Πέρνα από το γραφείο πριν πάμε για φαΐ, θέλω κάτι να σου δείξω» μου είπε. Κι όταν είπε γραφείο, εννοούσε έναν χώρο θρυλικό: ιδρύθηκε το 1895 στην Κωνσταντινούπολη από τον Μιχαήλ Γ. Θεοτοκά, πατέρα του γνωστού λογοτέχνη Γιώργου Θεοτοκά και παππού του Νίκου Αλιβιζάτου, και εγκαταστάθηκε στη σημερινή διεύθυνση το καλοκαίρι του 1937.
Αυτό που ήθελε να μου δείξει ήταν ένα έγγραφο του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με ημερομηνία 7/4/1971. Εφερε την υπογραφή του προέδρου του Πειθαρχικού Συμβουλίου Κ. Μουρατίδη. Και καλούσε «τους φοιτητάς της Νομικής Σχολής Αλιβιζάτον Νικόλαον, Λουκάκον Παναγιώτην και Παπαντωνίου Ιωάννην να απολογηθούν εγγράφως και προφορικώς διότι επέδειξαν διαγωγήν απάδουσαν προς την αξιοπρέπειαν του φοιτητού, και συγκεκριμένα την 1/11/1968 ζήτησαν εντός της αιθούσης διδασκαλίας από τους συμφοιτητάς τους να τηρήσουν ενός λεπτού σιγήν εις μνήμην του αποβιώσαντος Γεωργίου Παπανδρέου». «Κατάλαβες τώρα», με ρώτησε ο Αλιβιζάτος, «γιατί μερικοί συμμαθητές μου κι εγώ δημοσιεύσαμε στα “ΝΕΑ” εκείνη τη δήλωση συμπαράστασης προς τον Παπαντωνίου, για την οποία δεχθήκαμε τόση κριτική;».
Το μέρος που είχε διαλέξει να φάμε ήταν το 17. Οχι το παλιό μπαρ στη Βουκουρεστίου, απ’ όπου πέρασαν διάσημοι και διάσημες, επώνυμες κι ανώνυμοι, αυτό έκλεισε τον Μάιο του 1990. Στο Νέο 17 πήγαμε, στη Λυκαβηττού, όπου μας υποδέχθηκε όμως ο ίδιος θρυλικός μπάρμαν, ο κύριος Φώτης, ο πρώτος που έφτιαξε κοκτέιλ «με υπογραφή» στην Αθήνα. Καθίσαμε μακριά από το στρωμένο μεγάλο τραπέζι (το οποίο θα καταλάμβαναν λίγο αργότερα ο Γιώργος Κατρούγκαλος με μια ξένη αντιπροσωπεία) και έφτασαν τα πρώτα τσίπουρα. «Να πάρεις οπωσδήποτε τα ρεβίθια» μου είπε ο συνδαιμόνας μου. «Και τη φάβα με το καλαμάρι. Είναι εξαίρετα». Αλλά εμένα μου είχε γυαλίσει ο τραχανάς.
Το πρώτο πράγμα που ήθελα να τον ρωτήσω είναι αν υπάρχει δυνατότητα συναίνεσης στη σημερινή Ελλάδα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο είχε διαφωνήσει ο Αλιβιζάτος με άλλους καθηγητές και πολιτικούς όταν διατύπωσε τον περασμένο Μάρτιο 5+1 προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση. Εκείνοι έλεγαν ότι δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση με τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλιβιζάτος αναγνώριζε τις αδίστακτες μεθοδεύσεις της κυβέρνησης, αλλά επέμενε ότι ένα περιορισμένο αναθεωρητικό εγχείρημα είναι εφικτό.
«Η βασική παθολογία της Ελλάδας διαχρονικά είναι ο τρομερά διχαστικός τρόπος λειτουργίας του πολιτεύματος» μου λέει. «Η παράδοση αυτή δεν οφείλεται σε κάποιο DNA, αλλά ότι στα πρώτα χρόνια του κοινοβουλευτισμού, τον 19ο αιώνα, είχαμε ένα πολιτικό σύστημα που αναδείκνυε αυτοδύναμες πλειοψηφίες, οι οποίες συνήθως απέδιδαν. Ο νικητής έκανε ό,τι του κατέβαινε. Γι’ αυτό δεν φτιάξαμε κράτος. Είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου έχει συσταθεί ή απειληθεί ειδικό δικαστήριο για τη δίωξη των αντιπάλων. Εχουμε την πιο ζωντανή δημοκρατία στην Ευρώπη, οι εκλογές είναι πανηγύρι, αλλά με πολύ υψηλό τίμημα. Δεν έχουμε κράτος, δεν έχουμε δημόσια διοίκηση, δεν έχουμε νοσοκομεία, δεν έχουμε παιδεία».
