Οι επιχειρήσεις στον κλάδο της υγείας, για να επιτύχουν στα επόμενα χρόνια, καλούνται να μειώσουν το κόστος και να επιτύχουν καλύτερα αποτελέσματα. Παράλληλα, θα πρέπει να επενδύσουν και να εφαρμόσουν στρατηγικές που επικεντρώνονται στην πρόληψη. Αυτό προκύπτει από την τελευταία έκδοση της ετήσιας έκθεσης της Εrnst & Υoung, New horizons, insights on the future of health.
Σύμφωνα με την EY, οι επιχειρήσεις υγειονομικής περίθαλψης επανεξετάζουν μεθοδικά τις διεργασίες και διαδικασίες τους, καθώς και την αλληλεπίδραση με τους ασθενείς, για να εντοπίσουν και να εξαλείψουν τη σπατάλη σε πόρους και χρήματα, καθώς και τις μη αποδοτικές και αναποτελεσματικές διεργασίες. Αρκετές από αυτές διερευνούν, επίσης, πώς οι νέες τεχνολογίες, όπως η ρομποτική αυτοματοποίηση διαδικασιών (RPA) και η τεχνητή νοημοσύνη (AI), μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του κόστους με τη συστηματοποίηση της παροχής φροντίδας, των επιχειρηματικών διαδικασιών και της διαχείρισης περιπτώσεων ασθενών. Παράλληλα, εξετάζουν πώς άλλες αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως η εικονική αλληλεπίδραση και η παρακολούθηση εξ αποστάσεως, μπορούν να βελτιώσουν την εμπειρία του ασθενούς ή του καταναλωτή.
Για να διαπιστώσει πώς οι γιατροί και οι καταναλωτές αξιοποιούν τα ψηφιακά εργαλεία για την υγεία, η έκθεση έχει συμπεριλάβει, επίσης, κάποια πρώτα ευρήματα από μια έρευνα μεταξύ καταναλωτών υπηρεσιών υγείας και γιατρών στην Αγγλία, την Αυστραλία και την Ολλανδία.
Συνολικά, η έρευνα δείχνει ότι σχεδόν οι μισοί καταναλωτές (45%) και η πλειοψηφία των γιατρών (57%) πιστεύουν ότι τα σημερινά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης λειτουργούν ικανοποιητικά. Ωστόσο, τα αποτελέσματα ποικίλλουν ανάλογα με τη χώρα και την ομάδα των ερωτώμενων, με τους Ολλανδούς γιατρούς και των Βρετανούς καταναλωτές να εμφανίζουν τις πιο θετικές απόψεις.
Σε ό,τι αφορά στη χρήση νέων τεχνολογιών, οι γιατροί αναδεικνύουν ως προτεραιότητες αυτές που ενισχύουν την ασφάλεια των ασθενών και την κλινική αριστεία, καθώς και όσες διευκολύνουν την επικοινωνία με τους καταναλωτές. Το 62% των γιατρών αντιμετωπίζει ευνοϊκά τη χρήση εικονικών τεχνολογιών για την επικοινωνία με τους ασθενείς, ενώ πάνω από τα δύο τρίτα (68%) αξιολογούν θετικά τα οφέλη από τη χρήση smartphones από τους ασθενείς για τη λήψη και την αποστολή βιομετρικών δεδομένων. Την ίδια ώρα, οι καταναλωτές εμφανίζονται ιδιαίτερα πρόθυμοι να μοιραστούν με τους γιατρούς τα βιομετρικά τους δεδομένα (75%), αλλά και τα δεδομένα που παράγουν οι ίδιοι οι ασθενείς (70%).
Σύμφωνα με την έκθεση, εκτός από τις επενδύσεις σε συστήματα που βελτιώνουν την εμπειρία των καταναλωτών, οι επιχειρήσεις υγείας θα πρέπει να βελτιώσουν τις δυνατότητές τους για ανταλλαγή δεδομένων, καθώς και να διερευνήσουν νέες πηγές και συνδυασμούς δεδομένων, τα οποία θα οδηγήσουν σε καλύτερη κατανόηση των παραγόντων που επηρεάζουν την υγεία και τις ασθένειες.