Τον κίνδυνο οι επερχόμενες εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να διαμορφώσουν έναν ένα συσχετισμό όπου κόμματα με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι επικριτικά για την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επισημαίνει έκθεση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων (European Council of Foreign Relations), ενός think-tank με έδρα το Βερολίνο.
Ο φόβος των συντακτών της έκθεσης είναι ότι κόμματα από ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, που όμως χαρακτηρίζονται από επικριτική στάση απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα μπορούσαν να έχουν πάνω από το ένα τρίτο των εδρών στην επόμενη Ευρωβουλή.
Οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν ότι σε αυτή την περίπτωση θα μπορούν να επηρεάζουν σημαντικές αποφάσεις, ιδίως εάν τα υπόλοιπα κόμματα δεν μπορούν να συμφωνήσουν. Επίσης, θα μπορούν να μπλοκάρουν τη διαδικασία του άρθρου 7 της Συνθήκης του άρθρου 7 που αφορά τη διαπίστωση της παραβίασης των αρχών του κράτους δικαίου από κράτος-μέλος.
Είναι γεγονός ότι η έκθεση στηρίζει τα συμπεράσματά της στην άθροιση πολιτικών ρευμάτων πολύ διαφορετικών (ακροδεξιών και εθνικιστικών από τη μία, ριζοσπαστικών αριστερών από την άλλη) που δύσκολα θα μπορούσαν να έχουν κοινή στάση μέσα στο Ευρωκοινοβούλιο, ενώ ορισμένες από τις προβλέψεις είναι ίσως υπερβολικές. Όμως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι όλα δείχνουν ότι πάμε στις ευρωεκλογές της δυσαρέσκειας για ένα ευρωπαϊκό οικοδόμημα που καθημερινά διαψεύδει τις προσδοκίες των πολιτών.
Κυβερνήσεις σε αγωνία μπροστά στις κάλπες
Παρότι παραδοσιακά οι ευρωεκλογές χαρακτηρίζονται από πιο χαλαρή ψήφο σε σχέση με τις εθνικές εκλογές (σε ορισμένες χώρες αυτό διευκολύνεται από το γεγονός ότι οι ευρωεκλογές έχουν και αναλογικότερο σύστημα από τις εθνικές), εντούτοις τα πολιτικά τους μηνύματα είναι πάντα σημαντικά.
Και με αυτή την έννοια δεν είναι τυχαίο ότι ο Εμανουέλ Μακρόν δοκιμάζει ένα μεγάλο άνοιγμα στην γαλλική κοινωνία για να μπορέσει να αποφύγει το συμβολισμό μιας μεγάλης αποδοκιμασίας στην κάλπη των ευρωεκλογών. Σε αρκετές δημοσκοπήσεις μάλιστα το κόμμα του, που ήταν ο μεγάλος θριαμβευτής των εθνικών εκλογών, βρίσκεται στη δεύτερη θέση πίσω από τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν.
Αλλά και στη Γερμανία παρότι οι Χριστιανοδημοκράτες αναμένεται να διατηρήσουν την πρώτη θέση μένει να δούμε πόσο ψηλά θα είναι τελικά τα ποσοστά της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία, την ίδια ώρα που σημαντικός χώρος υποδοχής μια δυσαρέσκειας αναμένεται να είναι και οι Πράσινοι.
Σε κάθε περίπτωση σε δύο κομβικές για την συνολική αρχιτεκτονική της Ευρώπης είναι σαφές ότι το μήνυμα θα είναι ότι έχουν ηγεσίες πιο αδύναμες, την ώρα που η ευρωπαϊκή οικονομία μπαίνει σε τροχιά επιβράδυνσης αν όχι ύφεσης και διάφορα προβλήματα όπως το προσφυγικό παραμένουν το ίδιο οξυμμένα.
Η άνοδος της ακροδεξιάς
Την ίδια ώρα όλα δείχνουν ότι θα υπάρξει σαφής καταγραφή ανοδικής τάσης της ακροδεξιάς. Πέραν της Μαρίν Λεπέν που θέλει να επαναλάβει την «πρωτιά» των προηγούμενων εκλογών είναι εντυπωσιακή η ανάδειξη της ακροδεξιάς Λέγκας στην κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην Ιταλία. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοσκοπήσεις πλέον της δίνουν σαφή πρωτιά σε σχέση με το Κίνημα των 5 Αστεριών στις Ευρωεκλογές αλλά και σε τυχόν νέες βουλευτικές εκλογές με τον Ματέο Σαλβίνι να διεκδικεί μάλιστα και συνολικότερο ρόλο στη διαμόρφωση ενός ακροδεξιού πόλου στην Ευρώπη.