Ο διχασμός έφτασε στο κατακόρυφό του το 2015, συνεχίζει. Αλλά το σύστημα άντεξε, η ένταση εκτονώθηκε, οι διαδηλώσεις μειώθηκαν, δεν ζούμε μεγάλη βία στις πόλεις. Αυτό είναι το ζητούμενο σε μια δημοκρατία: η αγανάκτηση να εκτονώνεται με την ψήφο. Και να υπάρχει μια μίνιμουμ συναίνεση σε διάφορα επιμέρους πεδία, όπως η παιδεία.
Τα πάντα στη συνέχεια θα εξαρτηθούν από τη σαφήνεια του εκλογικού αποτελέσματος, πιστεύει ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ηττηθεί καθαρά, θα συμβιβαστεί εύκολα στον ρόλο της αντιπολίτευσης. Αν δεν υπάρξει πλειοψηφία 180 εδρών για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος από τις επόμενες εκλογές, θα αρχίσει να προετοιμάζεται για την επόμενη εκλογική μάχη με απλή αναλογική. Κι εκεί μπορεί να τα παίξει όλα για όλα. Αν μάλιστα η Νέα Δημοκρατία δεν κερδίσει καν απόλυτη πλειοψηφία, τα πράγματα μπορεί να γίνουν έκρυθμα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αμφισβητήσει και την ήττα του. Και όσο το ΚΙΝΑΛ δεν προτείνει μια σοβαρή εναλλακτική λύση, θα καλύπτει εκείνος το κενό στα αριστερά.
Τα λάθη της Κεντροαριστεράς
Η φάβα καταφτάνει στο τραπέζι. Είναι ακριβώς η στιγμή να ρωτήσω τον Αλιβιζάτο γι’ αυτή την έρμη την Κεντροαριστερά. Τι λάθη έκανε, πώς χάθηκε το μομέντουμ εκείνης της μαζικής συμμετοχής στις κάλπες στο οποίο και ο ίδιος συνέβαλε ως «διαιτητής» της εκλογικής διαδικασίας που ανέδειξε νικήτρια τη Φώφη Γεννηματά. «Το ΚΙΝΑΛ δεν έχει καταφέρει να ξεπεράσει τους εγωισμούς, το προπατορικό αμάρτημα του παρελθόντος. Ούτε να προσφέρει εναλλακτική λύση στην Κεντροδεξιά. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι τα κόμματα που έλαβαν μέρος δεν ήταν σε θέση να θυσιάσουν κάτι από τον εαυτό τους. Από την άλλη πλευρά, ήταν τόσο μεγάλη η νίκη της Γεννηματά, ώστε θα περίμενε κανείς από μέρους της μεγαλύτερη γενναιοδωρία. Εκείνη όμως ακολουθεί τα χνάρια του παλιού ΠΑΣΟΚ. Σαν να μην είχε μεσολαβήσει μια προσπάθεια ανασύνθεσης του ευρύτερου χώρου».
Ο ίδιος αποκλείει στα 69 του χρόνια μια νέα πολιτική σταδιοδρομία, αν και δεν θα αρνιόταν να εργαστεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό που του άρεσε πάντα ήταν το δασκαλίκι. Και τον τελευταίο καιρό, η δικηγορία. Του αναφέρω την υπόθεση των οκτώ τούρκων στρατιωτικών, την υπεράσπιση των οποίων είχε αναλάβει μαζί με τον αείμνηστο Σταύρο Τσακυράκη, και παθιάζεται. «Είμαι πραγματικά υπερήφανος που κερδίσαμε αυτή την υπόθεση. Με αντίξοες συνθήκες, αν σκεφτεί κανείς ότι η δίκη έγινε ενώ οι δύο έλληνες στρατιωτικοί κρατούνταν στην Αδριανούπολη. Και οι δικαστές έλεγαν τι θα γίνουν εκείνα τα παιδιά. Αλλά η απόφαση ήταν ομόφωνη. Και αισθάνθηκα υπερήφανος για τη στάση της Δικαιοσύνης. Εδωσε ένα δείγμα γραφής ευρωπαϊκό. Και αυτό, ενώ ο Τσίπρας είχε πει ότι θα τους δώσει στον Ερντογάν. Θα πρέπει να πω όμως ότι αν δεν υπήρχε ο Απόστολος Δοξιάδης και ο αγώνας που έδωσε, οι Οκτώ θα είχαν φύγει για την Τουρκία».
