Το Σάββατο με «ΤΑ ΝΕΑ», το μακροβιότερο αλφαβητάρι «Αλφαβητάριον».
«ΤΑ ΝΕΑ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟ» συνεχίζουν το νοσταλγικό ταξίδι και σας προσφέρουν το «Αλφαβητάριον» το μακροβιότερο αλφαβητάρι στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, το βιβλίο που μεγάλωσε δύο γενιές Ελλήνων και έγινε η πνευματική βάση για την ανασυγκρότηση του τόπου, από τους Γιαννέλη, Σακκά και εικονογράφηση του Κώστα Γραμματόπουλου, σε μία πολυτελή σκληρόδετη έκδοση.
Το «Αλφαβητάριον» κυκλοφόρησε επί 23 χρόνια (1955-1978), σε 16 εκδόσεις, κι ωστόσο σήμερα είναι δύσκολο να βρεθεί αντίτυπό του σε καλή κατάσταση. Το αναγνωστικό αυτό, εκτός όλων των άλλων, αποτελεί οπωσδήποτε και αναμνηστικό μιας ολόκληρης εποχής. Παράλληλα, όμως, χρησιμοποιήθηκε στην τάξη επί είκοσι χρόνια και προσδιόρισε τον τρόπο προσέγγισης της γλώσσας καθώς και την εκμάθηση της ανάγνωσης από πλήθος μικρούς μαθητές. Το δε (εντυπωσιακό) γεγονός ότι το περιεχόμενό του δεν άλλαξε στα χρόνια της διδασκαλίας του, παρά τις μεγάλες πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, φανερώνει την αποδοχή του ακόμη και όταν άλλαζε η εφαρμοζόμενη εκπαιδευτική πολιτική.
Το «Αλφαβητάριον» του Ι. Κ. Γιαννέλη και του Γ. Σακκά, με εικονογράφηση του Κώστα Π. Γραμματόπουλου −που διδάχτηκε στα σχολεία από το 1955 έως το 1978, ξεκινά με «εικόνες προφορικής διδασκαλίας», για την πρώτη εξοικείωση των παιδιών με το βιβλίο, ακολουθεί το «Μέρος πρώτον», όπου τα παιδιά μαθαίνουν τους φθόγγους και αρχίζουν, σταδιακά, να διαβάζουν σύντομα κείμενα, έπειτα ακολουθούν τα γράμματα, η «Αλφα-Βήτα», και αμέσως μετά παρατίθεται το «Μέρος δεύτερον», με πιο εκτεταμένα κείμενα μεν, με σύντομες ωστόσο σε κάθε περίπτωση προτάσεις.
Πρωταγωνιστές του, τους οποίους παρακολουθούμε στη διάρκεια μιας χρονιάς, είναι η Αννα, ο Μίμης, η Eλλη και, ασφαλώς, η μικρότερη Λόλα, που ζουν με τους γονείς τους και με τη γιαγιά. Δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι συγγραφείς του βιβλίου αγνόησαν τη σύσταση του υπουργείου, σύμφωνα με την οποία τα σχολικά αναγνωστικά οφείλουν να φροντίζουν την εθνική, θρησκευτική, οικογενειακή και ηθική μόρφωση. Ωστόσο, κατάφεραν να αποφύγουν τον απλοϊκό ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα και τις εθνικοπατριωτικές υπερβολές των αναγνωστικών των άλλων τάξεων, και έδωσαν εικόνες ζωής οικείες στα παιδιά. Παράλληλα υπάκουσαν μεν στην οδηγία της προκήρυξης «τα εκ του ηθικού και κοινωνικού βίου λαμβανόμενα δε να είναι […] και περιγραφαί του κοινωνικού βίου των ζώων επωφελέστατα συντείνουσιν εις την ανάπτυξιν κοινωνικής συνειδήσεως», χωρίς ωστόσο τα κείμενά τους να ρέπουν σε αφελείς και χονδροειδείς παραβολές με ήρωες τα ζώα.
