Ο θάνατος του Θεόφιλου Σεχίδη, του μακελάρη της Θάσου, ξύπνησε τις μνήμες από εκείνο το τραγικό πενταπλό έγκλημα το καλοκαίρι του 1997. Ήταν 8 Αυγούστου 1996 όταν ολόκληρο το νησί της Θάσου, αλλά και το πανελλήνιο, συγκλονίζεται από την αποκάλυψη ότι ένας 24χρονος φοιτητής Νομικής, ονόματι Θεόφιλος Σεχίδης, σκότωσε στην Ποταμιά στις 19 και 20 Μαΐου, πέντε μέλη της οικογένειάς του. Τη μητέρα του, τον πατέρα του, την αδελφή, τη γιαγιά και τον θείο του, τους οποίους αφού τους σκότωσε, τεμάχισε τα πτώματά τους, τα έβαλε σε πλαστικές σακούλες και εν συνεχεία τις έθαψε στον σκουπιδότοπο της Καβάλας.
Πίσω από τις ερμητικά κλειστές πόρτες και παράθυρα του σπιτιού της οικογένειας Σεχίδη στο Λιμένα Θάσου φώλιαζε για 75 ολόκληρες ημέρες η φρίκη. Το «στοιχειωμένο» σπίτι έκρυβε το πιο φρικιαστικό έγκλημα που έχει διαπραχθεί ποτέ στην Ελλάδα και το οποίο ανακαλύφθηκε στις 9 Αυγούστου 1996. Την ομαδική σφαγή των μελών της οικογένειας του δάσκαλου Δημήτρη Σεχίδη από τα χέρια του 24χρονου γιου του Θεόφιλου Σεχίδη.
Ο δήμιος της Θάσου, ο φοιτητής Θεόφιλος Σεχίδης, με πιστόλι και πριόνι μέσα σε δυο ημέρες εξολόθρευσε την οικογένειά του. Δολοφόνησε τον θείο του Βασίλη Σεχίδη, 57 χρόνων, τον πατέρα του Δημήτρη, την 50χρονη μητέρα του Μαρία, την 32χρονη αδελφή του και την 75χρονη γιαγιά του Ερμιόνη.
Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως, όταν αποκαλύφθηκε η συγκλονιστική αυτή ιστορία έκαναν την κοινή γνώμη να παγώσει. Καθηλωτικές ήταν και οι σκηνές της αναπαράστασης της ομαδικής δολοφονίας. Ψυχρός και αμετανόητος ο δολοφόνος περιέγραψε κυνικά με όλες τις λεπτομέρειες πώς εξόντωσε την οικογένειά του. «Ήθελαν να με βγάλουν από τη μέση. Πρόλαβα και τους σκότωσα πρώτος. Μου έκαναν ψυχολογικό πόλεμο. Τους ξέκανα για να μη με ξεκάνουν…» Φοβίες, έμμονες ιδέες που κυνηγούσαν τον ιδιόρρυθμο, μοναχικό φοιτητή, όπως τον περιγράφουν άνθρωποι που γνώριζαν την οικογένεια. Φοβίες που παρέλυσαν το μυαλό του και όπλισαν τα χέρια του σε ένα έγκλημα πέρα από κάθε λογική. Εξόντωσε τα μέλη της οικογένειάς του και μετά άρχισε να τεμαχίζει τα πτώματα τους με σιδεροπρίονο. Τοποθέτησε τα τεμαχισμένα μέλη σε σακούλες και τα μετέφερε με το αυτοκίνητο του σε σκουπιδότοπο της Καβάλας, όπου ξεφορτώθηκε το μακάβριο φορτίο του.
Το χρονικό
Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής, ο πρώτος φόνος έγινε το πρωί της 19ης Μαΐου, στην περιοχή της αρχαίας ακρόπολης της Θάσου στην περιοχή του Λιμένα. Ο Θεόφιλος Σεχίδης πήγε εκεί με τον θείο του Βασίλη για να συζητήσουν. Ωστόσο, η συζήτηση έγινε έντονη και οι δύο τους άρχισαν να τσακώνονται; «Προσπάθησε να με χτυπήσει με ένα μαχαίρι. Τον έσπρωξα και έπεσε σε γκρεμό, από ύψος 10 μέτρων. Κατέβηκα κάτω και τον είδα να ψυχορραγεί. Και για να μη βασανίζεται άλλο, του έκοψα με το μαχαίρι το κεφάλι», υποστήριξε ο δράστης. Στη συνέχεια είπε πως έκρυψε το πτώμα σε κάτι θάμνους. Μετά έφυγε, αγόρασε ένα καινούριο πουκάμισο και ένα μονόκαννο κυνηγετικό όπλο και πήγε σπίτι να περιμένει τους υπόλοιπους της οικογένειας.
