Συνεχίζεται και σήμερα η δίκη της υπόθεσης απαγωγής του επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης.
Η μαραθώνια απολογία ενός από τους κατηγορούμενους ξεκίνησε το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 12. Ο ίδιος εμφάνισε τον εαυτό του ως τον άνθρωπο – κλειδί για τη προστασία και τη σωτηρία του Κρητικού επιχειρηματία.
Όπως ανέφερε στη δίκη ο 46χρονος, σύμφωνα με το cretalive, ανυπομονούσε για την ημέρα της κατάθεσής του, καθώς ήθελε να διηγηθεί τα γεγονότα όπως πραγματικά συνέβησαν.
Ο 46χρονος είπε ότι δεν γνώριζε το πλήρες σχέδιο της απαγωγής όταν ενεπλάκη, και πως όταν διαπίστωσε ότι επίκειται απαγωγής μακράς διαρκείας έκανε τα πάντα για να προστατεύσει τον επιχειρηματία.
Όπως ανέφερε μπορεί να μην πήγε στην αστυνομία ωστόσο με τον τρόπο του έκανε ότι μπορούσε για τον απαχθέντα επιχειρηματία βάζοντας δικούς του ανθρώπους όπως τον μεσίτη και τον τελευταίο φύλακα στην υπόθεση για να βοηθήσει.
Κατά τη διάρκεια της ακρόασής του ζήτησε συγγνώμη τόσο από τον επιχειρηματία καθώς επίσης και από την οικογένεια του σημειώνοντας πως η τελευταία ξέρει τι άνθρωπος είναι.
Δεν τον βοήθησα όσο ήθελα
Ο ίδιος περιέγραψε τον εαυτό του ως έναν άνθρωπο καλό και φιλάνθρωπο που έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να βοηθήσει.
Ωστόσο ο ίδιος πρόσθεσε, σύμφωνα με το crelive, ότι δεν κατάφερε να βοηθήσει όσο θα ήθελε ενώ εξ αιτίας αυτής την υπόθεσης υπέστη μέχρι και έμφραγμα.
Μάλιστα ανέφερε ότι είχε δεθεί πολύ με τον επιχειρηματία σημειώνοντας ότι ήταν εκεί και άκουγε τους φόβους και τις ανησυχίες του μιλώντας για ώρες στο τηλέφωνο ενώ είχε συμπεράνει ότι δεν ήταν καλά καθώς ο Μιχ. Λεμπιδάκης του είχε εκφράσει το φόβο ότι η οικογένεια του τον είχε ξεχάσει.
Στην διάρκεια της κατάθεσης του ο Μιχάλης Λεμπιδάκης χαμογελούσε ενώ κλήθηκε από την έδρα να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του 46χρονου ακτιβιστή. Ο επιχειρηματίες είχε ότι όντως ήταν πολύ ευγενικός μαζί του γι αυτό τον λόγο τον αποκαλούσε Ευγένιο. Ο ίδιος σημείωσε ότι δεν θυμόταν αλλά ίσως κάποια στιγμή να του είχε εκφράσει αυτούς τους φόβους.
Τι αποκάλυψε ο «παππούς»
«Αν ο Λεμπιδάκης έφευγε από το κρησφύγετο ποιος θα είχε την ευθύνη;»… Με αυτό το ερώτημα από πλευράς εισαγγελέως ο λεγόμενος «παππούς» της πολύκροτης υπόθεσης της απαγωγής προχώρησε, κατά την απολογία του στη χθεσινή μέρα της ακροαματικής διαδικασίας.
Ο εν λόγω κατηγορούμενος, ένας εκ των τριών που είχαν εντοπιστεί στο ίδιο αυτοκίνητο που εγκλώβισε η Αστυνομία στις Σίσες, φέρει το παρανόμι «παππούς» που του είχε δώσει ο Λεμπιδάκης, όπως συνήθιζε να κάνει με τους φροντιστές του, σύμφωνα με το neakriti.
Ο «παππούς», που ήταν φροντιστής του Λεμπιδάκη, προχώρησε απαντώντας στις ερωτήσεις της εισαγγελέως σε διαχωρισμό των ρόλων. Όπως είπε, εκείνος ήταν μόνο φροντιστής, ενώ άλλος ήταν ο ρόλος του φροντιστή και άλλο ο ρόλος του φρουρού.
«Δεν κρατούσα ποτέ όπλο. Δεν είχα δει στο πρώτο κρησφύγετο», φέρεται να υποστήριξε, τονίζοντας όμως ότι στο δεύτερο είχε δει, αλλά δεν το πλησίασε καν. Οι ερωτήσεις από πλευράς της εισαγγελέως ήταν καταλυτικές σε αυτό το σημείο.
Απευθύνοντάς του το ερώτημα «αν έφευγε ο Λεμπιδάκης, ποιος θα είχε την ευθύνη;», ο λεγόμενος «παππούς» απάντησε ότι δεν μπορούσε να φύγει και το ερώτημα επαναλήφθηκε, για να πει τελικά ότι, αν έφευγε, υπήρχε η εξωτερική φρουρά. Στο σημείο αυτό ο κατηγορούμενος έκανε τον διαχωρισμό, λέγοντας πως άλλο ρόλο είχε ο φροντιστής και άλλο ο φρουρός, τονίζοντας μάλιστα πως του είχαν αφήσει να εννοηθεί ότι υπήρχε φύλαξη, που όμως εκείνος ποτέ δεν είδε ή διαπίστωσε!
Ωστόσο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο «παππούς» είπε ότι υπήρξε φροντιστής του Λεμπιδάκη μόνο στα δύο πρώτα κρησφύγετα, ενώ κατά το θύμα τον αναγνώριζε από τη φωνή σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της κράτησής του.
Ο «παππούς» κατά την απολογία του φάνηκε να αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης έναντι των άλλων δύο που είχαν εντοπιστεί στο ίδιο όχημα, και οι οποίοι επίσης απολογήθηκαν χθες. Ενδεικτικό ήταν το γεγονός ότι, όταν ρωτήθηκε από την Έδρα αν έχει κάτι άλλο να προσθέσει μετά το πέρας της απολογίας του, εκείνος είπε ότι «οι δύο αυτοί άνθρωποι δεν έχουν σχέση» και δήλωσε «βέβαιος για αυτό», δημιουργώντας την αίσθηση ότι έπρεπε να τους “καθαρίσει” από την ευθύνη.