Πλήθος κόσμου βρίσκεται στον Ιερό Ναό Παναγίας Ελευθερώτριας στην Κηφισιά για να αποχαιρετήσει τον Θέμο Αναστασιάδη. Τραγικές φιγούρες η σύζυγος και τα τρία του παιδιά, που σήμερα αποχαιρετούν τον πατέρα τους.
Ο δημοσιογράφος, εκδότης και παρουσιαστής έδινε μάχη με τον καρκίνο αλλά δεν κατάφερε να βγει νικητής. Τον Σεπτέμβριο του 2017, ο Θέμος Αναστασιάδης διαγνώστηκε με μια πολύ σπάνια και επιθετική μορφή καρκίνου, το οστεοσάρκωμα στον θώρακα.
Η σύζυγός του, Βασιλική Παναγιωτοπούλου, όσο και τα τρία παιδιά τους, ο Βύρωνας, η Αλίκη και η Φιλιώ, βρίσκονταν από το πρώτο λεπτό στο πλευρό του στη δύσκολη αυτή μάχη. Χθες στο τελευταίο αντίο ήταν συγκλονισμένοι.
Ηταν όλοι εκεί για να αποχαιρετήσουν τον Θέμο.
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος έφτασε στην Παναγία Ελευθερώτρια στη μία το μεσημέρι, όπως και η κυρία Μαριάννα Βαρδινογιάννη. Λίγο νωρίτερα είχαν φθάσει ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο επίτροπος στην Κομισιόν Δημήτρης Αβραμόπουλος. Ηταν εκεί – ανάμεσα σε εκατοντάδες ακόμη που έσπευσαν να πουν το ύστατο χαίρε- ο πρόεδρος της Ενωσης Κεντρώων Βασίλης Λεβέντης, ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, ο συμφοιτητής και φίλος του Θέμου Ανδρέας Λοβέρδος. Ο δημοσιογράφος και πρώην υπουργός Θεόδωρος Κασσίμης, ο βουλευτής Δημήτρης Καμμένος, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ Αδωνις Γεωργιάδης, ο Βασίλης Κικίλιας, η Ελίζα Βόζεμπεργκ, ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο πρόεδρος του ομίλου Ant1 Θοδωρής Κυριακού, ο δικηγόρος Βασίλης Καπερνάρος, η πρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Μαρία Αντωνιάδου, οι δημοσιογράφοι Γιώργος Παπαχρήστος, Γιάννης Πρετεντέρης, Χρήστος Ράπτης, Θανάσης Τσεκούρας, Έλλη Στάη, Παναγιώτης Λάμψιας, Γιώργος Παπαδάκης, Τάκης Χατζής, Παύλος Τσίμας, Αγγελική Νικολούλη, ο Νίκος Ευαγγελάτος με την Τατιάνα Στεφανίδου, Βασίλης Σκουντής, Βασίλης Χιώτης.
Από τους πρώτους έφθασε στον ιερό ναό ο Λάκης Λαζόπουλος. Ήταν είναι ο δικηγόρος Μιχάλης Δημητρακόπουλος, ο καθηγητής καρδιολογίας Χριστόδουλος Στεφανάδης, ο δικηγόρος Θέμης Σοφός με τη σύζυγό του Σταματίνα Τσιμτσιλή, η Δούκισσα Νομικού, ο Βαγγέλης Περρής, η Βίκυ Καγιά, ανάμεσα σε πολλούς ακόμη.
Το έγραψαν οι εργαζόμενοι και συνάδελφοί του
Συγκινητικός ήταν ο αποχαιρετισμός των συναδέλφων του στο Πρώτο Θέμα. Οπως έγραψαν:
«Με τον γνωστό τρόπο των παλιών δημοσιογράφων από αμερικανική ταινία-κοτλέ σακάκια, αθλητικά, παντελόνια με το ένα πατζάκι να κρέμεται πάντα σε σχέση με το άλλο-και ανάμεσα σε ψίχουλα και μια στοίβα από περιοδικά και εφημερίδες ο Θέμος ανέκαθεν ζητούσε ακόμα ένα θέμα, ακόμα μια καλύτερη ιδέα, ακόμα μια άποψη, εμμονικά, με κάθε τρόπο. Γιατί αν δεν υπήρχαν οι εμμονές, δηλαδή αυτή η ακατέργαστη πίστη σε οτιδήποτε μπορεί να ξεπερνάει τα όρια ή να υπερβαίνει ακόμα και εμάς τους ίδιους, δεν θα υπήρχε το “Πρώτο Θέμα”. Ή μάλλον καλύτερα, δεν θα υπήρχε αυτό το παράξενο σύμπαν από τους τρελούς και αλλόκοτους που μαζευτήκαμε για να αλλάξουμε τον τρόπο που φτιάχνονται οι εφημερίδες, έξω από ιεραρχίες και όρια, με έναν αυτοσχέδιο αλλά απόλυτα δημιουργικό τρόπο που άφηνε άφωνο οποιοδήποτε προσπαθούσε να το εξηγήσει.
