Στην αγγλοσαξονική παράδοση υπάρχουν τα περίφημα new year’s resolutions, οι υποσχέσεις που δίνει κάποιος στον εαυτό του την πρώτη μέρα του χρόνου πως θα ξεκινήσει να κάνει τη νέα χρονιά κάτι καλό ή θα σταματήσει να κάνει κάτι κακό. Οι στόχοι, για να το πούμε με όρους λαϊκής ψυχολογίας, αυτοβελτίωσης. Τηρουμένων των αναλογίων θα μπορούσε να πει κανείς πως η Ελλάδα της κυβερνώσας Aριστεράς έχει ήδη καταλήξει στα new year’s resolutions της για το 2019: αναδρομικά, προσλήψεις, προνομοθετημένα μέτρα, επιτόκια δανεισμού της χώρας και πρωτογενή πλεονάσματα.
Μόνο που στην περίπτωση οποιασδήποτε ελληνικής κυβέρνησης – είτε της παρούσας είτε εκείνης που θα προκύψει από τις επερχόμενες κάλπες – η λίστα με όσα έχει διαβεβαιώσει ότι θα πετύχει το έτος που έρχεται προκειμένου να βελτιώσει το κράτος την εικόνα του – δημοσιονομική, μισθοδοτική και προνοιακή -, φαίνεται πως δεν θα έχει τόσο αισιόδοξο χαρακτήρα όσο το συγκεκριμένο έθιμο του δυτικού κόσμου. Για την ακρίβεια, πρόκειται για μια σειρά στόχων που άλλοι της έβαλαν μεν, εκείνη θα κληθεί να υλοποιήσει δε, οι οποίοι στην ανάλυση πολλών οικονομολόγων ισοδυναμούν με νάρκες όχι απλά στην πολυπόθητη ανάκαμψη της οικονομίας, αλλά στην ίδια τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.
Οι πιο πεσιμιστές μιλούν ήδη για την πιθανότητα ενός τέταρτου Μνημονίου στην περίπτωση που «σκάσουν» όλες οι παραπάνω νάρκες μαζί. Και οι κυνικότεροι εξ αυτών υπονοούν πως η πρώτη φορά Αριστερά υπόσχεται τα μισά και συμφώνησε στα άλλα μισά ώστε να γράψει το προεκλογικό της αφήγημα, αυτό των παροχών, και να ναρκοθετήσει την πορεία της επόμενης κυβέρνησης.
Αναδρομικά
Αν ζητηθεί από έμπειρο στα οικονομικά παράγοντα της δημόσιας ζωής να ιεραρχήσει με κριτήριο την επικινδυνότητα τις συγκεκριμένες πέντε νάρκες, εκείνος αξιολογεί ως απειλητικότερη – εφόσον τελικά πατηθεί – τα αναδρομικά. Τις δικαστικές, δηλαδή, αποφάσεις για την επιστροφή των κομμένων δώρων συνταξιούχων και εν ενεργεία υπαλλήλων για την περίοδο 2012 – 2015. Εκφράζει, μάλιστα, φόβους για την τύχη του νόμου Κατρούγκαλου. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με έγκυρες νομικές πηγές, υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να ακυρωθούν από την ολομέλεια του ΣτΕ και ορισμένα μέτρα του εν λόγω νόμου. Αυτές οι πηγές διαβλέπουν μια τέτοια εξέλιξη εξαιτίας της ψαλίδας μεταξύ νέων και παλιών συνταξιούχων που προκαλεί ο νόμος, η οποία δημιουργεί μια «αίσθηση αντισυνταγματικότητας».
Στην ανάγνωση του οικονομικού παράγοντα, λοιπόν, τα αναδρομικά «στην ουσία ακυρώνουν το ασφαλιστικό σύστημα». Και «θα έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη δημοσιονομική ισορροπία και τη βιωσιμότητα του χρέους της χώρας». Στην ερώτηση πώς μεταφράζεται η συγκεκριμένη εκτίμησή του σε αριθμούς – πόσο θα μπορούσε, τελικά, να κοστίσει η εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων στο ελληνικό κράτος – δεν θέλει να πει ποσά. Αρκείται στην ατάκα «πολλά δισεκατομμύρια». Για όποιον αρέσκεται στο να διαβάζει πίσω από τις γραμμές, είναι κι αυτό ενδεικτικό.
