλιστικών κρατήσεων απορροφά τους αναγκαίους ιδιωτικούς πόρους, εμποδίζοντας τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Για να σχηματιστούν τα μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα, η κυβέρνηση περικόπτει το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, μειώνει τις επιχορηγήσεις νοσοκομείων, αναβάλλει την πληρωμή συντάξεων και καθυστερεί την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η ελληνική οικονομία εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο λιτότητας.
Τα υπερπλεονάσματα των τελευταίων 3 ετών έχουν προκύψει από την υπερφορολόγηση των νοικοκυριών, την καθυστέρηση πληρωμών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα και την υποεκτέλεση των δημοσίων δαπανών, παράγοντες που ροκανίζουν την ανάπτυξη και αφαιρούν πόντους από την προσπάθεια ενίσχυσης της απασχόλησης. Πιο συγκεκριμένα:
– Η καταιγίδα φόρων που έχει χτυπήσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τα τελευταία χρόνια έχει φέρει την Ελλάδα στην πρώτη θέση των χωρών του ΟΟΣΑ με τη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης και μάλλον αποθαρρύνει αντί να ενθαρρύνει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
– Η καθυστέρηση στις πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, όπως εκκρεμείς επιστροφές φόρου και απλήρωτες δαπάνες σε προμηθευτές, στερεί πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία.
– Το πάγωμα των δημοσίων επενδύσεων τροπιλίζει την προσπάθεια υλοποίησης επενδύσεων όταν ο ΣΕΒ επιμένει ότι απαιτούνται 100 δισ. ευρώ τα επόμενα χρόνια για να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στα προ κρίσης επίπεδα.
Χρέος και πλεονάσματα
Μπορεί ο ESM, που αποτελεί τον βασικό δανειστή του ελληνικού Δημοσίου, να ενέκρινε μετά τα βραχυχρόνια και τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, τα οποία δυνητικά θα το μειώσουν κατά 30% έως το 2060, ωστόσο το ελληνικό κράτος οφείλει σήμερα το δυσθεώρητο ποσό των 356 δισ. ευρώ. Το στοιχείο αυτό από μόνο του διαμορφώνει ένα ιδιαίτερα ασφυκτικό πλαίσιο κατά την άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής και μεταφράζεται στον ετήσιο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2018 μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 έως το 2060.
Την ίδια ώρα το ΑΕΠ, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο, προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,5% το 2019, 2,3% το 2020, 2,1% το 2021 και στο 1,8% το 2022.
Δύο παράλληλοι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης είναι αντίρροποι και η επίτευξη του ενός εξασθενεί την επιτυχία του άλλου, υποστηρίζουν οικονομικοί αναλυτές. Εάν δοθεί έμφαση στα υψηλά δημοσιονομικά πλεονάσματα, ο ρυθμός ανάπτυξης θα συμπιεστεί κι αυτό με τη σειρά του θα επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Εάν, από την άλλη, δοθεί έμφαση στην τόνωση του ρυθμού ανάπτυξης, το κόστος χρηματοδότησης θα μειωθεί, αλλά η επίτευξη ενός υψηλού στόχου πλεονάσματος θα είναι αδύνατη.
Η Ελλάδα θεωρείται δύσκολο να πετυχαίνει και υψηλά πλεονάσματα και μεγάλη ανάπτυξη. Είτε θα έχουμε μόνο υψηλά πλεονάσματα, είτε θα έχουμε μόνο μεγάλη ανάπτυξη.
Το 2019
Στον προϋπολογισμό του 2019 η κυβέρνηση έχει ενσωματώσει φοροελαφρύνσεις και επιδόματα ύψους 910 εκατ. ευρώ και έχει βάλει τον πήχη του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 3,6% του ΑΕΠ. Για να χρηματοδοτήσει το πακέτο των παροχών έκοψε τις δημόσιες επενδύσεις κατά 550 εκατ. ευρώ. Η κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων ακύρωσε και το πακέτο των αντιμέτρων που ήταν περισσότερο αναπτυξιακό, καθώς περιλάμβανε μέτρα όπως η εφάπαξ μείωση των συντελεστών φορολόγησης των επιχειρήσεων από το 29% στο 25% και το πρόγραμμα για 30.000 ανέργους, ενώ περιορίστηκε η επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών για τους νέους ηλικίας έως 25 ετών κατά 50 εκατ. ευρώ.
Και δυστυχώς όλα αυτά γίνονται εις βάρος της υγείας, της παιδείας, των επενδύσεων, αλλά και των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Πρόσφατη μελέτη του ΣΕΒ δείχνει ότι στην Ελλάδα έχουμε υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση ως ποσοστό του ΑΕΠ, και σε φόρους και σε εισφορές, από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με τα συνολικά μας έσοδα να είναι περίπου κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα. Αν και μαζεύουμε περισσότερα έσοδα, γιατί έχουμε να πληρώσουμε 1,2 μονάδα παραπάνω σε τόκους, 3,5 μονάδες παραπάνω σε συντάξεις και κοινωνικές παροχές σε χρήμα και 2 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω σε μισθούς, ξοδεύουμε πολύ λιγότερα (5 ποσοστιαίες μονάδες) απ” ό,τι η μέση ευρωπαϊκή χώρα σε μη μισθολογικές δαπάνες για την παροχή των δημοσίων αγαθών παιδείας, υγείας, άμυνας, τάξης και ασφάλειας, για δικαστήρια, Εφορίες, τελωνεία, συντήρηση γεφυρών, δρόμων, λεωφορείων κ.ο.κ.