Το ανώτατο δικαστήριο των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων επιβεβαίωσε σήμερα την ποινή κάθειρξης 10 ετών που είχε επιβληθεί στον αντιπολιτευόμενο Άχμεντ Μανσούρ επειδή επέκρινε την κυβέρνηση και ζημίωσε την εικόνα της χώρας σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έγινε γνωστό από την οργάνωση Διεθνής Αμνηστία και τον τοπικό Τύπο.
Η απόφαση αυτή είναι οριστική, διευκρίνισε η Διεθνής Αμνηστία καταφερόμενη εναντίον της ετυμηγορίας αυτής.
Η καταδίκη του Άχμεντ Μανσούρ σε πρόστιμο ενός εκατομμυρίου ντιράμ (270.000 δολάρια) επιβεβαιώθηκε επίσης από το δικαστήριο, που έχει την έδρα του στο Αμπού Ντάμπι, σύμφωνα με την εφημερίδα Gulf News.
Ο διεθνής Τύπος δεν έχει την άδεια να παρακολουθεί αυτού του είδους τις δίκες στα Εμιράτα, όπου οι βασιλικές οικογένειες δεν ανέχονται καμιά κριτική από αντιπολιτευομένους.
Η ετυμηγορία αυτή «επιβεβαιώνει το γεγονός ότι δεν υπάρχει χώρος για την ελευθερία της έκφρασης στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα», υπογράμμισε η Αμνηστία σε ανακοίνωσή της.
«Το μόνο έγκλημα του Άχμεντ Μανσούρ ήταν ότι εξέφρασε τις ειρηνικές απόψεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και είναι σκανδαλώδες το ότι τιμωρείται με τόσο βαριά ποινή φυλάκισης», προσθέτει η οργάνωση διευκρινίζοντας πως «πρόκειται για οριστική ετυμηγορία η οποία δεν μπορεί να εφεσιβληθεί».
«Αντί να τιμωρήσουν τον Άχμεντ Μανσούρ επειδή τόλμησε να εκφράσει τις απόψεις του, οι αρχές οφείλουν να ακυρώσουν την ποινή του και να τον απελευθερώσουν αμέσως και άνευ όρων», προσθέτει η οργάνωση.
Ο Άχμεντ Μανσούρ, 49 ετών, είχε καταδικασθεί πρωτοδίκως στις 31 Μαΐου επειδή έπληξε «το κύρος των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και των συμβόλων τους» και επειδή ζημίωσε τις σχέσεις ανάμεσα στη χώρα αυτή και τους γείτονές της. Είχε πάντως απαλλαγεί από την κατηγορία της συνωμοσίας με «τρομοκρατική οργάνωση».
Η σύλληψή του τον Μάρτιο του 2017 είχε προκαλέσει κύμα διαμαρτυριών από τις κύριες οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων το Παρατηρητήριο Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και η Διεθνής Αμνηστία.
Ο Άχμεντ Μανσούρ είχε τιμηθεί το 2015 με το βραβείο Μάρτιν Έναλς, στο οποίο έχει δοθεί το όνομα ενός πρώην γενικού γραμματέα της Διεθνούς Αμνηστίας.
Κατά τη σύλληψή του, ο εισαγγελέας που είναι αρμόδιος για τον αγώνα κατά της εγκληματικότητας στον κυβερνοχώρο τον είχε κατηγορήσει πως χρησιμοποίησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να «δημοσιεύσει ψευδείς πληροφορίες». Τον είχαν επίσης κατηγορήσει ότι έπληξε «την εθνική ενότητα και την κοινωνική ειρήνη και έβλαψε τη φήμη του κράτους και παρότρυνε σε ανυπακοή».
Ο Μανσούρ είχε ήδη καταδικασθεί σε φυλάκιση τριών ετών το 2011 — στην αρχή της Αραβικής Άνοιξης– σε μια πρώτη δίκη που θεωρήθηκε «προδήλως άδικη» από οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Είχε κριθεί ένοχος ότι «χρησιμοποίησε το Ίντερνετ για να προσβάλει τους ηγέτες των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων».
Στον αντιπολιτευόμενο είχε δοθεί χάρη την ίδια χρονιά, όμως είχε στερηθεί το διαβατήριό του και του είχε απαγορευθεί η έξοδος στο εξωτερικό.