Σημαντικό μερίδιο της επιτυχίας του συγκεκριμένου «Αλφαβηταρίου», του μακροβιότερου αναγνωστικού στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης και μεγάλωσε γενιές και γενιές μαθητών, οφείλεται ασφαλώς στον Κώστα Π. Γραμματόπουλο −που διαδέχτηκε τον Γιάννη Κεφαλληνό στην έδρα Χαρακτικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι φιγούρες είναι λες και έχουν κολληθεί πάνω στις σελίδες, οι κινήσεις τους θυμίζουν χαρακτηριστικά μοτίβα του λαϊκού θεάτρου, ενώ πρόθεση του εικονογράφου ήταν το βιβλίο να μοιάζει με παιδικό παιχνίδι. Και μολονότι κανένα πρόσωπο δεν είχε χρώμα, η Αννα, ο Μίμης, η Έλλη και η Λόλα ζωντάνεψαν στη φαντασία των μικρών μαθητών και αγαπήθηκαν ακόμη και τις εποχές που πλέον οι μαθητές ζούσαν σε μια κοινωνική πραγματικότητα πολύ διαφορετική από εκείνη που περιέγραφε το αλφαβητάρι του 1955.
Στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του 1950, η χώρα επιχειρεί να αντιμετωπίσει τις πληγές της και να προχωρήσει στην ανόρθωσή της, παρά το ψυχροπολεμικό κλίμα τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της. Η οικονομία έχει πλήρως αποδιοργανωθεί. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος, όπως γράφει ο Νίκος Γ. Σβορώνος, «είχαν κατερειπώσει τη χώρα. Το ΚΚΕ είναι στην παρανομία και τα μέλη του στις φυλακές ή εξόριστα σε στρατόπεδα ανά τη χώρα, ενώ το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων είναι απαραίτητο στον πολίτη για κάθε «συναλλαγή» του με το Δημόσιο. Σε αυτό το πλαίσιο, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εμφάνιζε, μοιραία, συμπτώματα διάλυσης· τα σχολεία λειτουργούσαν μάλλον ως χώροι φύλαξης και προστασίας των παιδιών παρά ως εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Μετά τις περιπετειώδεις εκλογές του 1950, δημιουργείται κυβέρνηση των κεντρώων κομμάτων υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Την άνοιξη του 1952 καταβάλλεται μια προσπάθεια εκσυγχρονιστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, το οποίο όμως εγκαταλείφθηκε καθώς τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ξαναγίνονται εκλογές· νικητής αναδεικνύεται ο Αλέξανδρος Παπάγος και σχηματίζει την πρώτη σταθερή μονοκομματική κυβέρνηση στη μεταπολεμική Ελλάδα. Η παράταξη κυβέρνησε έκτοτε τη χώρα επί 11 χρόνια, αρχικά ως «Ελληνικός Συναγερμός» κι έπειτα με το διάδοχο σχήμα, την ΕΡΕ υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, η οποία και θα κερδίσει στις βουλευτικές εκλογές στις 19.2.1956 και στις 11.5.1958.
Τον Ιούνιο του 1953, το υπουργείο Παιδείας προκήρυξε διαγωνισμό «προς συγγραφήν αναγνωστικών βιβλίων πασών των τάξεων της στοιχειώδους εκπαιδεύσεως». Τα αναγνωστικά έπρεπε να αποσκοπούν: «[εις] την εθνικήν, θρησκευτικήν, οικογενειακήν και ηθικήν μόρφωσιν». Kαι για «να πραγματοποιηθώσι» οι σκοποί αυτοί χρειάζονταν κείμενα με «φρονηματιστικό» περιεχόμενο. Λίγο αργότερα, ο Αλέξανδρος
Δελμούζος, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα», έκρινε τον γλωσσικό σκοπό του δημοτικού σχολείου σύμφωνα με την προκήρυξη και αποφαινόταν ότι, εάν εφαρμοστούν οι λεπτομερειακές της οδηγίες:
«Οι απόφοιτοι του Δημοτικού δεν θα κατέχουν πραγματικά καμιά γλώσσα. Η αγλωσσία τους όμως θα συνυφαίνεται τώρα με πολύ μεγαλύτερη παρά στους παλαιούς καιρούς πνευματική αναρχία, που θα την προκαλή το πολύχρονο πελάγωμά τους μέσα στα πιο ετερόκλητα γλωσσικά στοιχεία».
Στο ίδιο συμπέρασμα με τον Δελμούζο κατέληγαν τότε σε σχετικά άρθρα τους, επίσης στην εφημερίδα «Το Βήμα», ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης και ο Ευάγγελος Παπανούτσος.
