Οι δείκτες του ρολογιού της ζωής του και συνάμα της ζωής ενός ολόκληρου (και ουχί μονάχα του αθλητικού) έθνους μένουν σταματημένοι σε εκείνο το απόβραδο της 2ας Δεκεμβρίου του 1979, όταν ένας δασύτριχος νεαρός από το Νιου Τζέρσεϊ, με μαλλί αφάνα και με το Νο 7 στη φανέλα του Αρεως, εισέβαλε φουριόζος στη ζωή μας για να την αναστατώσει.
Τον έλεγαν Nίκο Γκάλη, τον έγραφαν Nick Gallis και ήταν ο γιος της Κωνσταντινουπολίτισσας Στέλλας και του τσαγκάρη Γιώργου Γεωργαλή, ο οποίος ξενιτεύτηκε από τον Αγιο Ισίδωρο της Ρόδου για να ζήσει το American Dream, χωρίς να υποψιάζονται πως κάποτε το στερνοπούλι τους θα βίωνε αντ’ αυτών το ομηρικό νόστιμον ήμαρ και ταγμένος από το πεπρωμένο του θα αναβίωνε το ελληνικό όνειρο.
Τριάντα εννέα χρόνια αργότερα, στα 61 του, ξωμάχος του μπάσκετ από εκείνο το μοιραίο βράδυ της 18ης Οκτωβρίου του ’94 στο Μετς, μοιάζει με τον Κιγκινάτο της αρχαίας Ρώμης και είναι πια ένας κανονικός άνθρωπος που διαχειρίζεται τη ρουτίνα ενός… συνταξιούχου!
«Και στο απόγειο της δόξας μου ήμουν ένας κανονικός άνθρωπος, αλλά υπήρχαν στιγμές που ένιωθα θεός» μου εκμυστηρεύεται, καθισμένος αναπαυτικά στο συνηθισμένο στέκι του, το παραθαλάσσιο Shark στην Καλαμαριά. Εάν δεν ήταν κλειστά τα παράθυρα που βλέπουν στον Θερμαϊκό Κόλπο, τα μανιασμένα κύματα θα μας έκαναν λούτσα, αλλά ξα του, που λένε και στην Κρήτη…
«Από τότε που έπαιζα, είχα την ικανότητα να αυθυποβάλλομαι, να ηρεμώ και να αυτοσυγκεντρώνομαι. Το καταφέρνω ακόμη, λες και πατάω ένα μαγικό κουμπί, άλλωστε γι’ αυτό δεν με έλεγαν ρομπότ και κομπιούτερ;» αναρωτιέται με ρητορικό τρόπο…
Τρώγοντας το αγαπημένο του ψάρι και ρουφώντας τις γουλιές από το κρασί, ίσα ίσα για να ηδύνεται ο (στερημένος στα χρόνια της ένδοξης πλην βαριάς καλογερικής) ουρανίσκος του, ο Γκάλης μπήκε με προθυμία και μετά χαράς στο τριπάκι που όρισε ο Περικλής στον «Επιτάφιό» του…
Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας!
Του λέω αυτό το τσιτάτο, βάζουμε τα γέλια, ξέρει ότι αυτή η μεταξύ τυρού και αχλαδίου συζήτηση απέχει πολύ από μια συμβατική συνέντευξη με συγκεκριμένη ατζέντα. Είναι μια κουβέντα «έτσι χωρίς πρόγραμμα», όπως τιτλοφορούνταν η παλιά τηλεοπτική εκπομπή της Μαρίας Ρεζάν…
Στους δρόμους του Νιου Τζέρσεϊ
Το χαμηλό βλέμμα του είναι ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως τότε που σαν gangster σκόρπιζε τον τρόμο και τον πανικό, έχοντας λάβει προαγωγή από τη συνομοταξία στην οποία τον είχε κατατάξει ο μέντοράς του στο Seton Hall. «Το 1975, όταν με πρωτοείδε και με στρατολόγησε στην ομάδα του ο Μπιλ Ράφτερι, με έβγαλε Street Fighter, επειδή έμοιαζα και ήμουν κιόλας ένας μαχητής του δρόμου. Η οικογένειά μου ήταν φτωχή, δεν προερχόμουν από τζάκι, τα χειμωνιάτικα πρωινά έπρεπε να παίρνω ένα φτυάρι για να καθαρίσω την αυλή του σπιτιού από το χιόνι και τα βράδια πήγαινα στις παιδικές χαρές και έπαιζα μπάσκετ απέναντι σε μεγαλύτερους σε ηλικία και σε Πορτορικανούς που δεν χαρίζονταν ούτε στη μάνα τους. Γύριζα περασμένα μεσάνυχτα στο σπίτι, κουρασμένος, μερικές φορές χτυπημένος, αλλά ευτυχισμένος…».
