Όχι μόνο την παρούσα αλλά και τις επόμενες κυβερνήσεις, και φυσικά την ελληνική οικονομία γενικότερα, απειλούν να τινάξουν στον αέρα οι αποφάσεις των δικαστηρίων για τα αναδρομικά. Τα δισεκατομμύρια ευρώ θα πέσουν βροχή σε περίπτωση που τα δικαστήρια, και συγκεκριμένα το ΣτΕ, τελεσιδικήσουν και εκδώσουν αποφάσεις που θα υποχρεώνουν το δημόσιο να επιστρέψει ποσά.

Η κυβέρνηση βρίσκεται σε πανικό κι επιχειρεί να βρει λύση προκειμένου να μην υπάρξουν μείζονα προβλήματα. Από την άλλη και οι δανειστές θέτουν θέμα προς την κυβέρνηση και στην επόμενη αξιολόγηση που ξεκινά την επόμενη εβδομάδα θα απαιτήσουν από το οικονομικό επιτελείο να καταθέτει τις προτάσεις της για την αντιμετώπιση του θέματος.

Το δημοσιονομικό κόστος αναμένεται να φθάσει σύμφωνα με την Καθημερινή στα 29 δισ. ευρώ. Υπενθυμίζεται ότι και η Τράπεζα της Ελλάδος σε πρόσφατη μελέτη της είχε χτυπήσει καμπανάκι κινδύνου για δημοσιονομική εκτροπή λόγω των αναδρομικών.

Συγκεκριμένα:

Για τις συντάξεις, το κόστος ενδέχεται να εκτιναχθεί ακόμη και στα 24 δισ. ευρώ ενώ, σύμφωνα με πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, κυμαίνεται μεταξύ 9 και 12 δισ. ευρώ. Σε ετήσια βάση, το κόστος εκτιμάται σε 4,5 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση λοιπόν που κριθεί τελεσίδικα ότι θα πρέπει να επιστραφούν ποσά συντάξεων από το 2012 έως και το τέλος του 2018 το κόστος αγγίζει τα 24 δισ. ευρώ. Εάν κριθεί ότι οι επιστροφές αφορούν το διάστημα από την πρώτη απόφαση του ΣτΕ (Ιούνιος 2015) έως και το τέλος του 2018, φθάνουν τα 9 με 12 δισ. ευρώ. Τέλος, εάν η περίοδος επιστροφών αφορά το διάστημα από την απόφαση του ΣτΕ έως και την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου, τότε το κόστος εκτιμάται κάτι λιγότερο από 4,5 δισ. ευρώ.

Για τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων υπολογίζεται ότι το ετήσιο κόστος είναι 640 – 800 εκατ. ευρώ. Ετσι, αν αναγνωριστούν αναδρομικά από το 2015, η δημοσιονομική επιβάρυνση φτάνει τα 1,9 – 2,4 δισ. ευρώ, ενώ αν αναγνωριστούν από το 2012 θα είναι 3,8 – 4,8 δισ. ευρώ. Ακόμη υψηλότερη εκτίμηση είχε κάνει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, στο προεδρείο της ΑΔΕΔΥ, ανεβάζοντας το ετήσιο κόστος για την αποκατάσταση των δώρων των δημοσίων υπαλλήλων στο 1,6 δισ. ευρώ και αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να το αντέξει ο προϋπολογισμός. Για αυτό προφανώς και είπε χθες η υψηλόβαθμη πηγή του ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα χρειαστεί νέος νόμος.

Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντισυνταγματικές τις μειώσεις που έγιναν από τον Ιούνιο του 2015 και ύστερα.

Παρά την αντισυνταγματικότητα η κυβέρνηση συνέχισε να επιβάλλει τις μειώσεις ως και το 2018 λέγοντας ότι συμμορφώθηκε με βάση τον νόμο Κατρούγκαλου από τον Μάιο του 2016 και ύστερα.

Ωστόσο με τον νόμο αυτό δεν καταργήθηκαν οι αντισυνταγματικές μειώσεις, αλλά με το τρικ του επανυπολογισμού διατηρήθηκαν.

Τώρα το ΣτΕ θα αποφασίσει εάν τα ποσά θα πρέπει να επιστραφούν από τον Ιούνιο του 2015 ως τον Μάιο του 2016 ή εάν θα πρέπει να επιστραφούν στο σύνολό τους, για τα 3,5 έτη δηλαδή ( ως και το τέλος του 2018).

Είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση το κράτος καλείται να καταβάλει τεράστια ποσά τα οποία μπορεί να ξεπεράσουν και τα 25 δισ. ευρώ.

Πρόσφατα ο Γιώργος Χουλιαράκης απέστειλε σε υπουργεία και φορείς γενικής κυβέρνησης εγκύκλιο οδηγιών για την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2019. Σε ειδικό κεφάλαιο της εγκυκλίου ορίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών θα ενισχύσει τους προϋπολογισμούς των υπουργείων και των αποκεντρωμένων διοικήσεων με πιστώσεις ειδικά για «αποζημιώσεις λόγω δικαστικών αποφάσεων».

Χωρίς να δίνονται περισσότερες διευκρινίσεις, στην εγκύκλιο οδηγιών ορίζεται ότι «η διαχείριση των πιστώσεων αυτών γίνεται από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες των υπουργείων και των αποκεντρωμένων διοικήσεων και συνεπώς, αιτήματα για διάθεση πιστώσεων για την αιτία αυτή δεν θα υποβάλλονται στη Διεύθυνση Προϋπολογισμού του ΓΛΚ, με εξαίρεση την περίπτωση εξάντλησης των πιστώσεων που θα τεθούν στη διάθεση των φορέων.

Σε κάθε περίπτωση για την αξιολόγηση από τη Διεύθυνση Προϋπολογισμού των αιτημάτων για χορήγηση συμπληρωματικών πιστώσεων απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας ότι η δικαστική απόφαση είναι τουλάχιστον τελεσίδικη και εκτελεστή ή η βεβαίωση της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας ότι η δικαστική απόφαση είναι προσωρινά εκτελεστή, λαμβάνοντας υπόψη και τις οδηγίες που παρέχονται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ΓΛΚ…».

Τελεσίδικη δικαστική απόφαση προς όφελος ενός δημοσίου υπαλλήλου ο οποίος έχει προσφύγει οδηγεί το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους σε εκτέλεση της απόφασης. Επί του παρόντος, υπάρχουν μόνο πρωτόδικες αποφάσεις δικαστηρίων επί των περικοπών στις οποίες το Δημόσιο ασκεί αιτήσεις αναίρεσης. Προκειμένου να καλυφθεί το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων ή συνταξιούχων που διεκδικούν αναδρομικά, απαιτείται απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Αναδρομικά και κόστος

Η πρώτη γραμμή άμυνας έναντι τυχόν δικαίωσης αναδρομικών διεκδικήσεων δώρων φαίνεται να χαράσσεται με βάση το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων το οποίο ίσχυσε από το 2017. Επομένως, υποστηρίζουν αρμόδιες πηγές, δεν μιλάμε για εφεξής καταβολή των κομμένων δώρων αλλά για αναδρομικά, είτε από το 2012 είτε από το 2015, ανάλογα με τις δικαστικές αποφάσεις. Το ετήσιο κόστος των δώρων υπολογίζεται σε 800 εκατ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι ο 13ος και ο 14ος μισθός υπέστησαν διπλή περικοπή. Η πρώτη, το 2010 (Ν. 3845) όταν περιορίστηκαν σε 1.000 ευρώ τον χρόνο (500 ευρώ τα Χριστούγεννα και από 250 ευρώ το Πάσχα και το καλοκαίρι) και η δεύτερη το 2012 όταν καταργήθηκαν πλήρως. Η απόφαση του ΣτΕ αφορά τα δώρα μετά την πρώτη περικοπή.

Μεγαλύτερη δημοσιονομική βόμβα συνιστά ενδεχόμενη δικαίωση συνταξιούχων επί των περικοπών που υπέστησαν (το 2012 με τους Ν. 4051 και 4093) επί των κύριων και επικουρικών συντάξεων. Ανάλογα με το χρονικό σημείο από το οποίο θα εφαρμοστεί η «αποκατάσταση» και πάλι με όρους αναδρομικών και όχι μόνιμης επαναφοράς των απωλειών στις σημερινές αποδοχές των συνταξιούχων, το κόστος αυτό μπορεί να φτάσει έως και τα 12 δισ. ευρώ, σύμφωνα με εκτιμήσεις ειδικών. Σε αυτό το μέτωπο, η γραμμή άμυνας της κυβέρνησης χαράσσεται από την ισχύ του νόμου Κατρούγκαλου το 2016. Πλην όμως υπάρχει προσφυγή για την ακύρωση και του ίδιου του ν. Κατρούγκαλου.