Τον Ιανουάριο του 1955, αφότου τα καινούργια αναγνωστικά του δημοτικού βρίσκονται πλέον στα χέρια δασκάλων και μαθητών, ο Αλέξανδρος Δελμούζος επανέρχεται στο θέμα, ασκώντας δριμύτατη κριτική ως προς το «γλωσσικό κατασκεύασμα» που εμφανίζεται στα σχολικά αναγνωστικά, που ως αποτέλεσμα έχει μια υβριδική γλώσσα, «ένα άμορφο σωρό από ανακατεμένους φθόγγους, τύπους και συντακτικούς τρόπους», που δεν έχουν σχέση ούτε με τον ζωντανό οργανισμό της δημοτικής γλώσσας ούτε με την απλή καθαρεύουσα. Κι έτσι, σύμφωνα με τον πρωτοπόρο παιδαγωγό, «ο μελλοντικός απόφοιτος του Δημοτικού δε θα κατέχη πραγματικά κανένα γλωσσικό όργανο, που να υπηρετεί τις ανάγκες της ατομικής και κοινωνικής του ζωής».
Εκτός, όμως, από τη γλωσσική αξιολόγηση των καινούργιων αναγνωστικών του 1955, ο Αλέξανδρος Δελμούζος ασκεί, εξίσου αποκαθηλωτική κριτική και ως προς το ύφος των κειμένων, καθώς έχουν «τόνο γλυκερό και επίμονη ηθικολογία με άμεσο ηθικό δίδαγμα, με παιδάκια μαριονέτες σωστές».
Αναφέρεται σε όλα τα αναγνωστικά του 1955 ο Δελμούζος; Κι όμως, όχι. Εξαιρεί, έκπληκτος, το «Αλφαβητάριον» των Ι. Κ. Γιαννέλη-Γ. Σακκά: «Μέσα σ’ όλη τη σειρά των αναγνωστικών δεν μπορώ να καταλάβω πώς χώρεσε το Αλφαβητάρι, ένα βιβλίο ολότελα ξένο προς το πνεύμα τους, η πιο ζωντανή άρνηση και διαμαρτυρία στις γλωσσικές οδηγίες του Υπουργείου», καθώς είναι γραμμένο σε «στρωτή δημοτική γλώσσα», ενώ «σε πολλά θυμίζει τον “Ηλιο” της παλιάς Συντακτικής Επιτροπής». Επρόκειτο για μεγάλη αναγνώριση εκ μέρους του Δελμούζου, ο οποίος άλλωστε ήταν ένα από τα μέλη της Συντακτικής Επιτροπής που δημιούργησε το θρυλικό «Αλφαβητάρι με τον Ηλιο» (1919) στο πλαίσιο της βενιζελικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.
Τα αναγνωστικά του 1955 δέχτηκαν σφοδρή κριτική από τους παιδαγωγούς, γενικότερα, τόσο για τη γλώσσα τους όσο και για το περιεχόμενό τους. Κι αυτό, σε μια εποχή κατά την οποία το 40,7% των μαθητών του δημοτικού φοιτούσαν σε μονοθέσια και διθέσια («μονοτάξια» και «διτάξια» κατά την ορολογία της εποχής), στενόχωρα, άβολα ή και ακατάλληλα σχολεία, στα οποία αντιστοιχούσαν, κατά μέσο όρο, 86 θέσεις θρανίων ανά 100 μαθητές και στα οποία δίδασκαν όσοι, κακοπληρωμένοι, δάσκαλοι δεν είχαν διωχθεί ως «μη εθνικόφρονες».
Σε μια εποχή όπου τα αναγνωστικά γίνονται «καθρέφτης της τρομερής κρίσης που περνούν οι δομές και επομένως οι αξίες στην ελληνική κοινωνία της δεκαετίας 1950-1960», κι ενώ κυριαρχούν συνθήκες χειραγώγησης και ελέγχου των μαθητών, το «Αλφαβητάριον» της πρώτης δημοτικού −που λες και κατάφερε να περάσει αθέατο από τα «ραντάρ» του υπουργείου Παιδείας− είναι ελκυστικό στα παιδιά καθώς είναι προσαρμοσμένο στην εμπειρία και στα ενδιαφέροντα των μαθητών ηλικίας 6-7 ετών. Το γεγονός ότι πρωταγωνιστούν παιδιά και ότι παρουσιάζει «σε όλο το βιβλίο τα ίδια πρόσωπα, μέσα σε πολύ απλά επεισόδια ή μικρές ιστορίες που ακολουθούν η μία την άλλη με φυσικό τρόπο, δυναμώνουν το ενδιαφέρον των μαθητών για το βιβλίο και την ανάγνωση».
Μαζί,