Ηχηρά καμπανάκια ακούστηκαν για την Ελλάδα από το ΔΝΤ. Συγκεκριμένα, εντεινόμενους αρνητικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία εντοπίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ζητεί μεταξύ άλλων μείωση του αφορολογήτου το 2020 ώστε να χρηματοδοτηθεί μείωση συντελεστών φόρου για επιχειρήσεις και νοικοκυριά, προληπτικό σχέδιο αντιμετώπισης των δημοσιονομικών κινδύνων εξαιτίας δικαστικών αποφάσεων, αύξηση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας ώστε να αμβλυνθούν «τυχόν αρνητικές επιδράσεις στην ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση από μισθολογικές πιέσεις οι οποίες υπερβαίνουν την αύξηση της παραγωγικότητας», συντονισμένα βήματα για την ταχύτερη μείωση των κόκκινων δανείων και μια «ισχυρή αντίδραση πολιτικής για να διασφαλιστεί η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους μεσοπρόθεσμα σε περίπτωση πραγματοποίησης σημαντικών αρνητικών κινδύνων». Γενικά σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα η ικανότητα αποπληρωμής του χρέους κρίνεται ισχυρή, αλλά οι κίνδυνοι καραδοκούν και ο ρυθμός ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα δεν θα ξεπεράσει το 1%.
Οι συστάσεις και οι ανησυχίες οι οποίες ενσωματώνονται στην έκθεση συμπερασμάτων του ΔΝΤ μετά τον δεύτερο γύρο ενισχυμένης μεταμνημονιακής εποπτείας θα μπορούσε να πει κανείς πως σηματοδοτούν το τέλος της «περιόδου χάριτος» στη διάρκεια της οποίας το ΔΝΤ διά της σιωπής του διευκόλυνε τους χειρισμούς της ελληνικής κυβέρνησης στη μάχη των συντάξεων.
Οι διατυπώσεις παραμένουν προσεκτικές, το μήνυμα όμως είναι ξεκάθαρο. Οχι μόνο τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας μετά την έξοδο από τα Μνημόνια δεν λύθηκαν, αντίθετα οι κίνδυνοι διευρύνονται υπό το πρίσμα και της προεκλογικής περιόδου, της μεταρρυθμιστικής κόπωσης, αλλά και των αποφάσεων που ζυγίζονται περισσότερο με βάση τον εκλογικό ορίζοντα παρά τις αντοχές της οικονομίας.
Σε μία από τις πλέον χαρακτηριστικές παραγράφους της ανακοίνωσης σημειώνεται ότι: «Οι αρνητικοί κίνδυνοι έχουν γίνει πιο έντονοι. Οι παρακαταθήκες της κρίσης παραμένουν σημαντικές, συμπεριλαμβανομένου του υψηλού δημοσίου χρέους, της επιδείνωσης των ισολογισμών του ιδιωτικού τομέα και της αδύναμης νοοτροπίας πληρωμών. Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξωτερικοί κίνδυνοι θα μπορούσαν να παρεμποδίσουν τις εξαγωγές και την ανάπτυξη. Οι επενδύσεις και οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας θα μπορούσαν να αποδυναμωθούν από τη μεταρρυθμιστική κόπωση (ή την ανατροπή μεταρρυθμίσεων) στο πλαίσιο ενός έτους εκλογών. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι προκύπτουν από δικαστικές υποθέσεις σε εξέλιξη, ενώ οι τράπεζες παραμένουν ευαίσθητες σε ό,τι αφορά τις συνθήκες χρηματοδότησης και τις ρυθμιστικές αλλαγές».
Κατώτατος μισθός
Στο θέμα του κατώτατου μισθού, το ΔΝΤ δεν λέει στην κυβέρνηση να μην προχωρήσει σε αυξήσεις ή να μην καταργήσει τον υποκατώτατο. Ζητεί όμως στην περίπτωση που οι αυξήσεις δεν είναι στα όρια αντοχής της οικονομίας να συνοδεύονται από μεταρρυθμίσεις στην αγορά οι οποίες θα αυξάνουν την ευελιξία.
Οσον αφορά την προνομοθετημένη μείωση του αφορολογήτου, το Ταμείο δεν βάζει νερό στο κρασί του. Ζητεί να μειωθεί το αφορολόγητο το 2020 ώστε μέσω της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης να μειωθούν οι συντελεστές φόρου για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Προτεραιότητα, τονίζει, θα πρέπει να είναι «η επανεξισορρόπηση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής κατά τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη και η προετοιμασία προληπτικών σχεδίων για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών κινδύνων».
Στο θέμα των τραπεζών ζητείται επανεξέταση του νόμου Κατσέλη, «διευκόλυνση της αποδοτικής χρήσης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και των εξωδικαστικών μηχανισμών» ενώ εμμέσως πλην σαφώς το Ταμείο συνιστά ιδιαίτερη προσοχή στους χειρισμούς μείωσης των κόκκινων δανείων μέσω του σχήματος που προωθεί η κυβέρνηση, με χρήση κρατικών εγγυήσεων. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι «οι δημόσιοι πόροι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν προσπάθειες για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όρους αγοράς, αλλά η αποτελεσματικότητα μιας τέτοιας στρατηγικής σε σχέση με το κόστος θα πρέπει να υπολογιστεί με έναν ολοκληρωμένο τρόπο, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη την επίδρασή της στους ισολογισμούς των τραπεζών και του κράτους».