Ακόμα και τώρα είναι δύσκολο να καταλάβουν γιατί αποχαιρετάμε έναν φίλο και όχι έναν αφεντικό, έναν δικό μας άνθρωπο και όχι έναν εκδότη. Για όλους εμάς, όμως, τους κατοίκους του γαλατικού χωριού, ο Θέμος ήταν ένας Παροναμίξ που μας είχε πείσει με το μυστικό φίλτρο του πως η δημοσιογραφία δεν είναι δουλειά, ούτε επάγγελμα αλλά ένας μυστικός τρόπος να ζεις την περιπέτεια που εσύ ο ίδιος έχεις δημιουργήσει».
Κάπως έτσι ξεκινήσαμε τις μέρες του Αγίου Βαλεντίνου του 2005 μαζί του σε ένα παλιό διώροφο της Αποστόλου Παύλου σε μικρά τότε, χωρίς διακόσμηση γραφεία αλλά με φλεγόμενο ταμπεραμέντο αυτό το ταξίδι.
Γνωρίσαμε φουρτούνες, είδαμε το καράβι σχεδόν να απειλείται από τεράστια βράχια-αυτά της εξουσίας, των μεγαλοεκδοτών, των ‘ενάρετων’, και των βολεμένων-είδαμε να κατασκευάζονται ψεύτικα σενάρια εν μια νυχτί αφού όλοι μα όλοι ανεξαιρέτως ήθελαν κλειστό το “Πρώτο θέμα”-και φιμωμένο τον εκδότη του. Μόνο που δεν υπολόγισαν ότι ο τελευταίος δεν δέχτηκε ποτέ για τον εαυτό του αυτόν τον τίτλο αφού βρέξει χιονίσει-κυριολεκτικά όταν τρέμοντας από το κρύο περίμενε στα εκτυπωτήρια να δει το πρώτο φύλλο του Πρώτου θέματος το 2005 που θα γινόταν ανάρπαστο-φρόντιζε να είναι παρών σε κάθε φάση της παραγωγής της εφημερίδας ή να περιφέρεται στα γραφεία ρωτώντας την άποψη μας για τα θέματα.
Αυτή ήταν η αγωνία του, όπως και το να γουστάρουμε τρελά-ποτέ αρκετά- αφού το ελάχιστο ή η μετριότητα απουσίαζαν διαρκώς από το λεξιλόγιο του. Δεν άντεχε το βόλεμα, τη ρουφιανιά, το “δημοσιουπαλληλίκι”, και τους ανθρώπους χωρίς πάθος. Αμετανόητος Γοργίας, φετιχιστής του λόγου, απίστευτος γραφιάς και λάτρης των κειμένων ο Θέμος ήταν πάνω απ όλα δημοσιογράφος-φανατικός οπαδός μιας αναρχίας που περνούσε από το στόμα και γινόταν λέξη και κάθε λέξη μια βέργα μεταλλική, έτοιμη να χτυπήσει οποιοδήποτε καρεκλοκένταυρο και αλαζόνα. Γι αυτό και άκουγε με προσοχή οποιαδήποτε ιδέα μας ερχόταν στο κεφάλι αρκεί να μην υπέπιπτε στο ύψιστο αμάρτημα του δημοσιογραφικού κλισέ. Ο παράδοξος, αποσυνάγωγος τρόπος της σκέψης που ακόμα και σήμερα ακολουθούμε, επέβαλλε ακριβώς τα αντίθετα από όσα πίστευε- και αυτό προφανώς είναι το μυστικό του “Πρώτου Θέματος” και ο λόγος που μας κρατάει όρθιους και μονίμως σε εγρήγορση με κάθε τίμημα.
Παρότι κάναμε λάθη, αδικήσαμε, ανέκαθεν προσπαθούσαμε το μοναδικό μας μέτρο και κριτήριο να είναι το “ξεψάχνισμα” οποιουδήποτε δεδομένου ή ανατροπή οτιδήποτε θεωρούταν εμφανές και λογικό. Μόνο το αντίστροφο είχε σημασία και αυτό γινόταν “έξω από το κουτί”, όπως θα έλεγαν οι Αμερικανοί, και χωρίς ωράρια αφού αυτά ήταν ψιλά γράμματα και αφορούσε μόνο την υπαλληλική νοοτροπία και όχι τη δημοσιογραφία. Εννοείται πως όλοι έχουμε επιστρέψει μεταμεσονύχτια για να ελέγξουμε κάποιο θέμα ή απλώς-και κυρίως το δεύτερο-να κουτσομπολέψουμε με το Θέμο επειδή είχε αυπνία.
