«Δεν μπορεί να γίνεται κριτική και καταδίκη με αφόρητη και προκλητική μονομέρεια, δεν μπορεί να γίνεται από τους πολιτικούς χώρους, οι οποίοι δημιούργησαν όλη την κουλτούρα του διχασμού, της σύγκρουσης χωρίς μέτρο, του διχασμού που γεννήθηκε και προήλθε στα πρώτα χρόνια των μνημονίων από εκείνους οι οποίοι στοχοποιούσαν πρωθυπουργούς, κυβερνήσεις, μιλούσαν για προδότες, για μερκελιστές για Τσολάκογλου», δήλωσε ο τομεάρχης Εξωτερικών της Νέας Δημοκρατίας, βουλευτής Β’ Αθηνών, Γιώργος Κουμουτσάκος, σχετικά με την ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης, όπως φάνηκε και από τη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή.
«Η ευθύνη είναι όλων. Υπάρχει πολιτική σύγκρουση, η δημοκρατία επιβάλλει την πολιτική σύγκρουση […] είναι άλλο η σύγκρουση με όρους πολιτικής αναμέτρησης και άλλο η σύγκρουση με όρους διχασμού. Η ιστορία της χώρας μας, της πατρίδας μας, έχει δείξει ότι όποτε διολισθήσαμε σε μία κατάσταση ακραίου διχασμού, το επόμενο βήμα ήταν οι εθνικές καταστροφές και καλούμεθα όλοι να αποφύγουμε αυτή τη λογική», επισήμανε ο κ. Κουμουτσάκος μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 fm».
«Οποιαδήποτε πολιτική συνειδητά σκόπιμα και εκτός μέτρου σπρώχνει τη χώρα σε κατάσταση διχασμού είναι καταδικαστέα […] αλλά να θυμίσω ποιες λογικές και δηλώσεις λειτούργησαν ως αφετηρία αυτού του δηλητηριαστικού κλίματος. Είναι οι πρακτικές της πρώτης περιόδου της κρίσης, με στοχοποιήσεις των τότε βουλευτών, με μηνύματα απειλητικά στα τηλέφωνά τους στις τότε πλειοψηφίες με χειροδικίες και χειρονομίες ακατονόμαστες και αυτή η συμπεριφορά έγινε και πολιτικό σύνθημα και μότο που συμπεριλαμβάνεται στο διαβόητο κατά την απόψή μου “ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν”. Υπάρχει αφετηρία στον δηλητηριασμό της δημόσιας συζήτησης, του δημοσίου διαλόγου και της ενότητας του Έθνους και αυτή αφετηρία βρίσκεται στα όσα είπε και έπραξε ο ΣΥΡΙΖΑ ως τότε αντιπολίτευση, αλλά και μετά ως κυβέρνηση», πρόσθεσε.
Κληθείς να σχολιάσει τη στοχοποίηση βουλευτών που έχουν εκφραστεί θετικά για τη συμφωνία των Πρεσπών, ο τομέαρχης της ΝΔ παρατήρησε ότι «το δικαίωμα των πολιτών να εκφράσουν την άποψή τους είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο, αλλά από εκεί και πέρα ο τρόπος που εκφράζουν την άποψή τους γίνεται αντικείμενο κριτικής και ο τρόπος με τον οποίο αυτή τη στιγμή εκφράζονται τα νόμιμα και κατανοητά συναισθήματα και προβληματισμοί, ο τρόπος έκφρασής τους είναι καταδικαστέος».