Τον βλέπω ξαφνικά να συνοφρυώνεται, σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει τα συναισθήματά του. «Συγκρίνω τις εποχές και στενοχωριέμαι αφάνταστα. Εγώ τότε γύριζα στους δρόμους του Νιου Τζέρσεϊ και τώρα την κόρη μου δεν την αφήνω να πάει μόνη της ούτε από το σαλόνι στην… κουζίνα, που λέει ο λόγος. Θέλεις να κάνουμε μια αντιπαραβολή εικόνων; Τέσσερα δωδεκάχρονα παιδιά στην εποχή μου παίζαμε μπάσκετ στις λάσπες, φωνάζαμε, τσακωνόμασταν, ύστερα φιλιώναμε και πάει λέγοντας. Τέσσερα δωδεκάχρονα παιδιά σήμερα κάθονται δίπλα δίπλα, δεν αλλάζουν ούτε κουβέντα, έχουν τα πρόσωπά τους και παίζουν στα κινητά και στα iPad τους»!
Δώδεκα χρονών είναι η Στέλλα του. Σωστή δεσποινιδούλα, που ο Νίκος και η μαμά της, η Ελένη Παναγιώτου, την καμαρώνουν πότε στο τένις και πότε στο μπαλέτο. «Κάναμε μεγάλη προσπάθεια για να γίνει η Στέλλα και όχι η κόρη του Γκάλη. Oταν ήταν πιο μικρή και πηγαίναμε σε κάποια εκδήλωση, γαντζωνόταν πάνω μου προσπαθώντας να κρυφτεί, αλλά όσο μεγαλώνει καταλαβαίνει ότι ο μπαμπάς της έκανε κάτι σπουδαίο, άφησε μια κληρονομιά και γι’ αυτό τον αγαπά ο κόσμος» λέει κοιτώντας κιόλας το ρολόι του για να μην την αφήσει να ξεροσταλιάζει μετά τον χορό και κηρυχθεί έκπτωτος πατήρ!
«Πριν από τέσσερα – πέντε χρόνια με έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση, όταν με ρωτούσε τι δουλειά κάνω. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σημαίνει… συνταξιούχος, αλλά κι εγώ σοκαρίστηκα και πέρασα από μια πολύ δύσκολη φάση. Ξαφνικά, ενώ βρισκόμουν στο επίκεντρο, με έλουζαν τα φώτα της δημοσιότητας, έβηχα και γινόταν είδηση, προσαρμόστηκα σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Δεν μου λείπει η δόξα, τη χόρτασα και είμαι συνειδητοποιημένος ότι κάθε πράγμα έχει την εποχή του και την ηλικία του».
Μεγάλη υπόθεση για έναν άνθρωπο να μην έχει ενοχές και απωθημένα και να θεωρεί πως όλα του ήταν καλώς καμωμένα. «Δεν με τρώει το σαράκι του ΝΒΑ ούτε το what if, που λένε οι Αμερικανοί. Περνάει μερικές φορές από το μυαλό μου, αλλά σκέφτομαι πως εάν το επιδίωκα, θα το είχα καταφέρει. Περισσότερο με νοιάζει και με κάνει ευτυχισμένο το γεγονός ότι έβαλα τη σφραγίδα μου σε κάτι σπουδαίο που πετύχαμε στην Ελλάδα και αλλάξαμε τον ρουν της Ιστορίας. Σε ρωτώ λοιπόν εγώ κάτι τώρα: εάν δεν ερχόμουν στην Ελλάδα και έπαιζα στο ΝΒΑ, θα ασκούσα τέτοια επιρροή; Θα έκανα τη διαφορά; Θα γινόμουν αυτός που έγινα; Η απάντηση είναι “όχι”. Ε, λοιπόν, όχι, δεν μετανιώνω και δεν κυριεύομαι από το μαράζι των δεύτερων σκέψεων».