Είναι λοιπόν ανεξάρτητη η ελληνική Δικαιοσύνη; «Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα δεν έγινε Ουγγαρία του Ορμπαν ή Πολωνία του Κατσίνσκι. Ο πρώτος είναι ότι δεν αλώθηκε η Δικαιοσύνη, όπως φάνηκε για παράδειγμα με τις τηλεοπτικές άδειες και τους Οκτώ. Και ο δεύτερος, ότι δεν αλώθηκαν τα μίντια. Δεν ξέρω τις προθέσεις του κ. Μαρινάκη, αλλά το γεγονός ότι ο ΔΟΛ δεν πήγε σε φίλα προσκείμενο της κυβέρνησης επιχειρηματία, αλλά σε κάποιον άλλο, είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι το κράτος δικαίου στην Ελλάδα δεν έχει καταλυθεί. Ο Ορμπαν πέτυχε να αλώσει τη Δικαιοσύνη με τη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και τα μέσα ενημέρωσης με τον τρόπο που δοκιμάστηκε και στην Ελλάδα: να δοθούν σε φίλα προσκείμενους επιχειρηματίες. Και να κοπεί η διαφήμιση στους υπόλοιπους».
Η στοχοποίηση Σημίτη
Ο κύριος Φώτης προτείνει έναν δεύτερο γύρο τσίπουρων, αλλά ο Αλιβιζάτος του υπενθυμίζει ότι έχουμε περάσει ήδη στον τρίτο. Μιλάει καθαρά, αποφασιστικά, δεν έχει πρόθεση να κολακέψει κανέναν, ούτε όμως και να κάνει εύκολη κριτική. Μου λέει πόσο πολύ τον έχει ενοχλήσει η στοχοποίηση του Σημίτη από τη σημερινή κυβέρνηση. «Ο λόγος είναι ότι συμπυκνώνει το αντίθετο από τον αριστερό και δεξιό λαϊκισμό, δηλαδή τη σημερινή συμμαχία και την κρατούσα άποψή της». Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου, συνεχίζει. «Αλλά το να μιλάς για έναν πρώην πρωθυπουργό που έχει δώσει συγκεκριμένα δείγματα γραφής σαν να πρέπει αυτός να αποδείξει την αθωότητά του είναι αδιανόητο».
Ή μπορεί να μην είναι και τόσο αδιανόητο. Να σχετίζεται δηλαδή με ένα άρθρο που έγραψε ο Αλιβιζάτος πριν από λίγους μήνες στο περιοδικό «Books’ Journal» με θέμα τις κομμουνιστικές καταβολές του ΣΥΡΙΖΑ. Στις πρώτες κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι πρώην κομμουνιστές είχαν την πλειοψηφία. Και αποτελούσαν τις κατά πολύ πιο πολυάριθμες και συμπαγείς ομάδες υπουργών και υφυπουργών σε όλες τις κυβερνήσεις που σχηματίστηκαν μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου 2015. Αυτό συνέβη για πρώτη φορά σε χώρα της Δυτικής Ευρώπης μετά το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Τι σου λέει ένας παλιός αριστερός; Οτι αυτό που μετράει είναι η βούληση. Ρίχνει και βουνά, έλεγαν οι παλιοί κομμουνιστές. Αν το πιστέψεις αυτό το πράγμα – τονίζει ο καθηγητής -, δίνεις πολύ μικρότερη σημασία στην τεχνοκρατία, στη γνώση, στο ότι πρέπει να έχεις καταρτισμένα στελέχη για να κάνουν δουλειά. Και συμπαθείς οποιονδήποτε έχει τέτοια στοιχεία στη συμπεριφορά του, ό,τι και να κάνει. Ετσι έφτασε να γίνει ήρωας των συριζαίων ο Κουφοντίνας, με τις αναφορές του στον Παλαμά και τον Μακρυγιάννη.
