Στο ένα δισεκατομμύριο ευρώ φτάνουν οι ελληνικές εξαγωγές ελαιολάδου και επιτραπέζιας ελιάς, σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωπονίας και Δασολογίας του τομέα Επιστήμης και Τεχνολογίας Τροφίμων ΑΠΘ, Δημήτρη Γερασόπουλο. Ο καθηγητής μίλησε στον ραδιοφωνικό σταθμό του ΑΠΕ-ΜΠΕ, «Πρακτορείο 104,9 FM» επισημαίνοντας την εξαγωγική δυναμική των συγκεκριμένων προϊόντων, ενώ προειδοποίησε ότι τα περισσότερα κράτη που ασχολούνται με την ελαιοπαραγωγή αυξάνουν την έκταση των ελαιώνων τους.
«Τα περισσότερα κράτη που ασχολούνται με την ελαιοκομία αυξάνουν τις καλλιέργειες τους, συνεπώς όποιος μείνει πίσω στο κομμάτι αυτό θα έχει κάποιες συνέπειες» πρόσθεσε ο κ. Γερασόπουλος και συνέχισε: «Γι΄ αυτό είναι πολύ σημαντικό και εμείς σιγά – σιγά να αυξάνουμε την καλλιέργεια και την παραγωγή ελαιοκομικών προϊόντων».
«Να έχουμε ως δεδομένο ότι η παραγωγή έχει πολύ μεγάλες αυξομειώσεις» τόνισε ο κ. Γερασόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι αυτές οφείλονται σε μια σειρά από παράγοντες, κλιματικούς και άλλους. Πρόσθεσε ότι, λόγω της ετήσιας διακύμανσης, μια χρονιά χαμηλής παραγωγικότητας «μπορεί να βλάψει και τις εξαγωγές και το μερίδιο της αγοράς στο εξωτερικό» και συνέχισε: «Αρα, πρέπει να είμαστε σε ένα υψηλό όριο ελαιοπαραγωγής και βέβαια να μη μειονεκτήσουμε, σε σχέση με άλλες χώρες που αυξάνουν την παραγωγή τους».
Ο κ. Γερασσόπουλος θα είναι ένας από τους ομιλητές στην αυριανή ημερίδα με θέμα «Το Παρόν και το Μέλλον της Ελιάς στη Συμβατική και Βιολογική Καλλιέργεια», που διοργανώνεται από τον Αγροτικό Συνεταιρισμό Παραγωγών Βιολογικής Ελιάς Ολύνθου – Biolivia, στις τρεις μετά το μεσημέρι, στο Πολιτιστικό Κέντρο Ολύνθου, στην Ορμύλια Χαλκιδικής.
«Μια καλλιέργεια που τη διαχειρόμαστε σαν φρούτο»
Για τα τεχνικά χαρακτηριστικά που έχουν να κάνουν με την καλλιέργεια της ελιάς μίλησε στο “Πρακτορείο 104,9 FM” o γεωπόνος και σύμβουλος εδαφολογίας, εγγείων βελτιώσεων και γεωργικής μηχανικής, Δημήτρης Κισκίνης.
«Η βρώσιμη ελιά είναι μια καλλιέργεια που τη διαχειριζόμαστε σαν φρούτο, δηλαδή σαν ένα οπωροφόρο δέντρο, οπότε ο νωπός καρπός χρειάζεται περισσότερο νερό από ό,τι αν πάμε για παραγωγή λαδιού» τόνισε ο κ. Κισκίνης και πρόσθεσε: «Το νερό είναι περιοριστικός παράγοντας ειδικά στην καλλιέργεια της βρώσιμης ελιάς και πρέπει να γίνεται σωστή διαχείριση, ώστε να μεγιστοποιoύμε την παραγωγή ανά χρήστη νερού, δηλαδή, πως να κάνουμε την περισσότερη δυνατή παραγωγή, ξοδεύοντας το λιγότερο νερό».
«Η βιολογική γεωργία μπορεί να είναι πιο προσοδοφόρα και οικονομική»
«Η βιολογική γεωργία μπορεί να είναι πιο προσοδοφόρα και πιο οικονομική, έχουμε πάρα πολλά εργαλεία» τόνισε ο γεωπόνος – επιθεωρητής πιστοποίησης Βασίλειος Μουζελίμης, επισημαίνοντας ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει τεχνογνωσία, που μπορεί κάνει τη βιολογική καλλιέργεια πιο αποδοτική, ακόμη και σε σχέση με την ολοκληρωμένη, συμβατική καλλιέργεια της ελιάς.
«Έχουμε πια τα επιχειρήματα να αντικρούσουμε τους ισχυρισμούς ότι είναι πιο ακριβή ή δαπανηρή ή ασύμφορη η βιολογική καλλιέργεια της ελιάς» πρόσθεσε ο κ. Μουσελίμης.
Ο κ. Μουσελίμης τόνισε ότι «ένα από τα εργαλεία που βοηθούν στην οικονομική βιωσιμότητα ενός ελαιώνα είναι η πιστοποίηση. «Η πιστοποίηση είναι εργαλείο που ανοίγει την πρόσβαση στις αγορές» υπογράμμισε ο κ. Μουσελίμης και επεσήμανε την ανάγκη κρατικής στήριξης στα προϊόντα της ελιάς.
Σημαντική σήμανση και τυποποίηση για το λάδι ώστε να μην πωλείται χύδην
Ως προϊόν «υψηλής διατροφικής αξίας», το οποίο αποτελεί μέρος της «μεσογειακής διατροφής» και ως ένα προϊόν που συμβάλει στην «καλή υγεία» θα πρέπει να προβάλλεται το ελαιόλαδο, καθώς αυτά είναι τα «δυνατά χαρακτηριστικά» που έχει ως προϊόν, τόνισε η γεωπόνος και υποψήφια διδάκτορας αγροτικής οικονομίας με αντικείμενο το εξαγωγικό μάρκετινγκ του ελαιολάδου, Φένια Λαμπρινίδου.
Η κ. Λαμπρινίδου επεσήμανε ότι για την σωστή προώθηση του ελαιολάδου θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, μέσω ερευνών αγοράς, οι οικονομικές δυνατότητες, η ζήτηση και διατροφικές συνήθειες του κάθε τόπου, στον οποίο απευθύνεται το προϊόν και να διερευνάται η δυνατότητα επιτυχίας του στη συγκεκριμένη αγορά, ενώ είναι απαραίτητη και η καμπάνια για την προβολή του.
«Πρέπει να έχουμε μια πληροφόρηση αγοράς, όπως την ονομάζουμε, η οποία είναι πλήρως συνδεδεμένη με τη ζήτηση και με τον τρόπο που θα προωθήσουμε το ελαιόλαδο, πρέπει να ξέρουμε ποια είναι η ζήτηση το εισόδημα των καταναλωτών, τις προτιμήσεις τους και να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα, ώστε να καθορίσουμε τη στρατηγική μας για την προώθηση του προϊόντος» τόνισε η κ. Λαμπρινίδου.
Η κ. Λαμπρινίδου υπογράμμισε, ακόμη, ότι σημαντικό ζήτημα είναι η σήμανση και η τυποποίηση του ελαιολάδου, ώστε να μην πωλείται χύδην σε άλλες χώρες και να αποκτά ως προϊόν ακόμη υψηλότερη προστιθέμενη αξία και πρόσθεσε: «Έχει πολλούς θαυμαστές το ελαιόλαδο και εκτός Ευρώπης, μπορούμε να προωθήσουμε το ελαιόλαδο και στην Αμερική και στην Αυστραλία, έχει κοινό».