Οι εικόνες είχαν κάποια γοητεία. Ήταν εικόνες ενός μυστικιστή κάτω από τη μηλιά με το κεφάλι ελαφρά γυρμένο σε αναζήτηση της πνευματικής αλήθειας.
Οι τέσσερις μήνες που πέρασε ο Αγιατολάχ Χομεϊνί στο γαλλικό χωριό Neauphle-le-Château πριν επιστρέψει το 1979 στο επαναστατικό Ιράν άφησαν ανάμεικτες εντυπώσεις στους Γάλλους. Πολλοί ήταν ανήσυχοι. Άλλοι πάλι τον έβλεπαν ως ενσαρκωτή της ελπίδας. Ο Michel Foucault για παράδειγμα, τότε γνωστός διεθνώς γάλλος φιλόσοφος, τον επαινούσε ως κάποιον προορισμένο για κάτι μεγαλύτερο. «Είναι ίσως η πρώτη αντίσταση εναντίον του παγκόσμιου συστήματος, η πιο σύγχρονη και η πιο τρελή μορφή επανάστασης» έλεγε. Του είχε όμως διαφύγει η δικτατορική προδιάθεση του ιεροκήρυκα, κάτι που κόστισε στον Foucault τη φήμη του πολιτικώς αφελούς.
«5000 χρόνια αδικιών, ανέχειας και καταπίεσης»
Σε κάτι όμως επαληθεύτηκε. Ο Χομεϊνί έθεσε σε κίνηση μια επανάσταση με σχεδόν παγκόσμια εμβέλεια. Πουθενά αλλού δεν έγινε καλύτερα αντιληπτή από ό;τι στο Ιράν και τις γειτονικές του χώρες. Το επαναστατικό Ιράν στην σιιτική του εκδοχή, που ο Χομεϊνί κήρυττε, έγινε άμεσα αντιληπτό από πολλούς Ιρανούς. Ο Σάχης Μοχαμάντ Ρεζά Παχλαβί, που ανατράπηκε τον Ιανουάριο του 1979, λίγες εβδομάδες πριν την επιστροφή του Χομεϊνιί από την εξορία, κυβέρνησε τη χώρα επί 40 χρόνια με σιδερένια πυγμή. Εκμεταλλεύτηκε τη δύναμή του για να μετατρέψει το Ιράν σε χώρα δυτικού τύπου, ένα πρότζεκτ που έθεσε αμέσως σε εφαρμογή χωρίς να λάβει υπόψη του τις παραδόσεις και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Έτσι ο Χομεϊνί στα μάτια πολλών πρέσβευε το ακριβώς αντίθετο μοντέλο: μια κοινωνία, που καθοδηγείται από θρησκευτικού περιεχομένου αρχές, οι οποίες θα αποκαθιστούσαν τη χαμένη κοινωνική δικαιοσύνη. «Σε αντίθεση με το Σάχη, που διακήρυττε τη μοναρχία 2500 χρόνων, ο Χομεϊνί αντέτεινε την αδικία, την ανέχεια, τη διάκριση των τάξεων και την καταπίεση 5.000 χρόνων», γράφει ο ιστορικός Michael Axworthy στην ιστορία για την Ιρανική Επανάσταση. Το 1979 επρόκειτο να γίνει η χρονιά επιτυχίας για το πολιτικό Ισλάμ.
Η ιδέα της σύνδεσης της θρησκείας με την πολιτική είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Ένας από τους πρωτεργάτες από σιιτικής πλευράς ήταν ο Σαγίντ Μοχάμεντ αλ Χουσαϊνί, επονομαζόμενος και Τζαμάλ αλ Ντιν Αφγανί, γεννηθείς το 1838 στην ιρανική πόλη Ασανταμπάντ. Ο Αλ Χουσαϊνί εμφανίστηκε ως σουνίτης για να μπορεί να διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Αλ Αζχάρ του Καΐρου. «Αφήστε στην άκρη την αδιαφορία σας» νουθετούσε τους φοιτητές. «Ζήστε ελεύθεροι και ευτυχισμένοι, όπως οι άλλοι λαοί ή πεθάνετε ως μάρτυρες». Η ιδέα μιας εξέγερσης που να εδράζεται στην θρησκεία ήταν υπαρκτή ήδη στον κόσμο. Αναπτύχθηκε από τους Αδελφούς Μουσουλμάνους το 1920, ωρίμασε και ολοκληρώθηκε το 1979 στην παγκόσμια σκηνή με την επανάσταση του Χομεϊνί στο Ιράν και την επίθεση 500 ισλαμιστών στο Μεγάλο Τέμενος της Μέκκας, στην οποία ηγήθηκε ο νεαρός τότε Τζουχαϊμάν αλ Ουταίμπι. Ακολούθησε η εισβολή του Κόκκινου Στρατού στο Αφγανιστάν, που οδήγησε στη δημιουργία των Ταλιμπάν. Τρία γεγονότα, ένα μήνυμα: ότι στο εξής θα πρέπει κανείς να υπολογίζει στα σοβαρά με το ακραίο Ισλάμ ως πολιτικό κίνημα διαμαρτυρίας.