Δύο αγαπημένα πρόσωπα
Αρνιόμαστε τα γλυκά, αλλά δεν λέμε «όχι» σε δύο εσπρεσάκια. Ζητώ από τον Νίκο Αλιβιζάτο να μου μιλήσει για δύο πολύ αγαπημένα του πρόσωπα. Το ένα είναι ο Τσακυράκης. «Με τον Σταύρο συνέβαινε κάτι πρωτοφανές. Ουδέποτε άλλος καθηγητής της Νομικής υπήρξε αντικείμενο τόσο μεγάλης αγάπης και θαυμασμού από μαθητές και λιγότερο μαθητές. Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει με ένα στοιχείο που ίσως δεν τονίστηκε όσο πρέπει. Ηταν τόσο ειλικρινής, που μερικές φορές ήταν απόλυτος. Δεν μάσαγε τα λόγια του, δεν έκανε πίσω με τίποτα. Είχε τις αρχές του πολύ ψηλά, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο που δεν χρησιμοποιεί τις αρχές του για να υπηρετούν τη δική του άνοδο».
Το άλλο πρόσωπο είναι μια γλυκιά γυναίκα 107 ετών. Λέγεται Μαρία (Λιλή) Θεοτοκά. Είναι αδελφή του Γιώργου Θεοτοκά. Κι όταν πριν από λίγο καιρό ο Νίκος τής μετέφερε αίτημα του Αλέξη Παπαχελά να δώσει συνέντευξη στην «Καθημερινή», εκείνη απάντησε: «Δεν είμαι μουσειακό αντικείμενο».
Το κουμπί της μακροζωίας είναι φυσικά η αγάπη, λέει ο Αλιβιζάτος αναφερόμενος στη μητέρα του. «Πρέπει όμως και να σου δημιουργεί η ζωή κίνητρα. Οτι αξίζει τον κόπο. Κι αυτό προσπαθούμε να κάνουμε όλοι. Οταν ήταν ο πατέρας μου κατάκοιτος, για δέκα χρόνια, εναλλάσσονταν πολλές γυναίκες σπίτι. Επρεπε να δεις με τι ενδιαφέρον τις άκουγε να διηγούνται ιστορίες. Τώρα πια δεν βλέπει και πηγαίνουμε και της διαβάζουμε καθημερινά».
Μπορούσα να μιλάω με τον Νίκο Αλιβιζάτο για ώρες. Αλλά είχαμε και οι δύο δουλειά. Πήγα να χαιρετήσω και να ευχαριστήσω τον κύριο Φώτη. Εκείνος έτρεξε να μου φέρει το βιβλίο του («Εγώ, ο μπάρμαν», του Φώτη Κρικζώνη, εκδόσεις Καστανιώτη). «Σου το χαρίζω» μου είπε. Το ανοίγω και πέφτω στο κεφάλαιο για τον Καραπαναγιώτη. «Τον ξέρατε;» του κάνω. «Αν τον ήξερα… Εδώ γνώρισε την Ελένη, έρχονταν κάθε Σάββατο μεσημέρι, για 45 χρόνια. Δεν θα ξεχάσω την αντίδρασή του όταν του μίλησα μια μέρα για μια γυναίκα με τρία παιδιά, άγνωστη και σ’ εκείνον και σ’ εμένα, που κινδύνευε να χάσει το σπίτι της από έναν τοκογλύφο. Ετρεξε και μου έφερε 50.000 δρχ. και το σπίτι σώθηκε. Είμαι σίγουρος ότι τα λεφτά ήταν δικά του. Ηταν πραγματικός άρχοντας».
Το ξέρω, κύριε Φώτη. Σε εκείνον οφείλω τα πάντα. Κάποτε μάλιστα είχα το θράσος να του προτείνω να γράψω τη βιογραφία του. Δεν έφταιγα εγώ, ήταν ιδέα του ανθρώπου με τον οποίο έφαγα σήμερα στο μαγαζί σας.