Αντίστοιχα δεν είναι χωρίς σημασία οι εξελίξεις στην Ισπανία. Εκεί όπου τα προηγούμενα χρόνια το βασικό θέμα συζήτησης ήταν μια αριστερόστροφη δυναμική που είχε εκφραστεί με το κύρια μέσα από το Podemos σήμερα το ερώτημα είναι ποια θα είναι η δύναμη του ακροδεξιού VOX που έκανε την εμφάνισή του στις τοπικές εκλογές της Ανδαλουσίας και αναμένεται να έχει καταγραφή και στις ευρωεκλογές.
Στην άνοδο συντηρητικών απόψεων, αλλά και εμφανώς ακροδεξιών σχηματισμών ας μην παραλείψουμε τη σημασία των εκλογών στις χώρες τις διεύρυνσης, όπου τέτοιοι σχηματισμοί (που σε ορισμένες περιπτώσεις όπως π.χ. στην Ουγγαρία έχουν και την εξουσία με καθαρή πλειοψηφία), δείχνουν να βρίσκονται σε άνοδο.
Τα ερωτήματα για την ευρωαριστερά
Παρότι εντείνονται τα φαινόμενα δυσαρέσκειας κατά των κυβερνητικών πολιτικών αλλά και κατά του τρόπου που λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, εντούτοις ο χώρος της αριστεράς είναι σε μια σχετική αμηχανία.
To Podemos που είχε κάνει την πρώτη του δυναμική εμφάνιση το 2014 σπαράσσεται από μια εσωτερική έριδα ανάμεσα στις δύο ηγετικές μορφές τον Ιγλέσιας και τον Ερεχόν, με τον δεύτερο να υποστηρίζει την ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση από μια κλασική αριστερή ρητορική, την ίδια ώρα που βρίσκεται αρκετά χαμηλά στις δημοσκοπήσεις την ώρα που οι Σοσιαλιστές ανακτούν μέρος της δύναμής τους.
Την ίδια στιγμή αυτό που φαινομενικά ήταν το μεγαλύτερο επίτευγμα της ευρωαριστεράς, δηλαδή η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας από τον ΣΥΡΙΖΑ, για μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς φαντάζει πολιτικό πρόβλημα, όπως έδειξε και η επιλογή του Ζαν Λυκ Μελανσόν να ζητήσει την αποπομπή ουσιαστικά του ΣΥΡΙΖΑ από το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς.
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το ενδεχόμενο ένα μέρος της δυσαρέσκειας να κατευθυνθεί και προς τα αριστερά, ιδίως εκεί όπου υπάρχουν και σημαντικές κοινωνικές κινητοποιήσεις. Με αυτή την έννοια θα έχει μεγάλη σημασία στη Γαλλία εάν και σε ποιο βαθμό θα μπορέσει το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» να έχει κάποια πολιτική εκπροσώπηση, είτε άμεση και αυτοτελή, είτε μέσα από κάποιο σχηματισμό που θα εκφράσει και τα δικά τους αιτήματα και διεκδικήσεις.
Η κρίση του ευρωπαϊκού ονείρου
Η σχετική υποχώρηση των δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών που κυριάρχησαν στο Ευρωκοινοβούλιο αλλά και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (το εσωτερικό του οποίου είναι από τα πεδία σύγκρουσης ανάμεσα στην ακροδεξιά και την κλασική ακροδεξιά) και των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών, είναι μία από τις εκφράσεις μιας συνολικότερης πολιτικής κρίσης που διαπερνά το ευρωπαϊκό πολιτικό οικοδόμημα.
Η αδυναμία έγκαιρης και συντονισμένης απάντησης στην οικονομική κρίση, η επικέντρωση στον «αυτόματο πιλότο» της δημοσιονομικής πειθαρχίας χωρίς τη διαμόρφωση εναλλακτικών αναπτυξιακών υποδειγμάτων, η διαρκής αναβολή της πραγματική αναμόρφωσης και του ουσιαστικού εκδημοκρατισμού των ευρωπαϊκών θεσμών (εάν και στο βαθμό βέβαια που θα το δέχονταν οι κυβερνήσεις), η συνεχής υποκατάσταση της πολιτικής στρατηγικής από τον τακτικισμό και τον τεχνοκρατισμό, όλα αυτά παράγουν μια ολοένα και μεγαλύτερη αποξένωση των ευρωπαίων πολιτών από το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Αυτή έρχεται να προστεθεί στη διαρκή δυσπιστία απέναντι σε κυβερνήσεις που απλώς εκμεταλλεύονται τη δυσαρέσκεια για να εφαρμόσουν μετά πολιτικές που απλώς τις επιτείνουν και με δεδομένη την απουσία χώρων που μπορούν πραγματικά να προτείνουν μια συγκροτημένη ριζοσπαστική εναλλακτική κατεύθυνση, που να συνδυάζει τη δημοκρατία με την δικαιοσύνη, απλώς θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν πρόσφορο έδαφος για όλες τις παραλλαγές της ψήφου διαμαρτυρίας.