Δεν είναι μία συνηθισμένη ποινική δίκη. Στο εδώλιο κάθονται τέσσερις νεαροί άνδρες, οι οποίοι κατηγορούνται ότι τον Μάρτιο του 2017 εισέβαλαν στο φημισμένο μουσείο Μπόντε του Βερολίνου και, έχοντας εκπονήσει σχέδιο που θυμίζει κινηματογραφικό σενάριο, εξουδετέρωσαν όλα τα συστήματα ασφαλείας και έκλεψαν το μεγαλύτερο νόμισμα του κόσμου.
Πρόκειται για καναδικό κέρμα από χρυσό 24 καρατίων, διαμέτρου 53 εκατοστών και βάρους 100 κιλών, το αποκαλούμενο και «μεγάλο φύλλο σφενδάμου», που απεικονίζει τη μορφή της βασίλισσας Ελισάβετ ΙΙ.
Οι φερόμενοι ως δράστες είναι δύο αδέλφια ηλικίας 20 και 24 ετών με αραβική καταγωγή, εξάδελφός τους ηλικίας 20 ετών, καθώς και τέταρτος νεαρός, 24 ετών, ο οποίος δεν έχει σχέση με την οικογένεια και εργαζόταν περιστασιακά στο μουσείο ως φύλακας.
Εικάζεται ότι εκείνος έδωσε στους άλλους τρεις κατηγορούμενους τις απαραίτητες πληροφορίες ώστε να κινηθούν ανενόχλητοι στο εσωτερικό του κτιρίου και να διαφύγουν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί.
Η γερμανική αστυνομία εκτιμά ότι οι δράστες τεμάχισαν και έλιωσαν το γιγαντιαίο νόμισμα, για να το πουλήσουν ως καθαρό χρυσό.
Το θεαματικό σενάριο της αρπαγής
Αλλά ποιo ακριβώς ήταν το δαιμόνιο σχέδιο της κλοπής; Σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής ενδείξεις τρία άτομα μπήκαν στο κτίριο από ανοιχτό παράθυρο στο βεστιάριο του μουσείου, διέσχισαν πολλούς εκθεσιακούς χώρους μέχρι να φτάσουν στη βιτρίνα που αναζητούσαν, την οποία και θρυμμάτισαν, μετέφεραν το γιγαντιαίο νόμισμα με τροχήλατο καρότσι στο παράθυρο, από εκεί το ανέβασαν με σκάλα στις γραμμές του προαστιακού σιδηροδρόμου και στη συνέχεια το μετέφεραν σε άγνωστη κατεύθυνση.
Πρόσθετο βαθμό δυσκολίας προκαλεί το γεγονός ότι το κτίριο αποτελεί μέρος της περίφημης «Νήσου των Μουσείων» στο κέντρο του Βερολίνου και περιβάλλεται από τα κανάλια του ποταμού Σπρέε.
Οι αρχές εκτιμούν ότι οι δράστες μετέφεραν το τεράστιο κέρμα με σχοινιά πάνω από το νερό, μέχρι να βρουν κρησφύγετο.
Την πρώτη μέρα της δίκης, την Πέμπτη, το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης προκάλεσε συνωστισμό στο δικαστήριο. Σε παράταξη οι φωτογράφοι περίμεναν την προσέλευση των κατηγορουμένων, ενώ εκείνοι κάλυπταν τα πρόσωπά τους με περιοδικά. Δύο από αυτούς ισχυρίστηκαν ότι είναι ακόμη μαθητές, ένας άλλος ανέφερε ότι εργάζεται ως κούριερ και ο τέταρτος είπε ότι σπουδάζει σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο του Βερολίνου.
Κατά τα λοιπά, και οι τέσσερις προτίμησαν να σιωπήσουν κατά την έναρξη της δίκης.
Οι ενστάσεις της υπεράσπισης
Ωστόσο οι δικηγόροι που ανέλαβαν την υπεράσπισή τους ήταν λαλίστατοι και κατηγόρησαν τις διωκτικές αρχές και την εισαγγελία ότι δεν έχει καταθέσει «ούτε ένα επαρκές αποδεικτικό στοιχείο».
Και αυτό παρότι, όπως ανέφεραν, οι αρχές έκαναν σε τριάντα περιπτώσεις έρευνα κατ’ οίκον, παρακολούθησαν πενήντα τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, χρησιμοποίησαν GPS και ειδικά εκπαιδευμένους αστυνομικούς σκύλους.
Κατά την εκτίμησή τους το κατηγορητήριο βασίζεται σε εκθέσεις εμπειρογνωμόνων, των οποίων η επιστημονική επάρκεια αμφισβητείται, καθώς και σε υλικό από κάμερες ασφαλείας, οι οποίες δεν προσφέρουν ευκρινή εικόνα.
Επιπλέον δε, υποστηρίζουν, οι συνεχείς αναφορές σε δήθεν «οικογενειακή σπείρα», στην οποία ανήκουν οι κατηγορούμενοι, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρούνται ένοχοι εκ των προτέρων στα μάτια της κοινής γνώμης.
Ο εκπρόσωπος των τοπικών αρχών του Βερολίνου, Φάλκο Λίκε, έσπευσε να αντικρούσει τις αιτιάσεις της υπεράσπισης και εξέδωσε οργισμένη ανακοίνωση, στην οποίο αναφέρει ότι «πρόκειται για οικογένεια από τη συνοικία Νόικελν, γνωστή στην πόλη, η οποία έχει 18 νεαρά μέλη και 218 μηνύσεις για ποικίλα αδικήματα».
Οι κατηγορούμενοι είχαν κρατηθεί προσωρινά, αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι. Το δικαστήριο έχει προβλέψει τουλάχιστον δώδεκα ημέρες ακροαματικής διαδικασίας και η απόφαση αναμένεται σε λίγους μήνες.
Πηγή: Deutche Welle