Γύρω στις 7:30 της ίδιας μέρας μπήκε στο σπίτι ο πατέρας του Θεόφιλου, ο Δημήτρης, και τότε ξέσπασε νέος καυγάς. «Ο πατέρας μου είχε ένα μαχαίρι, φοβήθηκα», είχε καταθέσει. «Μόλις γύρισε για να πάει στην τουαλέτα, τον πυροβόλησα και έπεσε νεκρός. Μετά του έκοψα την καρωτίδα μ’ ένα μαχαίρι». Λίγο μετά, μπήκε στο σπίτι και η μητέρα του Μαρία.
«Κρατούσε κι αυτή μαχαίρι. Της άρπαξα το χέρι, την αφόπλισα και της έκοψα τον λαιμό με το μαχαίρι», είπε ο Σεχίδης, αλλά ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι είχε κι αυτή πυροβοληθεί στο κεφάλι. Ακολούθησε η αδελφή του Έμμυ, που είχε ακούσει την φασαρία, μπήκε στο σαλόνι, κρατώντας ένα τασάκι για να αμυνθεί. Ο Σεχίδης υποστήριξε πως κρατούσε και αυτή μαχαίρι. «Μου όρμησε και τη σκότωσα με τον ίδιο τρόπο», συμπλήρωσε….
Η δίκη
Πέντε φορές ισόβια και χρηματική ποινή 100 εκατομμυρίων δραχμών, ως ικανοποίηση των πολιτικών εναγόντων, επέβαλε το 1998 το μεικτό δικαστήριο της Δράμας στον Θεόφιλο Σεχίδη που ένα χρόνο πριν είχε σκοτώσει στη Θάσο τους γονείς του, την αδελφή του, τον θείο του και τη γιαγιά του!
Ο Σεχίδης, λίγες ώρες πριν τη δίκη είχε απειληθεί με λιντσάρισμα, άκουσε ατάραχος την απόφαση που τον έκρινε παμψηφεί ένοχο, ενώ ο συνήγορός του αρκέστηκε να πει στους δημοσιογράφους πως ο πελάτης του θα ασκήσει έφεση κατά της απόφασης.
Στην απολογία του ο Σεχίδης παραδέχθηκε τα εγκλήματά του, είπε ότι δεν μετανιώνει για τίποτε και επανέλαβε τον ισχυρισμό του ότι σκότωσε την οικογένειά του, επειδή σκόπευε να τον «ξεκάνει».
«Γνωρίζω τις κατηγορίες που μου αποδίδονται και αποδέχομαι τις πράξεις μου», είπε ο Σεχίδης, όταν ρωτήθηκε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου αν αποδέχεται το
κατηγορητήριο. Καταθέτοντας για την υπόθεση, η χήρα του δολοφονηθέντος θείου του δράστη κ. Ελένη Γυμνοπούλου – Σεχίδου σημείωσε ότι ο Σεχίδης παρουσίασε τα πρώτα δείγματα παράξενης συμπεριφοράς όταν τελείωσε το Γυμνάσιο. Η μάρτυς προσέθεσε ότι είναι σίγουρη πως είχε σχέσεις με σατανιστικές οργανώσεις, αφού μόνο έτσι εξηγείται, κατά τη γνώμη της, το γεγονός ότι ξόδευε αφειδώς. «Ο σύζυγός μου», συνέχισε η κ. Γυμνοπούλου, «ήλθε από το Βέλγιο για να τον συνετίσει, αλλά το πλήρωσε με τη ζωή του.
Τον κάλεσε ο πατέρας του Θεόφιλου, γιατί ο ίδιος δεν μπορούσε να τον βάλει στον ίσιο δρόμο. Η αλλοπρόσαλλη στάση του Θεόφιλου και ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφερόταν στην οικογένεια μας προβλημάτισε όλους». Στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και οι καταθέσεις των άλλων μαρτύρων, ενώ στην απολογία του ο Σεχίδης περιέγραψε με λεπτομέρειες πώς σκότωσε τα μέλη της οικογένειάς του, κάνοντας λόγο και για ενδοοικογενειακές συγκρούσεις. Μίλησε αρνητικά για τον θείο του και τον πατέρα του, λέγοντας για τον θείο του ότι απέκτησε με παράνομο τρόπο τα χρήματά του στο Βέλγιο και για τον πατέρα του ότι τον πίεζε και δεν τον άφηνε να κάνει όπως ήθελε τη ζωή του.
