Η Tagesspiegel φιλοξενεί άρθρο του Αλέξανδρου Κρητικού, διευθυντή ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (DIW) για την σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας. «Πώς επαναλαμβάνονται οι εικόνες: Τέλη του 2014 η καγκελάριος Μέρκελ επισκέφθηκε τον έλληνα ομόλογό της Σαμαρά, τον συνεχάρη για τον τερματισμό της ελληνικής κρίσης και εξήρε τις προσπάθειες του ελληνικού λαού. Αρχές 2019: η Μέρκελ επισκέπτεται τον Τσίπρα, τον συγχαίρει για τον τερματισμό της ελληνικής κρίσης και εξαίρει… Στο ενδιάμεσο βρίσκονται τέσσερα χαμένα χρόνια», σημειώνει ο Αλ. Κρητικός υπενθυμίζοντας την αρχική έντονη αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο, τα capital control και τελικά την συνομολόγηση του τρίτου προγράμματος βοήθειας με την προϋπόθεση η Ελλάδα να προβεί σε σειρά μεταρρυθμίσεων όπως πχ. την περικοπή συντάξεων κ.ά.
Ο «χάρτινος πύργος» της ελληνικής οικονομίας
Ο διευθυντής του DIW εκτιμά ότι η ιδιωτική οικονομία ήταν αυτή που επλήγη περισσότερο στα χρόνια της ελληνικής κρίσης: «Παρόλο που η εξυγίανση του κρατικού προϋπολογισμού επιτεύχθηκε με μεγάλο πόνο, τα βάρη μεταφέρθηκαν απλώς στην ιδιωτική οικονομία. Αυτό είχε ως συνέπειες την υψηλή ανεργία, κυρίως των νέων, την φτώχεια όσων δεν είχαν λάβει καλή εκπαίδευση και τη μετανάστευση των ανθρώπων με υψηλή μόρφωση. Επιπλέον στην Ελλάδα αυξήθηκε μαζικά το ιδιωτικό χρέος. Πάνω από το 40% των δανείων δεν εξυπηρετούνται τακτικά. Στον ίδιο βαθμό ανέρχονται και οι ληξιπρόθεσμες φορολογικές οφειλές, περίπου στα 100 δις ευρώ –γεγονός που δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη με τόσο υψηλούς φορολογικούς δείκτες. Και το κράτος όμως χρωστά στα ιδιωτικά νοικοκυριά χρήματα από επιστροφές φόρων και ανοιχτούς λογαριασμούς– έξι δις ευρώ εκκρεμούν».
Ο Αλ. Κρητικός θεωρεί ότι «η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα απέτυχε ακόμη και μετά από τρία πακέτα διάσωσης». Αναφορικά μάλιστα με το «μαξιλάρι» των 15 δις ευρώ που χορήγησαν οι πιστωτές στην Ελλάδα για τη μεταβατική περίοδο μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου προγράμματος, εκτιμά ότι πρόκειται για ένα «δώρο των Δαναών». Όπως σημειώνει «τέτοιου είδους προσωρινά αποθέματα προορίζονται μόνο για έκτακτη ανάγκη. Η χρήση τους είναι ένα αρνητικό σήμα για τις αγορές», εκτιμά ωστόσο ότι η ελληνική κυβέρνηση θα κάνει χρήση του αποθέματος.
«Η επόμενη κυβέρνηση –πιθανώς του συντηρητικού Μητσοτάκη- θα έχει να επιλέξει μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης» αναφέρει χαρακτηριστικά διαβλέποντας δύο επιλογές: είτε θα δανειστεί με υψηλά επιτόκια από την αγορά, μια επιλογή που δεν θεωρεί βιώσιμη λόγω του υψηλού δημόσιου χρέους και του χαμηλού ρυθμού ανάπτυξης, είτε θα ζητήσει πιστωτική προστασία υπό την ομπρέλα του ESM. «Κάτι τέτοιο θα φαινόταν στην Ελλάδα σαν τέταρτο πρόγραμμα διάσωσης και σαν μια νέα ‚υποταγή‘- κάτι που θα προκαλούσε πολιτικό σεισμό» αναφέρει ο κορυφαίος οικονομολόγος, ενώ κλείνοντας σημειώνει: «Η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θυμίζει έναν ασταθή χάρτινο πύργο. Αλλά όλα αυτά δεν ενδιαφέρουν την πολιτική.» Από τη μια ο Αλέξης Τσίπρας, σημειώνει ο Αλ. Κρητικός, κάνει λόγο για μια οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης και από την άλλη η καγκελάριος Μέρκελ στην πρόσφατη επίσκεψή της στην Ελλάδα φάνηκε να ενδιαφέρεται περισσότερο για την επίλυση του ονοματολογικού παρά για την ασθενή ελληνική οικονομία.