Η γέννηση του πολιτικού Ισλάμ
Την ισχύ του Ισλάμ αναγνώρισε και ο πρώην πρόεδρος της Αιγύπτου Ανβάρ αλ Σαντάτ. Αναζητούσε τη συνεννόηση με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους και αποφυλάκισε πολλούς από αυτούς. Σύντομα όμως χρησιμοποίησε σκληρή πολιτική εναντίον τους. Σε αυτό το πλαίσιο φυλάκισε και κακοποίησε και τον Μουχάμεντ Ισλαμμπουλί. Στον αδελφό του Χαλίντ χρεώνεται η δολοφονική επίθεση εναντίον του Σαντάτ, από τη μια για να διαμαρτυρηθεί για την πολιτική συμφιλίωσης με το Ισραήλ και από την άλλη για την κακοποίηση του αδελφού του. Το πολιτικό Ισλάμ ήταν μια αντίδραση στη βιαιότητα των αραβικών καθεστώτων, τόσο κοσμικών όσο και θρησκευτικών, με μεγάλη διείσδυση. Προφανώς αυτό συνέβη και στο Ιράν με γεγονότα, όπως η πτώση του Σάχη, η έφοδος στην αμερικανική πρεσβεία και η ομηρία διπλωματών πάνω από ένα χρόνο. Οι σιιίτες Φρουροί της Επανάστασης προκαλούσαν τις ΗΠΑ ανοιχτά. Πολλοί Μουσουλμάνοι αντίκριζαν μαγεμένοι το Ιράν με συμπάθεια. Το καθεστώς των Μουλάδων έμοιαζε να βρίσκεται στο δρόμο για να γίνει μπροστάρης στον ισλαμικό κόσμο.
Για τους Σαουδάραβες ήταν εφιάλτης. Η βασιλική οικογένεια τόνιζε το θρησκευτικό στοιχείο, αλλά απέρριπτε το κοινωνικό-επαναστατικό πρόγραμμα, που κυριαρχούσε στην Τεχεράνη. Το αποτέλεσμα ήταν η στροφή των ισχυρών στο Ριάντ στο συντηρητικό βαχαμπισμό, την κρατική θρησκεία της χώρας. Επί χρόνια οι κληρικοί της Σαουδικής Αραβίας έβγαζαν νέους θρησκευτικούς νόμους. Ο στόχος τους ήταν να εστιάσουν την προσοχή των πιστών στην ακριβή εφαρμογή της πίστης, έτσι ώστε να μην έχουν χρόνο και ενέργεια για την πολιτική και βεβαίως για επαναστατική πολιτική. Το μοντέλο ήταν και παραμένει επιτυχημένο. Η βαχαμπιστική θεωρία απέκτησε οπαδούς σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι περισσότεροι σουνίτες φονταμενταλιστές πορεύτηκαν το δρόμο του βαχαμπισμού. Εκείνο βέβαια που τότε οι Σουδάραβες δεν μπορούσαν να προβλέψουν ήταν ότι το υπερσυντηρητικό Ισλάμ βαχαμπιστικής εκδοχής οδήγησε στην ισλαμιστική τρομοκρατία και τους τζιχαντιστές.
Ιράν – Σ Αραβία: από ανταγωνιστές εχθροί
Το ακραίο Ισλάμ, σιιτικής και σουνιτικής κατεύθυνσης, έχει από το 1979 ένα κενό. Οι κοσμικές κυβερνήσεις είτε απέτυχαν, όπως ο Νάσερ στην Αίγυπτο, είτε μετατράπηκαν σε δικτατορικά καθεστώτα, όπως ο Σαντάμ στο Ιράκ ή ο Χαφίζ αλ Ασάντ στη Συρία. Απέναντί τους το πολιτικό Ισλάμ ήταν ο μόνος αξιόπιστος δρόμος για μεταρρύθμιση των πολιτικών και κοινωνικών συνθηκών. Άπειροι μουσουλμάνοι στράφηκαν σε αυτόν. Ο συνδυασμός θρησκευτικών και πολιτικών θεωριών σωτηρίας δεν άφησε καθόλου χώρο σε μετριοπαθείς δυνάμεις. Αυτό δείχνουν οι επιθέσεις της 9ης Σεπτεμβρίου του 2001 στις ΗΠΑ. Ο τζιχαντζισμός έδειξε το ακόμη πιο σκληρό πρόσωπό του, όταν οι Αμερικανοί το 2003 εισέβαλαν στο Ιράκ.
Με τα χρόνια το καθεστώς των μουλάδων στη Τεχεράνη εξελίχθηκε στον ίδιο δρόμο, όπως ο βασιλικός οίκος στη Σ. Αραβία και μετατράπηκε σε θρησκευτική δικτατορία. Παράλληλα νέες τζιχατζιστικές ομάδες, όπως το Ισλαμικό Κράτος, διέπραξαν θηριωδίες χωρίς προηγούμενο. Όμως το Ιράν και η Σαουδική Αραβία, οι δύο ηγετικές δυνάμεις των σουνιτών και των σιιτών, αποξενώθηκαν. Από ανταγωνιστές έγιναν εχθροί μέσω των πολέμων στη Συρία και την Υεμένη. Από την σκλήρυνση των πολιτικών και θρησκευτικών αντιπαραθέσεων πάσχει η περιοχή μέχρι σήμερα.