Yποθέτω πως στη συνάντηση που είχε με τον πρεσβευτή Πάιατ λίγα εικοσιτετράωρα πριν ο Τσίπρας δρομολογήσει την επιχείρηση «διπλή πλειοψηφία», ο Σταύρος Θεοδωράκης μετέφερε στον συνομιλητή του μερικές απορίες.
Η πρώτη απορία είναι για ποιον λόγο μια χώρα που ονομάζεται «Βόρεια Μακεδονία» κατοικείται από «Μακεδόνες» και όχι από «Βορειομακεδόνες».
Θα μπορούσε να θυμίσει στον πρεσβευτή ότι οι κάτοικοι της Νέας Ζηλανδίας ονομάζονται «Νεοζηλανδοί» κι όχι «Ζηλανδοί».
Ακριβώς όπως οι κάτοικοι της Νότιας Αφρικής ονομάζονται «Νοτιοαφρικανοί» και όχι «Αφρικανοί».
Αν ο πρεσβευτής τα μπέρδευε με υπηκοότητες, ιθαγένειες και εθνικότητες (όπως ο Κοτζιάς και ο Κατρούγκαλος), θα μπορούσε να του αντιτάξει ότι και οι πολίτες της χώρας που εκπροσωπεί φέρουν τη «US Citizenship», δηλαδή την «υπηκοότητα των Ηνωμένων Πολιτειών». Και αρκεί.
Μια δεύτερη απορία που θα μπορούσε να διατυπωθεί στον πρεσβευτή είναι για ποιον λόγο μια διεθνής διακρατική συμφωνία αναφέρει ποια γλώσσα ομιλείται σε ένα από τα δύο κράτη.
Υπάρχει καμία αντίστοιχη συμφωνία των ΗΠΑ που να προσδιορίζει τι γλώσσα μιλούν στο Μεξικό, στον Ισημερινό ή στην Παπούα Νέα Γουινέα;
Κι αν κανείς άλλος δεν συνομολογεί τη γλώσσα του διπλανού, τότε για ποιον λόγο καλείται η Ελλάδα να συνομολογήσει ότι η γλώσσα που ομιλείται βορείως των Ευζώνων είναι η «μακεδονική»;
Φυσικά ο πρεσβευτής θα μπορούσε να καταθέσει το επιχείρημα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών ότι «ουδέποτε τέθηκε ζήτημα περιορισμού χρήσης του όρου “Μακεδονία” ως προς την Ελλάδα, η οποία το διατηρεί στο ακέραιο (π.χ. αεροδρόμιο Μακεδονία)» (ανακοίνωση ΥΠΕΞ, 21/1).
Οτι φθηνά τη γλιτώσαμε, δηλαδή.
Διότι, αν κατάλαβα καλά, η βασική ιδέα της κυβέρνησης αλλά και διαφόρων «Πρεσπαδόρων» είναι ότι η Ελλάδα έχει αδικήσει μια μικρή χώρα, ότι έκανε λάθος, ότι φταίει και οφείλει να επανορθώσει το άδικο που διέπραξε.
Ακόμη και στη συμφωνία η ελληνική Μακεδονία αναφέρεται ντροπαλά ως «βόρεια περιοχή του Πρώτου Μέρους».
Αλλά πρώτη φορά ακούω χώρα να προσέρχεται σε διαπραγμάτευση με μεταμέλεια.
Διότι μια χώρα που σέβεται τον εαυτό της διαπραγματεύεται μεταμελημένη και με ενοχές μόνο αν έχει χάσει πόλεμο ή ύστερα από εθνική καταστροφή. Δεν νομίζω να έχει συμβεί κάτι τέτοιο.
Δεν ξέρω τι απάντησε σε αυτές τις απορίες ο πρεσβευτής. Ούτε αν ρωτήθηκε.
Αλλωστε σκασίλα του. Τι τον νοιάζει; Εκείνος θέλει να κλείσει το θέμα χωρίς πολλές κουβέντες, διότι κάτι τέτοιο συμφέρει τη χώρα του και αυτό προφανώς υπερασπίζεται.
Σε αντίθεση με τους έλληνες βουλευτές που κανονικά θα έπρεπε να ενδιαφέρονται και για μερικά άλλα πράγματα.