«Εάν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν τεθεί σε ισχύ, οι συνέπειες της αποτυχίας, θα ήταν βαθιές» προειδοποίησε εκ νέου ο Μάθιου Νίμιτς.
Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ , ουσιαστικά απορρίπτει το επιχείρημα περί δυνατότητας επαναδιαπραγμάτευσης της Συμφωνίας των Πρεσπών, αν αυτή δεν τεθεί σε ισχύ.
Ο βετεράνος αμερικανός διπλωμάτης και προσωπικός απεσταλμένος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ στις συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ, πρέσβης Μάθιου Νίμιτς, εκφράζει την άποψη, μέσω του ΑΠΕ-ΜΠΕ, πως «εάν η Συμφωνία των Πρεσπών δεν τεθεί σε ισχύ, οι συνέπειες της αποτυχίας, θα ήταν βαθιές και πιθανόν και οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να επανεξετάσουν πολλά στοιχεία τα οποία είχαν συμφωνηθεί. Δεν πιστεύω ότι θα ήταν πιθανή μια “ταχεία λύση” σε σχέση με αυτήν τη συμφωνία που έτυχε προσεκτικής διαπραγμάτευσης. Μπορώ να προβλέψω πολλά διαφορετικά σενάρια τα οποία θα μπορούσαν να είναι δυνατά, μερικά από αυτά αρκετά επικίνδυνα».
Ο κ. Νίμιτς τονίζει, μιλώντας στο Πρακτορείο, ότι η καλύτερη εκτίμησή του είναι πως η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας «θα απαιτούσε χρόνια, όχι μήνες, δεδομένου ότι όλα τα ζητήματα (συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής του ονόματος του κράτους έναντι όλων – erga omnes) θα είναι και πάλι στο τραπέζι, δεδομένου ότι είναι πιθανό να υπάρξει διαφορετική πολιτική δυναμική και στις δύο χώρες καθώς και αλλαγές στο περιφερειακό και παγκόσμιο περιβάλλον».
Ο κ. Νίμιτς επισημαίνει ότι «τα δύο μέρη εργάστηκαν με καλή πίστη για να επιλύσουν αυτή τη διαμάχη από την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας τον Σεπτέμβριο του 1995, σχεδόν 25 χρόνια προσπάθειας. Τελικά επιτεύχθηκε συμφωνία μετά από τόσα χρόνια έντονων συζητήσεων και σκληρών διαπραγματεύσεων, διότι η κάθε πλευρά πίστευε ότι είχε επιτύχει τα ουσιώδη στοιχεία των εθνικών της συμφερόντων και ότι η ειρήνη, η ασφάλεια και η φιλία ήταν πιο πιθανό να συμβούν με τη συμφωνία αυτή παρά με τη συνέχιση της διαμάχης».
Ωστόσο, υπογραμμίζει, αυτή είναι η προσωπική του γνώμη για το μέλλον και μπορεί άλλοι να έχουν διαφορετικές εκτιμήσεις.
Απαντώντας στην ερώτηση του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «αν από τα Ηνωμένα Εθνη αναγνωρίζεται ‘μακεδονική γλώσσα», ο κ. Νίμιτς τονίζει ότι στον επίσημο κατάλογο με τα ονόματα χωρών, συμπεριλαμβανομένων και γλωσσών που έχουν συνταχθεί από την Ομάδα Εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για τα Γεωγραφικά Ονόματα(United Nations Group of Experts on Geographical Names (UNGEGN) και στο λήμμα «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας», υπάρχει αναφορά σε «μακεδονική» γλώσσα (mk: Macedonian).
Αναλυτικά, «το 1992, η ομάδα εμπειρογνωμόνων των Ηνωμένων Εθνών για τα γεωγραφικά ονόματα (UNGEGN) άρχισε να ενημερώνει τους επίσημους καταλόγους των ονομασιών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών, που ξεκίνησε το 1986 και ο κατάλογος αυτός διατηρείται σε επικαιροποιημένη βάση και είναι προσβάσιμος από τον ιστότοπο για 194 χώρες. Το έργο αυτό αναλήφθηκε κατόπιν αιτήματος της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Τυποποίηση των Γεωγραφικών Ονομάτων. Στη σελίδα 94 του παρόντος εγγράφου υπάρχει η εγγραφή για την “Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας” και η καταχώριση υπό τον τίτλο “Γλώσσα” είναι «μακεδονική” (mk: Macedonian”)».
Ο κ. Νίμιτς προσθέτει πως «σε ανεπίσημη βάση, εάν κάποιος αποκτήσει πρόσβαση στο Google / Translate, το οποίο χρησιμοποιείται σε ολόκληρο τον κόσμο, η “μακεδονική” είναι μία από τις γλώσσες που αναφέρονται. Φυσικά αυτό είναι εντελώς ανεπίσημο».