Κι αν ακούγεται σχεδόν τρομολαγνική η προσέγγισή του, μέχρι και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, υπό τον συριζαίο επικεφαλής του Φραγκίσκο Κουτεντάκη, στην τελευταία του έκθεση χαρακτηρίζει «εστίες αβεβαιότητας» τα αναδρομικά, επειδή προκαλούν δημοσιονομικές πιέσεις. Επισημαίνει δε, πως κι άλλες κατηγορίες μισθωτών και συνταξιούχων θα μπορούσαν να διεκδικήσουν ανάλογες επιστροφές, γεγονός που θα επέφερε «σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο».
Παροχολογία – προσλήψεις
Στο τελευταίο πριν από τις γιορτές Υπουργικό Συμβούλιο, που έγινε την Τετάρτη, η κυβέρνηση ανακοίνωσε 15.000 προσλήψεις εκπαιδευτικών. Ηταν το τελευταίο μιας μεγάλης σειράς αντίστοιχων κρουσμάτων, μιας και η πλειονότητα των υπουργών του Αλέξη Τσίπρα βγαίνει και υπόσχεται στους ψηφοφόρους προσλήψεις ενόψει του εκλογικού έτους που πλησιάζει. Δεν χρειάζεται να έχει κανείς μάστερ στα οικονομικά για να υποθέσει πως τέτοιου είδους εξαγγελίες, αν γίνουν πράξη, διαταράσσουν τη δημοσιονομική σταθερότητα. Το πρόβλημα είναι – λένε εκείνοι που έχουν μάστερ στα οικονομικά – ότι και μόνο επειδή εκστομίζονται «δίνουν την εντύπωση πως έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης η χώρα δεν έμαθε τίποτα από όσα συνέβησαν κατά τη διάρκειά της. Δίνει την εικόνα ενός κράτους που δεν είναι προσηλωμένο στη μεταρρύθμισή του».
Προνομοθετημένα μέτρα
Από το βήμα του Βελλιδείου τον Σεπτέμβριο ο Τσίπρας ανακοίνωσε μια δέσμη μέτρων. Σύνηθες θα πει κάποιος για πολιτικό αρχηγό να υπόσχεται με φόντο τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, εκείνο το καλάθι της ΔΕΘ είχε ένα νέο στοιχείο. Ο Πρωθυπουργός είχε δεσμευθεί ότι τα μέτρα που εξήγγειλε θα προνομοθετούνταν. Θα ψηφίζονταν μέχρι και το τέλος του τρέχοντος έτους για να ισχύσουν κάποια από το 2019 κι άλλα από το 2020. Οντως, πολλά από εκείνα που θα τεθούν σε εφαρμογή του χρόνου έχουν ήδη ψηφιστεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο. Μείωση του ΕΝΦΙΑ, μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις από το 29% στο 25% σταδιακά, μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Πέρασαν δε με ευρεία πλειοψηφία, δηλαδή και με τις ψήφους της αντιπολίτευσης. Τον Ιανουάριο αναμένεται και η ψήφιση της επιδότησης ενοικίου. Παρ’ όλα αυτά, οι της αξιωματικής αντιπολίτευσης έβλεπαν και βλέπουν σε αυτά ένα πρόβλημα. Η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να εφαρμόσει πολιτικές που δεν είναι δικές της. Ναι, αλλά οι παραπάνω μειώσεις δεν περιλαμβάνονται και στο νεοδημοκρατικό πρόγραμμα; Περιλαμβάνονται, όμως, οι γαλάζιοι υποστηρίζουν ότι το συνολικό μείγμα του πακέτου που έχει υποσχεθεί ότι θα προνομοθετήσει ο Πρωθυπουργός είναι λανθασμένο. «Κόβει» λένε «τους φόρους, αυξάνοντας ταυτόχρονα τις κρατικές δαπάνες».