Ενίοτε τα ξενύχτια συνοδεύονταν και από θεματικά “πάρτυ”-όπως συνήθως βαπτίζαμε τις επιθέσεις των μεγαλεκδοτών, πολιτικών ή τα μεγάλα γεγονότα: στο γραφείο τότε κατέφθαναν πίτσες, σουβλάκια ή και γενναίες δόσεις από γουρουνόπουλα-όπως συνέβη με εκείνο το αδιανόητο τσιμπούσι, ύστερα από μια ακόμα νίκη μετά τη μετά την πρόσκαιρη μεταβίβαση του “Πρώτου Θέματος” στον Μπόμπολα- συνοδευόμενα από δίλιτρες κόκα κόλες, σπράιτ ενίοτε και από κόκκινο Johnny Walker για τους πιο ντερμπεντέρηδες. Τα φιλέματα και οι αγκαλιές ήταν ο μοναδικός τρόπος του Θέμου να πει ευχαριστώ ή συγγνώμη κάθε φορά που θα γινόταν απαιτητικός ή απόλυτος. Γιατί τη φωνή δεν την ύψωνε ποτέ, ούτε προσέβαλλε έχοντας τον δικό του τρόπο αυτόν της ευγένειας και του χιούμορ να σε πείθει ή να σε σκοτώνει. Ή και να σε κάνει να αντέχεις αφού όλοι μας έχει χρειαστεί να γράψουμε πάνω από 10.000 λέξεις εν μια νυχτί ή να (ξανα)γράψουμε ένα κείμενο γιατί απλώς φαινόταν μπαγιάτικο: ίσως ο Θέμος να έχει σπάσει το ρεκόρ Γκίνες αλλαγής εξωφύλλου: 13 φορές μέσα σε ένα βράδυ.
Τα επικά ξενύχτια της Παρασκευής, δηλαδή του κλεισίματος την ώρα που άλλοι δημοσιογράφοι ξεκουράζονται με τα παιδάκια τους ή γλεντάνε στα μπουζούκια, συνιστά άγραφο νόμο για το “Πρώτο Θέμα”, επιβεβλημένο σε όποιο νομίζει πως η δημοσιογραφία είναι απλώς επάγγελμα ή λειτούργημα, όπως υπαγορεύει κάποιο κλισέ. Αντίθετα, για τον Θέμο που λάτρευε τη θάλασσα και για όλους εμάς είναι ένα υπέροχο αλλά περιπετειώδες ταξίδι ή μια φρενήρης κούρσα με απότομους γκρεμούς-αλλά συνάμα απόλυτα συναρπαστικό μέχρι τέλους. Γι αυτό δεν έπρεπε και δεν πρέπει κανείς μας να θεωρεί εαυτόν πετυχημένο αφού κάθε ρεπορτάζ που γραφόταν ήταν ήδη παρελθόν ενώ η επικαιρότητα ήταν κάτι που δεν βλέπουμε. Τα θέματα δεν έπρεπε να είναι μόνο φρέσκα ή μη βαρετά αλλά να καίνε και να ξεσηκώνουν τον αναγνώστη.
Ο Θέμος σιχαινόταν τα ειδησεογραφικά κείμενα και, όπως ακριβώς οι Αμερικανοί δημοσιογράφοι, ήθελε να επικεντρώνονται σε πρόσωπα και να βλέπουν βαθιά μέσα στην ψυχή. Ή να αποκαλύπτουν κάτι που κανείς δεν έχει φανταστεί. Έχει τύχει να κάνουμε πολύωρη σύσκεψη και αυτός, ζωγραφίζοντας αεροπλανάκια στο χαρτί και απαξιώνοντας να σχολιάσει τις βαρετές προτάσεις μας, να μη δέχεται κανένα θέμα. Μέχρι που κάποια στιγμή του ανέφερα, πιο πολύ για να πω κάτι, το Φεστιβάλ στις Πρέσπες όπου είχε εμφανιστεί τότε η Πρωτοψάλτη. Ανάμεσα σε άλλες λεπτομέρειες, του ανάφερα και την παρουσία γνωστής υπουργού που φορούσε κόκκινα γάντια: “Αυτό είναι θέμα!” μου είπε σαν να ξύπνησε από λήθαργο: “Τα κόκκινα γάντια της Υπουργού”. Προφανώς δεν αναφερόταν στην νυχτερινή της εμφάνιση που δεν ταίριαζε με την περίσταση αλλά στην ανάγκη της συμβολοποίησης οποιαδήποτε λεπτομέρειας που στα μάτια του αδιάφορου ή του αδαούς περνούσε απλώς απαρατήρητη ενώ σήμαινε πολλά για την ουσία και τον χαρακτήρα.