Ο Γκάλης μεγάλωσε στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης οιστρηλατούμενος από το απαράμιλλο παιχνίδι του ινδάλματός του, που ήταν ο σουπερστάρ των Νικς Γουόλτ Φρέιζερ. «Από αυτόν επηρεάστηκα και συνδύασα το ελεύθερο και φαντεζί με το μυαλωμένο παιχνίδι. Εδωσα τα πάντα στο μπάσκετ, ό,τι είχα στο κορμί, στο μυαλό και στην ψυχή μου. Το αγάπησα πολύ, ήταν η ζωή μου, θα του αφοσιωνόμουν ακόμη και χωρίς αντάλλαγμα, άλλωστε όταν βρίσκεσαι στην αρχή μιας καριέρας δεν παίζεις για τα λεφτά, δεν ξέρεις καν εάν θα καταφέρεις να γίνεις επαγγελματίας και να τα αποκτήσεις».
Τολμώ να τον ρωτήσω τι στα κομμάτια θα έκανε στη ζωή του, εάν δεν γινόταν ο… Γκάλης. «Το είχα από μικρός στο μυαλό μου και περισσότερο τον Ιούλιο του 1969 που είδα την προσσελήνωση του “Αpollo 11”. Θα ήθελα να γίνω αστροναύτης ή κάτι σχετικό με την αναζήτηση της ζωής στους άλλους πλανήτες. Οταν παίζει η τηλεόραση τέτοια ντοκιμαντέρ, δεν τα χάνω ποτέ και απορώ εάν όντως υπάρχουν εξωγήινοι»!
Ο Nick και ο Giannis
Στην τηλεόραση κάθεται επίσης και χαζεύει το ΝΒΑ, το αμερικανικό ποδόσφαιρο, στο οποίο άλλωστε εντρύφησε ως κολεγιόπαις, αγωνιζόμενος στη θέση του running back. «Μου αρέσουν πολύ οι Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς, διότι παίζουν γρήγορα, ανοικτά, επιθετικά και προσφέρουν ένα φαντασμαγορικό σόου» σχολιάζει και στο αμέσως επόμενο κλικ σκάει μύτη ο Γιάννης Αντετοκούνμπο!
«Αυτό το παιδί μού αρέσει πολύ όχι τόσο για το ταλέντο και τα κατορθώματά του, αλλά επειδή συμπεριφέρεται με την ωριμότητα ενός βετεράνου. Δεν τρελαίνεται και δεν πέφτει στη λούμπα να σουτάρει τρίποντα, είναι γρήγορος, έχει μεγάλα χέρια, βάζει σωστά το κορμί του, παίζει καλά μέσα και έξω από τη ρακέτα και εάν βελτιώσει την εκτέλεσή του από μακριά, τότε δεν θα του λείπει τίποτε» σκιαγραφεί το προφίλ του Γιάννη, με τον οποίο δεν έχει συναντηθεί ποτέ. «Εάν βρισκόμασταν κάπου μαζί, θα τον συμβούλευα να μη σταματήσει ποτέ να προσπαθεί να γίνει καλύτερος. Θα του έλεγα ότι η κορυφή είναι μια ουτοπία που πρέπει να την κυνηγάει κάθε δευτερόλεπτο».
Πίσω στον απατό του που, αντί να δηλώνει συνταξιούχος, θα μπορούσε άραγε να κάθεται σε κάποιον πάγκο; «Εζησα μια πολύ ανταγωνιστική και έντονη αθλητική ζωή και αυτή η διαδικασία με κούρασε, αλλά με ικανοποίησε κιόλας. Καλόμαθα στις πρωτιές, στις επιτυχίες και στο να έχω την μπάλα στα χέρια μου. Εάν γινόμουν προπονητής, η μπάλα θα βρισκόταν στα χέρια των παικτών μου κι όποτε έκαναν κάποιο λάθος ή αστοχούσαν, θα τσατιζόμουν και θα τα ‘κανα ρημαδιό»!
