Μία πρωτοποριακή απόφαση, που κινήθηκε πέρα από τη στενή ερμηνεία του γράμματος του νόμου, και κατάφερε να αξιοποιήσει τα «εργαλεία» της Δικαιοσύνης και την εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης, εκδόθηκε από το Εφετείο της Αθήνας ανοίγοντας τον δρόμο για τη μεταθανάτια γονιμοποίηση.
«Πατέρας μετά θάνατον», «μεταθανάτια γονιμοποίηση»; Μπορεί οι όροι να ακούγονται οξύμωροι, αλλά τόσο η ανάπτυξη της βιοτεχνολογίας, όσο και η ελληνική νομοθεσία, που έστω και με καθυστέρηση ακολούθησε τα διεθνή πρότυπα, αποτελούν στηρίγματα για την ανεύρεση ουσιώδους λύσης, σε ένα πεδίο της κοινωνικής ζωής που μέχρι πριν από λίγα χρόνια παρέμενε αρρύθμιστο. Πριν από λίγο καιρό Εφετείο της Αθήνας, με πρόεδρο την Ιωάννα Μαργέλου – Μπουλταδάκη και μέλη τις Γεωργία Θεοδωράκη και Αριστέα Ρουσέα, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση επέτρεψε σε μία γυναίκα να γίνει μητέρα, με γενετικό υλικό του συζύγου της, ο οποίος στο μεταξύ είχε αποβιώσει, παρά το γεγονός ότι δεν υπήρχε η τυπική προϋπόθεση που ορίζει ο νόμος, περί συμβολαιογραφικού εγγράφου.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο της Αθήνας είχε απορρίψει την αίτηση της γυναίκας, με την οποία ζητούσε να προβεί σε τεχνητή (εξωσωματική) γονιμοποίηση, μετά τον θάνατο του συζύγου της, με χρήση του κρυοσυντηρημένου γενετικού του υλικού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είχε απορρίψει την αίτηση για μεταθανάτια γονιμοποίηση γιατί δεν υπήρχε το απαιτούμενο συμβολαιογραφικό έγγραφο.
Η επιθυμία της γυναίκας όμως να εξαντλήσει όλα μέσα της ιατρικής επιστήμης, καθώς δεν πρόλαβε να γίνει μητέρα, λόγω της αιφνιδιαστικής ασθένειας του συζύγου της, την οδήγησε μέχρι το Εφετείο. Οι τρεις γυναίκες δικαστικοί λειτουργοί προσέγγισαν την υπόθεση προσπερνώντας την αυστηρή ερμηνεία του νόμου και κατάφεραν κινούμενες μέσα στο πνεύμα του νόμου να κάνουν με την απόφασή τους ένα δώρο ζωής στην προσφεύγουσα.
Το σκεπτικό
Οπως προκύπτει από το σκεπτικό, το δικαστήριο δόμησε την απόφασή του λαμβάνοντας μία σειρά από συγκεκριμένα περιστατικά όπως είναι: ο θάνατος του συζύγου, η προϋπάρχουσα ασθένειά του, η διακαής διάθεση του ζεύγους για την απόκτηση παιδιών, η ύπαρξη έγγραφης συναίνεσης του ζεύγους στην κρυοσυντήρηση και κατάψυξη του σπέρματος του συζύγου ακόμη και μετά τον θάνατό του για χρησιμοποίηση σε εξωσωματική γονιμοποίηση με γενετικό υλικό της συζύγου του και η έλλειψη νομικών γνώσεων των συζύγων.
Υπό το πρίσμα όλων αυτών των δεδομένων οι δικαστές κατέληξαν πως «αβίαστα συνάγεται ότι η αληθής βούληση του θανόντος συζύγου και της ίδιας της αιτούσας ήταν η χρησιμοποίηση των μη αναλωθέντων κρυοσυντηρημένων σπερμάτων του να γίνει μετά τον θάνατό του, οποτεδήποτε ζητηθεί από τη γυναίκα του για εξωσωματική γονιμοποίηση με το δικό της γενετικό υλικό». Οσο για την έλλειψη του συμβολαιογραφικού εγγράφου οι δικαστικοί λειτουργοί έκριναν ότι «οφείλεται σε δικαιολογημένη άγνοιά τους, προϋπόθεση την οποία αν γνώριζαν είναι βέβαιο ότι θα είχαν τηρήσει».