DLF: «Όταν τα πτυχία είναι σημαντικότερα από την εμπειρία»
Στις απεργίες εκπαιδευτικών με αφορμή το νέο νομοσχέδιο για το σύστημα διορισμών στη δημόσια εκπαίδευση εστιάζει ρεπορτάζ της γερμανικής ραδιοφωνίας DLF από την Αθήνα. «Το νέο νομοσχέδιο του υπ. Παιδείας υπόσχεται 15.000 νέες μόνιμες θέσεις. Αλλά για πολλούς Έλληνες εκπαιδευτικούς που εδώ και χρόνια διδάσκουν με συμβόλαια ορισμένου χρόνου δεν υπάρχουν θετικές εξελίξεις. Αισθάνονται αδικημένοι από το νέο σύστημα κριτηρίων διορισμού». Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, οι εκπαιδευτικοί που απεργούν, κυρίως αναπληρωτές που εδώ και χρόνια αποτελούν «την εξαίρεση που έγινε κανόνας», θεωρούν ότι δάσκαλοι και καθηγητές με πολλά χρόνια εμπειρίας βρίσκονται πλέον σε μειονεκτικότερη θέση έναντι των νεότερων συναδέλφων τους, οι οποίοι πριμοδοτούνται λόγω αυξημένων τυπικών προσόντων. Όπως αναφέρει μια εκπαιδευτικός από τις Σέρρες: «Ένα μεγάλο μέρος της εργασιακής μου προϋπηρεσίας δεν θα προσμετρηθεί. Αντ´ αυτού μετρούν περισσότερο μάστερ και ξένες γλώσσες. Δεν συγκρίνεται όμως τίποτα με την εμπειρία που αποκτά ένας δάσκαλος μέσα στα χρόνια. Κανένα μάστερ ενός χρόνου δεν μπορεί να το αντικαταστήσει».
Η αρθρογράφος σημειώνει ότι η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με το νέο σύστημα θέλει να δώσει μια ευκαιρία και στους νέους εκπαιδευτικούς πέρα από τους ήδη έμπειρους, χωρίς να αποκλείει όλους εκείνους που έχουν μεν ανώτατα διπλώματα, αλλά καθόλου εργασιακή εμπειρία. Το ρεπορτάζ εστιάζει και στα λεγόμενα «κοινωνικά κριτήρια» που δίνουν σημαντικά μπόνους μορίων, κυρίως δε στο κριτήριο που πολλοί θεωρούν αμφιλεγόμενο: το αν κάποιος εκπαιδευτικός που ζητά να διοριστεί έχει ή όχι ήδη παιδιά. Μια εκπαιδευτικός από τη Θεσσαλονίκη ανέφερε στο DLF: «Ποτέ μου δεν φαντάστηκα ότι τα παιδιά θα ήταν κριτήριο για πρόσληψη. Αυτό αποτελεί διάκριση για όσες γυναίκες δεν έχουν ή δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά. Τα παιδιά πρέπει να διαδραματίζουν ρόλο μετά την πρόσληψη, για παράδειγμα ως προς την επιλογή σχολείου (…)». Η ίδια, όπως λέει, εδώ και δεκαπέντε χρόνια δουλεύει σε σχολεία ανά την Ελλάδα, ακόμη και στην παραμεθόριο, για περίπου 1.000 ευρώ, χωρίς να μπορεί να έχει εκεί οργανωμένη ζωή, πόσο μάλλον μάστερ.