Είναι παράδοξο, αλλά ένα κόμμα που διάλεξε για όνομά του τη λέξη «Ποτάμι», ολοκληρώνει τη σύντομη πολιτική διαδρομή του με αφορμή μια διακρατική συμφωνία που παίρνει το όνομά της από μία λίμνη.
Γιατί είναι προφανές ότι πλέον το Ποτάμι ως κόμμα δεν υπάρχει.
Μεγάλο μέρος των στελεχών του εξετάζει εάν θα πάει με τη ΝΔ ή τον ΣΥΡΙΖΑ.
Μπορεί να κατέβει στις εκλογές, αλλά ξέρουν καλά ότι δεν θα εξασφαλίσει ξανά κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Γιατί είναι ένα ερώτημα εάν σήμερα το Ποτάμι εκπροσωπεί κάτι στην κοινωνία.
Όταν φτιάχτηκε το Ποτάμι θέλησε να εκπροσωπήσει αυτό που ονομάστηκε «Ακραίο Κέντρο», δηλαδή εν μέσω μνημονίων υποστήριξε ότι το Κέντρο μεταφράζεται στην υποστήριξη ακόμη πιο επιθετικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών.
Αυτό το συνδύαζε με ένα πιο φιλελεύθερο προφίλ, με στοιχεία «εναλλακτικά» ως προς την απεύθυνση και μια προσπάθεια να δείξει ότι δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε «επαγγελματίες της πολιτικής».
Βέβαια σε μεγάλο βαθμό το κάπως ετερόκλητο σύνολο πολιτικών, πανεπιστημιακών και δημοσιολογούντων που βρέθηκε στο Ποτάμι ενωνόταν σε ένα πράγμα: μισούσε τις λαϊκές αντιδράσεις ενάντια στα μνημόνια, τις «Πλατείες», τις καταλήψεις, τις διαδηλώσεις.
Γι’ αυτό και ήταν από τις πιο φανατικές δυνάμεις υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015.
Με αυτό τον τρόπο εμφανίστηκε και έτσι μπόρεσε να εκλέξει ευρωβουλευτές το 2014 και βουλευτές το 2015 και στις δύο εκλογές.
Μόνο που μετά το 2015 τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Από τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να εφαρμόζει μνημόνια το Ποτάμι δεν μπορούσε να είναι με τον ίδιο τρόπο η δύναμη που μισούσε όσους ήταν κατά των μνημονίων.
Μάλιστα σιγά σιγά άρχισε να αναδύεται ένας νέος δικομματισμός. Από τη μια η ΝΔ από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ και το Ποτάμι έπρεπε να διαλέξει με ποιον πόλο θα πάει.
Αρχικά φαινόταν ως εάν το Ποτάμι, με περισσότερο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, να πήγαινε περισσότερο προς τη ΝΔ, ενώ το ΠΑΣΟΚ περισσότερο προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Παρ’ όλα αυτά τότε αποφάσισαν ότι έπρεπε να φτιάξουν την κεντροαριστερά ξανά με το ΠΑΣΟΚ και φτιάχτηκε το ΚΙΝΑΛ.
Όμως, δεν άντεξαν πολύ ούτε τη συμπόρευση με το ΚΙΝΑΛ, παρότι τυπικά το Ποτάμι έχει και αυτό σχέσεις με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές, και διαλύθηκε ο πολιτικός αρραβώνας.
Στο μεταξύ είχε προκύψει η Συμφωνία των Πρεσπών και ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά τους έκανε ανοιχτή πρόταση για συμπόρευση εφόσον συμφωνούσαν σε ένα τέτοιο βασικό ζήτημα.
Εκεί το σκέφτηκαν αλλά μετά το απέρριψαν γιατί καταλάβαιναν ότι αυτό θα τους εξαφάνιζε ως αυτοτελή πολιτικό χώρο.
Όμως, το αποτέλεσμα ήταν οι αντιθέσεις του ελληνικού κοινοβουλίου να μεταφερθούν στο εσωτερικό του Ποταμιού.
Κάποιοι να είναι με τη ΝΔ, κάποιοι να σκέφτονται τον ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι, αυτοί που σήμερα έμειναν στο Ποτάμι, να υπερασπίζονται μια αυτόνομη πορεία που όμως δεν αντιστοιχεί σε κάποιο πραγματικό ρεύμα στην κοινωνία.
Και κάπως έτσι το Ποτάμι στερεύει.
Γιατί τα κόμματα δεν μπορούν να φτιάχνονται επειδή σε διάφορα επιχειρηματικά σαλόνια θέλουν πολιτικά σχήματα που να «λένε τα σωστά», δηλαδή να μισούν τα λαϊκά αιτήματα.
Ούτε αυτό που λείπει στην Ελλάδα είναι ένας ακόμη νεοφιλελεύθερος πόλος.
Ούτε μπορεί να εμπνεύσει την κοινωνία ένα «Κέντρο» που δεν απαντάει στο μεγάλο ερώτημα: τι σημαίνει σήμερα προοδευτική πολιτική.
Η πολιτική μπορεί να περιλαμβάνει την αισθητική, τα συνθήματα, το στυλ, το lifestyle ενίοτε, αλλά δεν κρίνεται εκεί.
Σε τελική ανάλυση η πολιτική αφορά κοινωνικές δυνάμεις και πολιτικά προγράμματα που τις εκπροσωπούν.
Και όταν ένα κόμμα δεν εκπροσωπεί πια κάτι στην κοινωνία, η ζωή είναι αμείλικτη μαζί του. Και τότε στερεύουν και τα ποτάμια.