Κλεισμένα στο υπόγειο του σπιτιού τους, τρία αδέλφια, στην προσπάθειά τους να υπερνικήσουν την πατρική εξουσία, σχεδιάζουν τη δολοφονία των γονιών τους κι επιδίδονται σε ένα ενστικτώδες παιχνίδι ενηλικίωσης δίχως τέλος.
Πάνω σ’ αυτές τις γραμμές της πλοκής χτίζεται η παράσταση «Η νύχτα των δολοφόνων» του Χοσέ Τριάνα που ανεβαίνει από Τετάρτη έως Κυριακή έως τις 6 Ιανουαρίου στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Αθήνα, τηλ. 210-9212.900, είσοδος 10-15 ευρώ).
Ο Μάνος Βαβαδάκης μεταφράζει και σκηνοθετεί ένα κουβανέζικο έργο, που τα γεγονότα του Μάη του ’68 ανέδειξαν σε κατεξοχήν έργο σύγκρουσης των γενεών. Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους έχουν οι Άννα Καλαϊτζίδου, Γρηγόρης Μπαλλάς και Μαρία Παρασύρη.
Ο σκηνοθέτης λίγο πριν κατέβει η αυλαία μιλάει για την παράσταση, τη θέση των γονέων στον κόσμο και την λειτουργία της οικογένειας.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Όταν διάβασα το έργο του Χοσέ Τριάνα, μου κέντρισε το ενδιαφέρον αυτό το αλλόκοτο παιχνίδι που παίζουν αυτά τα τρία αδέλφια. Ένα παιχνίδι στο οποίο ο συγγραφέας αντλώντας έμπνευση από τη διαδικασία της ψυχανάλυσης, οδηγεί τους χαρακτήρες να ξεφύγουν από την ασφάλεια των προσωπικών σχέσεων, να γίνουν θηρία και να πονέσουν ο ένας στον άλλο, διεκδικώντας ίσο μερίδιο αγάπης από τους γονείς.
Τα γεγονότα του Μάη του ’68 και η κουβανέζικη ατμόσφαιρα, πλανούνται πάνω από την παράσταση;
Η ανάγκη για ανατροπή των ιδεών, συμπεριφορών, θεσμών που μας καταπιέζουν πλανάται στην παράσταση. Ζητούμενα τα οποία αλλάζουν όνομα ανά εποχή, και ποτέ δεν επιτυγχάνονται απόλυτα.
Οι εναλλαγές των ρόλων των τριών αδερφών στην προσπάθειά τους να απεγκλωβιστούν, στην ουσία δεν τους εγκλωβίζουν περισσότερο;
Ακριβώς αυτό συμβαίνει στο παιχνίδι τους. Προσπαθώντας να συγκρουστούν με την εξουσία και με ό,τι αυτό την εκφράζει, αναγκάζονται να υποστούν την πραγματική σύγκρουση, αυτή με τον εαυτό μας. Το παιχνίδι τους οδηγείται στην ανατροπή της αρχικής του ιδέας. Ο φόνος των γονιών δεν θα γίνει ποτέ. Επειδή δεν μπορούν να οραματιστούν έναν κόσμο χωρίς γονείς, καταλήγουν να αποδεχτούν τη σχέση μαζί τους και να κατανοήσουν ότι έχουν διαμορφωθεί ως προσωπικότητες από αυτούς και άρα κατά κάποιον τρόπο ορίζουν, αν και απόντες, τις ζωές τους.
Ένας κόσμος χωρίς γονείς, πώς θα ήταν κατά την άποψή σας;
Ο ρόλος των γονιών είναι απαραίτητος και επιτελικός στην ανάπτυξη του ατόμου, κι άρα και της κοινωνίας. Ακόμα κι αν καταφέρναμε να υπάρξουμε σε έναν κόσμο χωρίς γονείς, όπως προτείνει ο Πλάτωνας, θα είχαμε δημιουργήσει μιαν άλλη εξάρτηση στη θέση τους. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον περιορισμό, να νιώσει ασφαλής. Από τον φόβο της απόλυτης ελευθερίας θα κατασκεύαζε άλλους, διαφορετικούς, περιορισμούς. Φανταστείτε να μην υπήρχε ως αξίωμα η ύπαρξη του Θεού. Στην ύπαρξη του Θεού πατέρα χρωστάμε τον πολιτισμό. Ακόμα κι αν ο Θεός δεν υπήρχε, θα έπρεπε να τον επανεφεύρουμε.
Ο γονεϊκός φόνος που τόσο προσπαθούν να αποφύγουν τα τρία αδέρφια, είναι ίσως μια συμβολική κίνηση; Στο πρόσωπο των γονέων είναι σαν να σκοτώνουν για παράδειγμα την κοινωνία ή την εξουσία;
Στα καθ΄ ημάς υπάρχει το τρίπτυχο, πατρίς, θρησκεία, οικογένεια, όπου πατρίδα ας θεωρούμε πλέον κράτος, το οποίο εκφράζει εύστοχα τη συνένωση των εξουσιών που μας ορίζουν. Στο έργο μέσα από τον φόνο των γονιών συγκρούονται με όλες τις αντιλήψεις που μας πιέζουν να ασπαστούμε συμπεριφορές, ώστε να γίνουμε αποδεκτοί.
Η σχεδόν ψυχαναλυτική ανάγνωση της οικογένειας, παραμένει σύγχρονη; Γιατί;
Δεν έχει αλλάξει τίποτα βαθιά μέσα στην οικογένεια από τότε που γράφτηκε το έργο. Ακόμα κι αν δεν ρίχνουμε ξύλο στα παιδιά μας, που δεν είμαι σίγουρος σε τι ποσοστό συμβαίνει, έχουν βρεθεί νέοι τρόποι καταπίεσης και φίμωσης της ατομικότητας εντός της οικογένειας. Η προσπάθεια εγκιβωτισμού μιας νέας οικογένειας, ενός νέου κυττάρου, στην κοινωνία, παραμένει κολλημένη σε νόρμες του παρελθόντος. Και δεν μπορεί να ανατραπεί καθόλου εύκολα κάτι τέτοιο. Το σημαντικό είναι να το κατανοήσουμε, να το αποδεχτούμε, ώστε να αλλάξει πάρα πολύ αργά. Αυτή είναι η δουλειά της ψυχανάλυσης, κι επιτρέψτε μου, και του θεάτρου.