Η αγορά φαρμάκου παρουσιάζεται ελαφρώς ενισχυμένη την τελευταία τριετία (2015-2017), ως αποτέλεσμα της διαχρονικά αυξανόμενης νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μελέτης της ICAP.
Σύμφωνα με το Μάρκο Κοντοέ, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, ο οποίος επιμελήθηκε την μελέτη, το συνολικό μέγεθος της αγοράς φαρμάκων (σε τιμές χονδρικής) παρουσίασε αύξηση την περίοδο 2000-2009, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανόδου 14,1%. Ωστόσο, η υφεσιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας και οι αλλεπάλληλες μειώσεις στις τιμές των φαρμάκων, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αξίας της αγοράς από το 2010 και έπειτα. Την τριετία 2015-2017 παρουσιάζεται ελαφρώς ενισχυμένη ως αποτέλεσμα της διαχρονικά αυξανόμενης νοσοκομειακής φαρμακευτικής δαπάνης. Από το συνολικό μέγεθος αγοράς, τo 40,5% αφορά πωλήσεις φαρμάκων που διατέθηκαν απευθείας σε νοσοκομεία, ενώ το υπόλοιπο 59,5% αφορά πωλήσεις φαρμάκων προς φαρμακεία.
Η Σταματίνα Παντελαίου, Διευθύντρια Οικονομικών Μελετών της ICAP επισημαίνει ότι η οικονομική ύφεση των προηγούμενων ετών και η ανάγκη για συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής για τον εξορθολογισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης, δημιούργησαν νέα δεδομένα και συνθήκες στην αγορά του φαρμάκου και αναπόφευκτα καθόρισαν την πορεία της.
Σύμφωνα με την μελέτη, η επιβολή «εξοντωτικών» εκπτώσεων/κλιμακωτών εισφορών (rebate/clawback), το ύψος των οποίων διευρύνεται συνεχώς, συντηρούν το κλίμα οικονομικών πιέσεων στον κλάδο. Το συνολικό ποσό για το 2017 ανέρχεται σε 478 εκατ. ευρώ (Clawback) και 402 εκατ. ευρώ (Rebate). Το φαινόμενο εκτιμάται ότι θα διογκωθεί τα προσεχή έτη, καθώς οι εισφορές με τις οποίες αναμένεται να επιβαρυνθούν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις το 2018 αγγίζουν τα 1.050 εκατ. ευρώ.
Μείζον πρόβλημα παραμένουν οι οφειλές από πλευράς του δημοσίου, οι οποίες δημιουργούν αλυσιδωτές αντιδράσεις και παρενέργειες, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων. Το συνολικό ύψος των χρεών των Νοσοκομείων ΕΟΠΥΥ προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις – μέλη του ΣΦΕΕ έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, παραμένει υψηλό καθώς διαμορφώθηκε σε 556 εκατ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2018 από 1.194 εκατ. ευρώ το 2015.
Από τη συγκριτική χρηματοοικονομική ανάλυση παραγωγικών/εισαγωγικών επιχειρήσεων προκύπτει πως οι παραγωγικές επιχειρήσεις εμφανίζουν υψηλότερη κερδοφορία (από το 2014 και έπειτα). Οι εισαγωγικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν υψηλότερους δείκτες δανειακής επιβάρυνσης, αλλά και βραχυπρόθεσμων τραπεζικών υποχρεώσεων προς πωλήσεις. Τόσο ο μέσος όρος είσπραξης απαιτήσεων όσο και ο μέσος όρος εξόφλησης προμηθευτών (σε ημέρες) είναι σαφώς μεγαλύτερος για τις παραγωγικές επιχειρήσεις.
Το σύνολο του ενεργητικού δείγματος παραγωγικών επιχειρήσεων παρουσίασε σωρευτική αύξηση 17,3% περίπου την περίοδο 2013-2017. Οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις των επιχειρήσεων του κλάδου διευρύνθηκαν την εξεταζόμενη πενταετία (σωρευτική αύξηση: 10,3%), ενώ o συνολικός κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου μειώθηκε κατά 2,1%. Τα λειτουργικά κέρδη παρουσίασαν αυξομειώσεις στη διάρκεια της εξεταζόμενης πενταετίας και το 2017 επανήλθαν στα ίδια επίπεδα με το 2013, ενώ τα καθαρά κέρδη παρουσίασαν διαχρονική αύξηση (2017/2013: +38,8%).
Το σύνολο του ενεργητικού δείγματος εισαγωγικών επιχειρήσεων κατέγραψε σωρευτική μείωση 3,7% περίπου την περίοδο 2013-2017. Τα ίδια κεφάλαια σταθεροποιήθηκαν την τελευταία διετία (2016-2017), ενώ αυξομειώσεις παρουσίασαν την εξεταζόμενη πενταετία οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις των εισαγωγικών επιχειρήσεων. Οι μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις και προβλέψεις περιορίστηκαν κατά 63% και ο συνολικός κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου υποχώρησε (κατά 9,2%) την περίοδο 2013-2017. Το λειτουργικό αποτέλεσμα ακολούθησε φθίνουσα πορεία την περίοδο 2013-2016, ενώ το 2017 επανήλθε στα επίπεδα του 2013. Ανάλογη πορεία κατέγραψε και το καθαρό αποτέλεσμα, το οποίο επιδεινώθηκε (κατά 28,7%) το 2017/13, ενώ και τα κέρδη EBITDA περιορίστηκαν κατά 19% περίπου την ίδια περίοδο.