Τα ζητήματα της «μακεδονικής εθνότητας / ταυτότητας / υπηκοότητας» (σ.σ.: όροι επί των οποίων υπάρχει ξεκάθαρη σύγχυση εν Ελλάδι) αλλά και της «μακεδονικής γλώσσας» έχουν αποτελέσει κομβικό σημείο πολιτικής αντιπαράθεσης από τη δημοσιοποίηση και υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών ώς και σήμερα που βρισκόμαστε λίγο πριν από την ψηφοφορία επί της κύρωσης ή μη της Συμφωνίας.
Στη ρηματική διακοίνωση (note verbale), με την οποία η κυβέρνηση της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) ενημέρωσε την ελληνική για την ολοκλήρωση των συνταγματικών αλλαγών – κίνηση που ανοίγει τον δρόμο για κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών από το ελληνικό Κοινοβούλιο -, γίνονται δύο διευκρινίσεις τόσο επί του όρου «nationality» όσο και επί του θέματος της γλώσσας.
Ο όρος «nationality»
Αναφορικά με το πρώτο, η κυβέρνηση Ζάεφ σημειώνει ότι «σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα της Συμφωνίας (σ.σ.: των Πρεσπών), είναι κατανοητό ότι ο όρος “nationality” του Δεύτερου Μέρους όπως ορίζεται στο Αρθρο 1 (3) (β) της Συμφωνίας ως “μακεδονική / πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας” αναφέρεται αποκλειστικά στην υπηκοότητα και δεν ορίζει ή προκαθορίζει εθνοτικό δεσμό / εθνότητα (ethnicity), όπως αυτή καθορίζεται στο Αρθρο 2 (2) του Συνταγματικού Νόμου για την εφαρμογή των τροπολογιών ΧΧΧΙΙΙ, ΧΧΧΙV, ΧΧΧV και ΧΧΧVI του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Μακεδονίας».
Σύμφωνα με τη ΝΔ, η ρηματική διακοίνωση των Σκοπίων δεν μεταβάλλει την κατάσταση που διαμορφώνει η Συμφωνία των Πρεσπών στο παραμικρό: η Ελλάδα αναγνωρίζει για πρώτη φορά μακεδονική ταυτότητα και γλώσσα. Η αξιωματική αντιπολίτευση επιμένει δε ότι στη διακοίνωση γίνεται δύο φορές αναφορά σε «μακεδονικό λαό». Προφανώς, η ΝΔ αναφέρεται στην τροπολογία ΧΧΧVI, με την οποία άλλαξε το Αρθρο 49 του Συντάγματος της γειτονικής χώρας. Ωστόσο, η μία από αυτές τις αναφορές συνδέεται με τα χαρακτηριστικά της «ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς», για την οποία όμως υπάρχει ολόκληρο άρθρο στη Συμφωνία των Πρεσπών (Αρθρο 7) που διακρίνει μεταξύ αρχαίας ελληνικής ιστορίας και ιστορίας του γειτονικού κράτους. Επιπλέον, η δεύτερη αναφορά σε «μακεδονικό λαό» συνδέεται με τη διασπορά των πολιτών της χώρας.
Η γλώσσα
Σύμφωνα με τη δεύτερη διευκρίνιση, η οποία βασίζεται στο Αρθρο 1 (3) (γ) και στο Αρθρο 7, με έμφαση στις παραγράφους (3) και (4), «η “μακεδονική γλώσσα” αναφέρεται στην επίσημη γλώσσα του Δεύτερου Μέρους όπως αναγνωρίστηκε στην Τρίτη Συνδιάσκεψη για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων, η οποία πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα το 1977, που ανήκει στην ομάδα των νοτιοσλαβικών γλωσσών». Το ζήτημα της γλώσσας, όπως και αυτό της ιθαγένειας, δεν εντασσόταν ευθέως στην εντολή για την επίλυση του Ονοματολογικού. Ωστόσο, οι παρακολουθούντες τις διαπραγματεύσεις γνωρίζουν ότι όλα αυτά τα χρόνια τα θέματα αυτά ήταν παρόντα στο τραπέζι των συνομιλιών. Αυτός ήταν και ο λόγος που η Αθήνα είχε επιδιώξει παλαιότερα «να τετραγωνίσει τον κύκλο» προτείνοντας όρους όπως π.χ. «makedonski». Οι προσπάθειες αυτές είχαν προσκρούσει στην αδιαλλαξία της άλλης πλευράς.
Ιθαγένεια
Ειδικότερα, τέλος, το ζήτημα της ιθαγένειας – διότι περί αυτού πρόκειται και όχι περί εθνότητας – συνδέεται ευθέως με το τι θα αναγράφεται στα διαβατήρια της γειτονικής χώρας. Αυτός ήταν και ο λόγος που η κυβέρνηση Ζάεφ δέχθηκε να αναγράφεται επίσης στην αλβανική γλώσσα ο όρος «μακεδονική / πολίτης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας» στα ταξιδιωτικά έγγραφα των Αλβανών της ΠΓΔΜ. Αλλωστε, όπως έχει ήδη γραφεί στον δημόσιο διάλογο, η Ελλάδα, ως κράτος, δεν μπορεί να αναγνωρίσει κάποιο έθνος, πόσω μάλλον την ταυτότητα αυτού. Αναγνωρίζει και υπογράφει συμφωνίες με άλλα κράτη ως υποκείμενο του διεθνούς δικαίου. Το διεθνές δίκαιο ασχολείται με έθνη μόνο σε επίπεδο μειονοτήτων, αλλά σε αυτό το επίπεδο η κατακλείδα της τροπολογίας ΧΧΧVI του Αρθρου 49 του Συντάγματος της ΠΓΔΜ αναφέρει ότι «η Δημοκρατία δεν θα αναμειγνύεται στα κυριαρχικά δικαιώματα άλλων κρατών και στις εσωτερικές τους υποθέσεις».