Σε ό,τι αφορά την κριτική στους βουλευτές εκτός ΣΥΡΙΖΑ που προτίθενται να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και απαντώντας για τις μετακινήσεις βουλευτών άλλων κομμάτων στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, ο κ. Κουμουτσάκος διευκρίνισε: «Στη ΝΔ έγιναν σε ανύποπτο πολιτικά χρόνο, όχι βεβαρημένο με κρίσιμες για την πολιτική σταθερότητα και τα εθνικά συμφέροντα αποφάσεις και, δεύτερον, είχε μεσολαβήσει μακρά περίοδος ανεξαρτητοποίησής τους, δεν ήταν μία απευθείας μετάβαση. Υπάρχει ποιοτική διαφορά με αυτό που βλέπουμε να συμβαίνει τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην πολιτική ζωή του τόπου, φαινόμενα και καταστάσεις για τις οποίες κανείς δεν μπορεί να είναι περήφανος, αντιθέτως πρέπει να είναι εξαιρετικά ανήσυχος για την ουσία της λειτουργίας της δημοκρατίας στη χώρα μας».
Σχετικά με την πολιτική αντιπαράθεση στη Βουλή με αφορμή την επιλογή του κ. Αποστολάκη ως υπουργού Εθνικής Άμυνας ο κ. Κουμουτσάκος εξήγησε: «Δεν αισθάνθηκα καθόλου άνετα από τη στιγμιαία μετάβαση του κ. Αποστολάκη από τη στρατιωτική στολή στο πολιτικό κοστούμι».
«Η Ελλάδα», συνέχισε, «έχει μία τραυματική εμπειρία λόγω της επτάχρονης δικτατορίας που υπέστη με κατάληξη την εθνική τραγωδία της Κύπρο και οι σχέσεις στρατού και πολιτικής στην Ελλάδα έχουν μια ιστορία, η οποία είναι σκιερή γι’ αυτό και οι πολιτικές ηγεσίες -και αυτό όφειλε να το κάνει ειδικά μια ηγεσία που προέρχεται από την Αριστερά- πρέπει με μεγάλη προσοχή να διαχειρίζονται τα σύμβολα και τους συμβολισμούς, γιατί γίνονται η ουσία της πολιτικής».
Διευκρίνισε, δε, για την αναφορά του πρόεδρου της ΝΔ στον υπουργού Άμυνας της Χούντας Γρηγόρη Σπαντιδάκη ότι «ο κ. Μητσοτάκης δεν έκανε σύγκριση προσώπων, αναφέρθηκε στο προηγούμενο αντίστοιχο ιστορικό, έκανε μία αποτύπωση γεγονότων, δεν έκανε σύγκριση προσώπων και σε κάθε περίπτωση επανειλημμένως όσον αφορά το πρόσωπο του στρατιωτικού ηγήτορα Αποστολάκη η ΝΔ και εγώ προσωπικά σε αποφάσεις κρίσιμες και σε στιγμές κρίσιμες και σοβαρές αντιπαράθεσης με την Τουρκία, είχαμε είτε έμμεσα είτε άμεσα, είτε με τη σιωπή, είτε με τις δηλώσεις μας στηρίξει τη θητεία του πρώην αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων».
Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών ο τομεάρχης της ΝΔ τόνισε: «Αυτό το οποίο πάντα ενδιέφερε τη χώρα μας -και πάντως την ενδιέφερε στην τελευταία φάση του Μακεδονικού που ξεκινά από την ανεξαρτησία της ΠΓΔΜ- ήταν να μην προϋπάρξουν και να μην υπάρξουν συνθήκες ώστε να αναφυεί ζήτημα σλαβομακεδονικής μειονότητας Ελλάδα. Ο συνδυασμός των στοιχείων που περιέχει η πρόταση της Συμφωνίας των Πρεσπών, δηλαδή το “Βόρεια Μακεδονία”, που υπαινίσσεται ή εν πάση περιπτώσει εμμέσως δείχνει ότι υπάρχει μια “νότια Μακεδονία” σε συνδυασμό με την παραδοχή ότι υπάρχει “μακεδονική γλώσσα” αλλά και “μακεδονική εθνότητα”, κάτι το οποίο καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν έχει δεχθεί – ο συνδυασμός αυτών των τριών στοιχείων διαμορφώνει προϋποθέσεις και συντήρησης του αλυτρωτισμού και δημιουργεί προϋποθέσεις να αναφυεί ζήτημα μειονότητας στη χώρα μας».