Στο θέμα της αύξησης του κατώτατου μισθού και της κατάργησης του υποκατώτατου αναφέρθηκε σε συνέντευξη της η υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου, κάνοντας λόγο για μία απόφαση «ιδιαίτερου συμβολισμού και μεγάλης ουσίας για την καθημερινότητα των εργαζομένων και των νέων, για το μέλλον της εργασίας στη χώρα».
Μιλώντας στο Ρ/Σ «105,5 Στο Κόκκινο» η κα Αχτσιόγλου υποστήριξε ότι η κυβέρνηση άρχισε να επιστρέφει «στους εργαζόμενους ένα μέρος από όσα απώλεσαν την περίοδο της κρίσης, από όσα κυρίως τους αφαίρεσαν οι πολιτικές της λιτότητας στη χώρα» και πρόσθεσε: «Από την 1η Φεβρουαρίου ο κατώτατος μισθός αυξάνεται στα 650 ευρώ, αύξηση κατά 11%, και για τους νέους έως 25 ετών κατά 27%». Υπενθύμισε, δε, ότι το 2012 ο κατώτατος μισθός μειώθηκε κατά 22% και κατά 32% για τους νέους, επισημαίνοντας ότι «όσο σημαδιακή ήταν εκείνη η στιγμή για την ακραία συνταγή της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν στη χώρα, τόσο εμβληματική ήταν η χτεσινή απόφαση για την αλλαγή σελίδας και τη νέα εποχή που ξημερώνει για τους εργαζόμενους».
Η κ. Αχτσιόγλου, απαντώντας στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπογράμμισε ότι η ΝΔ ως κυβέρνηση μείωσε τον κατώτατο μισθό, θέσπισε τον υποκατώτατο και ότι «ο κ. Μητσοτάκης κάνει ότι δεν το θυμάται και ότι είναι κάτι καινούργιο». Είπε, επίσης, ότι είναι υποκριτικό η ΝΔ να λέει ότι η αύξηση έπρεπε να έχει γίνει από το 2017 γιατί ο νόμος για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού προέβλεπε ότι δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή πριν από το τέλος των μνημονίων, αντιθέτως, η σημερινή κυβέρνηση επιτάχυνε τη διαδικασία η οποία ξεκίνησε την επομένη της εξόδου από τα μνημόνια.
Αναφορικά με το επιχείρημα της ΝΔ ότι η αύξηση έγινε για να ξεχαστεί η Συμφωνία των Πρεσπών, υπενθύμισε ότι, ήδη, από τον Σεπτέμβριο είχε ανακοινωθεί πως η διαδικασία αύξησης του κατώτατου μισθού θα ολοκληρωθεί το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Ιανουαρίου. «Η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία πολιτική απόφαση που με σθένος υποστηρίζουμε και για την οποία ο πρωθυπουργός ανέλαβε ένα μεγάλο πολιτικό ρίσκο. Είναι δυνατόν να προσπαθούμε να κρυφτούμε για κάτι που θεωρούμε εμβληματικό και κομβικό για την πολιτική μας; Για μία συμφωνία ιστορικής σημασίας που σθεναρά υποστηρίζουμε ότι επιλύει ένα χρόνιο πρόβλημα στις σχέσεις δύο χωρών και δύο λαών και αναβαθμίζει τη χώρα στα Βαλκάνια», υποστήριξε.
Σχετικά με την τοποθέτηση του ΚΙΝΑΛ, η κ. Αχτσιόγλου ανέφερε ότι επιχειρεί να καλύψει το δικό του έλλειμμα, καθώς το 2012 επί κυβέρνησης Παπαδήμου μειώθηκαν οι μισθοί και καταργήθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και αυτό «αποτέλεσε και το τελικό σημείο που προκάλεσε την οριστική διάλυση του ΠΑΣΟΚ. Η κίνηση αυτή ήταν τόσο “στιγματιστική” για οποιονδήποτε χώρο θέλει να φέρει, έστω και στο όνομά του, τη σοσιαλιστική προοπτική, που προκάλεσε την οριστική πια ρήξη αυτής της παράταξης, ακριβώς επειδή ήταν τόσο χαρακτηριστική για το επίπεδο της λιτότητας και των νεοφιλελεύθερων συνταγών που υλοποιήθηκαν».
Σχετικά με τη στάση της ΓΣΕΕ, η υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι «είναι εξαιρετικά θλιβερό και προβληματικό το γεγονός ότι δεν προσήλθε στον κοινωνικό διάλογο για την αύξηση του κατώτατου μισθού». Στη διαδικασία, πρόσθεσε, προσήλθαν μόνο οι εργοδότες και η εργατική πλευρά δεν είχε εκπροσώπηση.
Η κ. Αχτσιόγλου επισήμανε ότι «η ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζομένων συνιστά αναπτυξιακό παράγοντα» και σημείωσε ότι «οι μικρομεσαίοι εργοδότες πολύ ορθά εντοπίζουν ότι η αύξηση των μισθών σε μία οικονομία όπως η ελληνική τονώνει τη ζήτηση και την κατανάλωση και αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό για την ανάπτυξη και της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας».
Επίσης, η υπουργός ανέφερε ότι με την αύξηση του κατώτατου μισθού προσαυξάνονται και οι διαμορφωμένες τριετίες, ενώ αυξάνονται συνολικά 24 επιδόματα που συναρτώνται με αυτόν, όπως το επίδομα ανεργίας που διαμορφώνεται στα 400 ευρώ, η παροχή μητρότητας που αυξάνεται από τα 586 ευρώ στα 650 ευρώ και μια σειρά από άλλα επιδόματα, όπως οι αποζημιώσεις ασκούμενων σπουδαστών, το επίδομα επίσχεσης εργασίας, το επίδομα αφερεγγυότητας εργοδότη κ.ά.
Τέλος, δήλωσε ότι από την 1η Φεβρουαρίου θα αυξηθεί και η αμοιβή για τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας με νομοθετική ρύθμιση που θα φέρει στη Βουλή, προσθέτοντας ότι «η αμοιβή από τον ΟΑΕΔ θα δοθεί, εάν υπάρχει καθυστέρηση στη νομοθετική διαδικασία, αναδρομικά».