«Πίσω από τους καυγάδες ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ και παρά τις επιμέρους διαφορές υπάρχει ένας κοινός παρανομαστής που αποτελεί την ουσία της σημερινής συζήτησης και συνίσταται στο ότι κανένας από τα αστικά κόμματα δεν αμφισβητεί πολιτικά, στρατηγικά τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καρπός των οποίων υπήρξε και η Συμφωνία των Πρεσπών», τόνισε στην ομιλία του στη Βουλή ο βουλευτής του ΚΚΕ, Γιάννης Γκιόκας.
Υπογράμμισε ότι όλα αυτά τα κόμματα συγκαλύπτουν την ωμή και αμείλικτη πραγματικότητα πως τη Συμφωνία των Πρεσπών «ήθελε, στήριξε και επέβαλε, με κάθε τρόπο και μέσο, όλη η αφρόκρεμα των πιο δολοφονικών, επιθετικών, πολεμοκάπηλων διεθνών οργανισμών που εδώ και πάρα πολλά χρόνια έχουν σπείρει και τον εθνικισμό και το θάνατο στα Βαλκάνια και την ευρύτερη περιοχή».
Πρόσθεσε ότι στόχος της στήριξης ήταν η ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, η προώθηση της ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης στα Βαλκάνια και η αποδυνάμωση της Ρωσίας και άλλων ισχυρών κρατών στο πλαίσιο των σφοδρών και κλιμακούμενων ανταγωνισμών.
Είπε ότι όλος αυτός ο σχεδιασμός προκύπτει από το άρθρο 2 της Συμφωνίας των Πρεσπών, που συνιστά και την ουσία της, ενώ σημείωσε ότι το συγκεκριμένο άρθρο διαψεύδει τόσο τον πρωθυπουργό όσο και τον πρώην υπουργό Εξωτερικών που «παραπληροφορούσαν στις ενημερώσεις των πολιτικών αρχηγών -τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το ΚΚΕ που έθετε αυτό το ζήτημα- ότι δήθεν στο κείμενο της Συμφωνίας δεν θα υπάρχει καμία αναφορά στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ».
Επισήμανε ότι επειδή ακριβώς η Συμφωνία είναι «αμερικανοΝΑΤΟϊκής κοπής», παραμένουν σε αυτήν «τα σπέρματα του αλυτρωτισμού» συνειδητά προκειμένου να υποδαυλίζεται ο αλυτρωτισμός και ο εθνικισμός και στην μία και στην άλλη πλευρά για να διαιρούνται οι λαοί και να προωθούνται τα σχέδια των ιμπεριαλιστών.
Αναφερόμενος στα περί «μακεδονικής» γλώσσας και ιθαγένειας αναρωτήθηκε γιατί «εφόσον η χώρα θα λέγεται Βόρεια Μακεδονία δεν λέγεται βορειομακεδονική τόσο η γλώσσα όσο και η ιθαγένεια». Σχολιάζοντας το επιχείρημα του κ. Κατρούγκαλου περί ατομικού προσδιορισμού σημείωσε ότι όταν αυτές οι έννοιες εισάγονται σε διεθνή συμφωνία τότε ο ατομικός προσδιορισμός γίνεται συλλογικός και θύμισε ότι με βάση αυτό το επιχείρημα περί αυτοπροσδιορισμού έγινε η απόσχιση του Κοσσόβου από τη Σερβία.
Ανέφερε πως δεν μπορεί να υπάρξει λύση του ζητήματος προς όφελος των λαών στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ «διότι δεν μπορούν οι εμπρηστές των Βαλκανίων να είναι ταυτόχρονα και πυροσβέστες».
Ο Γ. Γκιόκας είπε ότι ΝΑΤΟ και ΕΕ δεν είναι εγγυητές της ειρήνης, της σταθερότητας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας και έφερε τα παραδείγματα της Τουρκίας που «ως μέλος του ΝΑΤΟ γκριζάρει το Αιγαίο» και η Αλβανία επίσης ως μέλος του ΝΑΤΟ «επιδιώκει τη μεγάλη Αλβανία, διότι αυτές είναι οι επιδιώξεις των αστικών χωρών αυτών των χωρών».
Χαρακτήρισε «μύθο» της κυβέρνησης τα περί σταθερότητας με τη Συμφωνία των Πρεσπών, ενώ εξίσου «μύθο» χαρακτήρισε και το κυβερνητικό επιχείρημα ότι αν ένας λαός θέλει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ είναι δικαίωμά του.
Όπως σημείωσε, στο δημοψήφισμα που έγινε στην ΠΓΔΜ το 70% είπε «όχι» στην ένταξη στο ΝΑΤΟ και πρόσθεσε ότι ακόμα και στην περίπτωση που ένας λαός κάνει μια λανθασμένη επιλογή δεν πρέπει η κυβέρνηση μιας άλλης χώρας «να πρωτοστατεί για να μπει μια ώρα αρχύτερα στη φυλακή του ΝΑΤΟ και της ΕΕ».
Τόνισε ιδιαίτερα ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι ένας κρίκος στη συνολική κυβερνητική πολιτική που συνιστά «τον καλύτερο υπηρέτη των αμερικανοΝΑΤΟϊκών συμφερόντων, στηρίζοντας όλες τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ μέχρι και το πρώτο πυρηνικό πλήγμα, διευρύνοντας και επεκτείνοντας τις αμερικανοΝΑΤΟϊκές βάσεις στην Ελλάδα και διατηρώντας το ποσό των 4 δισ. ευρώ για ΝΑΤΟϊκές ανάγκες».
Ως προς το επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ περί «φιλειρηνικής ρωγμής στον ιμπεριαλισμό» που επιφέρει η Συμφωνία των Πρεσπών, ο Γ. Γκιόκας έθεσε το ερώτημα αν η κυβέρνηση παίρνει τα εύσημα των αμερικάνων επειδή επιφέρει «ρωγμή στον ιμπεριαλισμό», ενώ κατέληξε σημειώνοντας ότι η κυβέρνηση έχει αναλάβει τον συγκεκριμένο ρόλο γιατί έτσι επιτάσσουν τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης, τμημάτων του κεφαλαίου που περιμένουν να πάρουν μερίδιο από τη μοιρασιά των ανταγωνισμών, για τους αγωγούς, τις πρώτες ύλες και τις αγορές και να κερδίσουν από τις επενδύσεις που περιγράφονται στο άρθρο 14 της Συμφωνίας.