Στη δίκη κατέθεσαν και οι δύο ψυχίατροι που εξέτασαν επί ένα τρίμηνο τον Σεχίδη μετά τη δολοφονία. Ο αναπληρωτής καθηγητής της Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης κ. Γ. Καπρίνης και ο ψυχίατρος κ. Χρήστος Σκαρόπουλος κατέθεσαν ότι ο Σεχίδης δεν είναι παράφρων, αλλά πρόσωπο «με σχιζότυπη διαταραχή». Το συμπέρασμα των ψυχιάτρων είναι ότι ο Σεχίδης διέπραξε τα εγκλήματά του ενσυνειδήτως και εν επιγνώσει.
Στην αγόρευσή του, ο εισαγγελέας του δικαστηρίου ζήτησε την ενοχή του Σεχίδη για όλες τις πράξεις που του καταλογίζονταν και είπε ότι, αν ίσχυε η ποινή του θανάτου, θα έπρεπε άνευ ετέρου να του επιβληθεί. Ο εισαγγελέας χαρακτήρισε, ακόμη, τον Σεχίδη «εγκληματία του αιώνα» και πρότεινε να μην του αναγνωρισθεί κανένα ελαφρυντικό.
Η αίτηση αποφυλάκισης
21 χρόνια μετά, ο Σεχίδης, το 1997 έλεγαν οι πληροφορίες ότι ο Σεχίδης ήταν έτοιμος να επανενταχθεί στην κοινωνία, καθώς η αίτηση αποφυλάκισης που κατέθεσε πέρσι είχε γίνει, σύμφωνα με πληροφορίες, δεκτή υπό όρους.
Η αίτηση αυτή στηρίχτηκε στον νέο νόμο Κοντονή (τον 4322), σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση που συντρέχουν σωρευτικά δύο ή τρεις ποινές ισόβιας κάθειρξης, ο κρατούμενος πρέπει για κάθε μία από αυτές να παραμείνει πραγματικά 15 χρόνια στην φυλακή. Για να απολυθεί, υπό όρους ο κατάδικος αυτός, πρέπει να έχει εκτίσει το άθροισμα των ποινών αυτών, όχι όμως πάνω από 25 χρόνια.
Από τα 25 χρόνια πρέπει να έχει εκτίσει πραγματικά τα 19 χρόνια και για τα υπόλοιπα 6 χρόνια μπορεί να γίνει ένας διαφορετικός υπολογισμός.
Ο Σεχίδης, λοιπόν, εφ’ όσον έχει συμπληρώσει 19 έτη εγκλεισμού και εφ’ όσον δύναται να αιτηθεί ευεργετικό υπολογισμό άλλων 6 ετών, τότε είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτηση απόλυσης υπό όρους -κάτι που έπραξε.
Καθοριστικό ρόλο φαίνεται πως έπαιξε τόσο η διαγωγή που έδειξε όλα αυτά τα χρόνια που έμεινε στη φυλακή όσο και οι ψυχιατρικές γνωματεύσεις.
Αξίζει να σημειωθεί ότι εξαρχής οι ψυχίατροι που κλήθηκαν να εξετάσουν τον Θ. Σεχίδη (ο καθηγητής ψυχιατρικής Γιώργος Καπρίνης, μαζί με τον ψυχίατρο Χρήστο Σκαρόπουλο) είχαν δηλώσει πως ο 24χρονος -τότε- φοιτητής είχε πλήρη επίγνωση των πράξεών του, ήταν άτομο προσανατολισμένο στο χώρο, το χρόνο και τον εαυτό του και έχει καλά οργανωμένο λόγο, αλλά χωρίς συναίσθημα, ενώ πίστευε ότι ήταν νόθο παιδί για αυτό και ήθελε να δολοφονήσει τους συγγενείς του.
Η κατάστασή του, όμως, φάνηκε να χειροτέρευε τα επόμενα χρόνια, καθώς το 2010 ο ψυχίατρος στον ΟΚΑΝΑ του Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στα καταστήματα κράτησης της ψυχιατρικής πτέρυγας Κορυδαλλού εκείνη την περίοδο, εξέφρασε την άποψη ότι «Ο Θεόφιλος Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια.
Μερικές φορές, ειδικά στις αρχικές φάσεις της ψυχικής νόσου, είναι δύσκολο να τεθεί μια οριστική διάγνωση. Στις ψυχιατρικές διαγνώσεις ο παράγοντας ‘’χρόνος’’ παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, γιατί η κλινική εικόνα του ασθενούς εμπλουτίζεται ή και αλλάζει».