Θα μπορούσε άραγε να παριστάνει τον πρόεδρο ή τον παράγοντα γενικώς και αδιακρίτως; «Δεν μου ταιριάζει αυτός ο ρόλος» αποκρίνεται. «Στην Ελλάδα τα προεδριλίκια και τα παραγοντιλίκια είναι πολύ αφηρημένες έννοιες. Θα ήθελα να βοηθήσω, αλλά όχι να κάνω χατίρια και να τσακώνομαι για τα αυτονόητα».
Στον ουρανό του Hall of Fame
Πριν από δεκατέσσερις μήνες ο Nick the Greek είδε το υπέρτατο όνειρο κάθε μπασκετμπολίστα σε αυτόν τον πλανήτη να παίρνει σάρκα και οστά με την εν χορδαίς και οργάνω είσοδό του στο Hall of Fame του Σπρίνγκφιλντ. «Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τα παιδικά χρόνια μου στο Union City, ποιος ήμουν, από πού εκκίνησα και σε ποιο σημείο έφτασα. Η στιγμή ήταν ανατριχιαστική διότι συν τοις άλλοις δεν επιλέχθηκα ως Αμερικανός, αλλά ως ξένος, και όπως είπα στην ομιλία μου, περισσότερο από τους πόντους, τους τίτλους και τις επιτυχίες, αυτό που μένει σαν κατακάθι είναι η ψυχική ικανοποίηση ότι έκανα πολλούς ανθρώπους να χαρούν, πρόσφερα κίνητρο σε κάποια παιδιά και τα τράβηξα από τους επικίνδυνους δρόμους».
Στο μυαλό του από τότε που άρχισε να θωπεύει την μπάλα με τα σπυράκια, η ποσόστωση της επιτυχίας του υπήρξε συγκεκριμένη και αδιατάρακτη. «Φίφτι φίφτι το ταλέντο με τη σκληρή δουλειά. Ημουν κατά 50% δώρο του Θεού και κατά 50% δώρο του εαυτού μου».
«Ο κυνηγός των ονείρων»
Ο Γκάλης δεν αποτελεί τον ορισμό της κοινωνικότητας και της εξωστρέφειας, τουναντίον ανέκαθεν έτρεφε έναν κάποιον φόβο για εκείνους οι οποίοι του την… έπεφταν και τον περιστοίχιζαν. «Με νοιάζει να κάνω παρέα με ντόμπρους ανθρώπους. Κάποιοι με εκμεταλλεύτηκαν, αλλά ευτυχώς δεν την πάτησα πολύ! Αυτή η επιφυλακτικότητα έγινε η άμυνά μου»…
Εδώ ήρθαμε, που λένε και στο σινεμά, καθότι η πιο συνηθισμένη λέξη του έχει να κάνει με τα δικά του αντισώματα και είναι το «πρόσεχε»!
Ο Γκάλης προσέχει. Προσέχει γενικώς και αδιακρίτως. Λατρεύει την Ελλάδα, «την πιο όμορφη χώρα του κόσμου και τον πιο φιλόξενο λαό», αισθάνεται άσχημα «επειδή χάθηκαν το χαμόγελο από τα πρόσωπα και το κέφι από τις καρδιές των ανθρώπων», θυμώνει «βλέποντας τους νέους να ξενιτεύονται» και αποκηρύττει μετά βδελυγμίας πάσα εμπλοκή με την πολιτική…
Ο λόγος του δεν σηκώνει μήτε αντίρρηση μήτε δεύτερη κουβέντα: «Ο Γκάλης δεν μπορεί παρά να ανήκει σε όλους τους Ελληνες»!
Τώρα πια, ξωμάχος του μπάσκετ, τρώει ό,τι θέλει, πίνει λίγο παραπάνω από το… καθόλου, παίζει πού και πού τένις, κάνει μερικές αμαρτίες, «που όμως είναι μετρημένες». Την ώρα που αποχαιρετιζόμαστε, τον ιντριγκάρω ρωτώντας τον ποιον ηθοποιό θα διάλεγε για να τον υποδυθεί στην ταινία της ζωής του και τι τίτλο θα της έβαζε…
«Εναν παραδοσιακό θα ήθελα. Τον Ρόμπερτ ντε Νίρο ή τον Αλ Πατσίνο. Τίτλο; “Ο κυνηγός των ονείρων”»!