Επιτόκια δανεισμού
Η πιο καλά κρυμμένη νάρκη που έχει βάλει ο ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνον που θα τον διαδεχθεί στην εξουσία είναι, για τα οικονομικά μυαλά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η ρητορική του σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού της χώρας. Παρ’ ότι αυτά στην πράξη παραμένουν απαγορευτικά – με απλά λόγια η Ελλάδα δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές -, τα κυβερνητικά στελέχη έχουν διστάσει να επικαλεστούν το περίφημο «μαξιλάρι». Αν, πάντως, το «μαξιλάρι» χρησιμοποιηθεί, η χρήση του θα ερμηνευθεί από τους επενδυτές ως παραδοχή της οικονομικής αδυναμίας της Ελλάδας. Και τότε, όπως το θέτει ελαφρώς ειρωνικά ένας από τους πολιτικούς αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ, «οι αγορές θα βαράνε τα νταούλια».
Το πρόβλημα ίσως επιδεινωθεί, κατά την εκτίμηση ανθρώπου με γνώση της παγκόσμιας οικονομίας, αφού «όλα δείχνουν πως το διεθνές περιβάλλον δεν θα είναι ανέφελο». Η πρόβλεψή του είναι πως τα επιτόκια διεθνώς θα παρουσιάσουν άνοδο – επομένως η ανάπτυξη αναπόφευκτα θα εμφανίσει μείωση. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ και Κίνας που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, πιθανόν να οδηγήσει σε ανατίμηση του δολαρίου. Και λόγω της ανατίμησης να θιγεί μια σειρά από αναπτυσσόμενες χώρες που δανείζονται σε δολάριο, όπως ας πούμε η γειτονική μας Τουρκία. Μέσα σε ένα τόσο ασταθές περιβάλλον, σημειώνει, «δύσκολα θα πέσουν τα επιτόκια δανεισμού της Ελλάδας».
Πρωτογενή πλεονάσματα
Πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 κι έπειτα 2,2% από το 2023 έως το 2060. Τα συμφώνησε ο ΣΥΡΙΖΑ με τους εταίρους και τα πέρασε από τη βουλή. Είναι η νάρκη που έχει ήδη πατηθεί. Οι οικονομικοί αναλυτές, Ελληνες και ξένοι, συμφωνούν πως είναι στόχοι ανέφικτοι. Δεν υπάρχει στην ευρωζώνη ιστορικό προηγούμενο επίτευξής τους. Και μπορεί η κυβέρνηση να πανηγύρισε για τα 4,8 δισ. ευρώ πρωτογενές πλεόνασμα στο εννιάμηνο του 2018, ωστόσο αυτό προέκυψε από την καθυστέρηση πληρωμής οφειλών του Δημοσίου σε ιδιώτες, της τάξης των 3 περίπου δισ. ευρώ, καθώς και από τη μείωση των δαπανών του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Οπως δε τονίζουν οι οικονομολόγοι, υπερπλεονάσματα τέτοιου μεγέθους στην ουσία στραγγαλίζουν την πραγματική οικονομία, αφού μειώνουν δραματικά τη ρευστότητα εξαιτίας της υπερφορολόγησης – η οποία είναι η βασική αιτία της ύπαρξης των υπερπλεονασμάτων. Με δυο λέξεις, φαύλος κύκλος.
Οσοι έχουν μελετήσει σε βάθος τη συριζαϊκή ψυχή – κυρίως λόγω του ότι έχουν βρεθεί πολλές φορές στο στόχαστρο του κόμματος – επιμένουν πως όλα τα παραπάνω «δεν είναι απλά ζητήματα πολιτικής οικονομίας, είναι κατεξοχήν πολιτικά». Το λένε γιατί έχουν πειστεί πως πρόκειται για μια αλληλουχία κινήσεων του Μαξίμου που στοχεύουν στις μεθεπόμενες εκλογές. Ή, για να είμαστε ακριβείς, στη διατύπωση του σκεπτικού τους, στην πρόκληση των μεθεπόμενων εκλογών.