Στον πρόεδρο της Βουλής, Νίκο Βούτση παραδόθηκε την Πέμπτη το πόρισμα της Ανεξάρτητης Επιτροπής Διερεύνησης για τις αιτίες των καταστροφικών πυρκαγιών στην Ελλάδα, που ανατέθηκε στον Γερμανό καθηγητή Γιοχάν Γκόλνταμερ, Διευθυντή του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών, μετά τις φονικές πυρκαγιές που έπληξαν το Μάτι και την Ανατολική Αττική το καλοκαίρι του 2018.
Η έκθεση καταδεικνύει τις ανεπάρκειες και τις ελλείψεις σχεδιασμού αναφορικά με την πυροπροστασία στην Ελλάδα.
Πιο συγκεκριμένα, στην πρόληψη δασικών πυρκαγιών συμμετέχουν 45 συναρμόδιοι φορείς, ενώ παράλληλα απουσιάζει ο κεντρικός συντονισμός και η συνεργασία ανάμεσά τους, ειδικά μεταξύ της Πυροσβεστικής και της Δασικής Υπηρεσίας. Εντύπωση μάλιστα προκαλεί το γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία που είναι τυπικά επιφορτισμένη με το συντονιστικό ρόλο σε περίπτωση δασικής πυρκαγιάς, δεν μπορεί να εκτελέσει πλήρως τα καθήκοντά της λόγω νομικού κενού.
Από την έκθεση προκύπτει η έλλειψη επαγγελματικής εκπαίδευσης του προσωπικού των φορέων που εμπλέκονται στην πυροπροστασία. Μάλιστα φαίνεται πως ιδιαίτερο βάρος πέφτει στα εναέρια μέσα πυρόσβεσης.
Σύμφωνα με το πόρισμα της επιτροπής σημειώνεται αύξηση του αριθμού των δασικών πυρκαγιών και των καμένων δασικών εκτάσεων στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 και μετά, φθάνοντας μάλιστα τα 2.700.000 καμένα στρέμματα κατά τη δραματική χρονιά του 20070 περίπου πενταπλάσια του μέσου όρου των τελευταίων σαράντα ετών.
Αδυναμία αποτελεσματικής πρόληψης
Όπως τονίζεται στο πόρισμα, οι αδυναμίες στο κομμάτι της αποτελεσματικής πρόληψης, μπορούν να αποδοθούν, μεταξύ άλλων, «στην έλλειψη ενιαίου και κοινού σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, στην απουσία εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, στη δυσκολία να υιοθετηθεί η χρήση σύγχρονων τεχνολογικών εργαλείων και επιστημονικών μεθόδων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό, στην άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και τη δημιουργία ζωνών μείξης δασών οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα. Επίσης, στην περιστασιακή ενημέρωση, ευαισθητοποίηση και κινητοποίηση των πολιτών και την αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, αλλά και στη μεγάλη δυσαρμονία των κονδυλίων που διατίθενται για την πρόληψη σε σχέση με τα πολλαπλάσια κονδύλια που δαπανώνται για την καταστολή των πυρκαγιών».
Για το θέμα της καταστολής, το πόρισμα της επιτροπής επισημαίνει ότι «τα αυξανόμενα κονδύλια της τελευταίας εικοσαετίας δεν οδήγησαν σε αντίστοιχη αύξηση στην αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα του μηχανισμού», ενώ «τα επί μέρους προβλήματα αφορούν τόσο τις δυνάμεις και τα μέσα (επίγεια, εναέρια), όσο και τον τρόπο συνεργασίας των φορέων μεταξύ τους».
Προτάσεις των αναλυτών
Οι αναλυτές ζητούν από την πολιτεία να δει το πρόβλημα των πυρκαγιών «μέσα από ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό πλαίσιο διαχείρισης» και «όχι με μεμονωμένες και ασύνδετες υπηρεσίες και δράσεις πρόληψης ή καταστολής».
Τα επιστημονικά, συμβουλευτικά και συντονιστικά καθήκοντα θα πρέπει να ανατεθούν σε έναν οργανισμό, σημειώνουν, προσθέτοντας πως αυτός ο φορέας-εγκέφαλος θα πρέπει να είναι τράπεζα γνώσεων και βηματοδότης για την συνολική αντιμετώπιση των φωτιών στα δάση και στην ύπαιθρο.