Την προστασία των μικρομεσαίων επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών που έχουν ενεχυριάσει το σπίτι τους, για τη λήψη τραπεζικού δανείου, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ανάγκες της επιχείρησής τους, αλλά και τον διαχωρισμό του ΑΦΜ της επιχείρησης από το ΑΦΜ του επιχειρηματία, ζητά από την κυβέρνηση το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο της Αθήνας, που ξεκινάει άμεσα διάλογο, γι΄ αυτά τα θέματα και με την Ελληνική Ένωση Τραπεζών.
Σε συνάντηση που είχε σήμερα με δημοσιογράφους ο πρόεδρος του Επιμελητηρίου Παύλος Ραβάνης και η διοικητική επιτροπή του Επιμελητηρίου, σχολιάζοντας τις επικείμενες αλλαγές του νόμου Κατσέλη για τα κόκκινα δάνεια και την προστασία της πρώτης κατοικίας των δανειοληπτών, τόνισε ότι το ΒΕΑ έχει ζητήσει από το οικονομικό επιτελείο, να ληφθεί ειδική μέριμνα, για όσους επιχειρηματίες έχουν ενεχυριάσει το σπίτι τους για τη λήψη δανείου για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας της επιχείρησής τους.
«Έχουμε προτείνει η αξία του ακινήτου να υπολογιστεί με βάση την εμπορική και όχι την αντικειμενική του αξία, ενώ ως Επιμελητήριο θα ζητήσουμε, τις επόμενες μέρες, συνάντηση με την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών, προκειμένου να ενημερωθούν οι τράπεζες για τις προτάσεις μας, αλλά και την οικονομική κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων», σημείωσε ο κ. Ραβανής.
Μάλιστα όπως αναφέρθηκε στη συνάντηση, το ΒΕΑ θα προτείνει νέα νομοθετική ρύθμιση, με την οποία θα γίνεται διαχωρισμός του ΑΦΜ της επιχείρησης από το ΑΦΜ του φυσικού προσώπου- επιχειρηματία, ώστε η δυσμενής κατάσταση της επιχείρησης, να μην παρασύρει και τις οικογένειες των επιχειρηματιών.
«Είναι σημαντικό, η τελική μορφή του νόμου να είναι δίκαιη και παράλληλα να ανακουφίζει όσους επιχειρηματίες έχουν αποδεδειγμένη αδυναμία να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους», τόνισε ο πρόεδρος του ΒΕΑ.
Εξέλιξη της επιχειρηματικότητας
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στατιστικά του ΓΕΜΗ για την εξέλιξη της επιχειρηματικότητας στην Ελλάδα. Σύμφωνα λοιπόν με στοιχεία που έχει στην διάθεσή της η διοίκηση του ΒΕΑ, οι εγγραφές επιχειρήσεων το 2017 και το 2018, κινούνται στα ίδια επίπεδα, φτάνοντας τις 1.070 πέρυσι, όταν το 2017 ήταν 1.068 και μόλις 885 το 2016. Στον αντίποδα, οι διαγραφές είναι αισθητά μειωμένες το 2018, καθώς ανήλθαν σε 734, ενώ το 2017 ήταν 830 και το 2016, 2.391. Σε ό,τι αφορά στα μέλη του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας, παραμένουν σταθερά την τελευταία τριετία, φτάνοντας τις 35.350 επιχειρήσεις το 2018.
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο κ. Ραβάνης και στην ηλεκτρονική Υπηρεσία Μίας Στάσης (ΥΜΣ), που τη χαρακτήρισε σημαντικό αναπτυξιακό εργαλείο. Σύμφωνα μάλιστα με τα στοιχεία του Επιμελητηρίου το 2017 υπήρξαν 395 συστάσεις νέων επιχειρήσεων μέσω της ΥΜΣ, ενώ το 2018 ο αριθμός αυτός αυξήθηκε, μετά την αυτοματοποίηση του συστήματος, φτάνοντας τις 447 μέχρι τέλος του 2018. Σε αυτή την κατεύθυνση, το ΒΕΑ έχει καταθέσει αίτημα προς το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, ώστε και η σύσταση των ατομικών επιχειρήσεων να γίνεται μέσω της Υπηρεσίας Μίας Στάσης.
Ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα, καταγράφει το Κέντρο Διαμεσολάβησης του ΒΕΑ όπου τράπεζες και οφειλέτες βρίσκουν τη χρυσή τομή, με αναπροσαρμογή των οφειλών στις δυνατότητες των επιχειρηματιών. Το ποσοστό επιτυχίας των διαμεσολαβήσεων πανελλαδικά, ανέρχεται σε 85%, επιτρέποντας στους επιχειρηματίες να εξοφλήσουν τις οφειλές τους και ταυτόχρονα να εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους. Στόχος του Επιμελητηρίου είναι η γνωστοποίηση της παρεχόμενης υπηρεσίας σε όσο το δυνατόν περισσότερες επιχειρήσεις, προκειμένου να διευθετήσουν τις οφειλές τους, μακριά από δικαστικές αίθουσες και αποφεύγοντας τις κατασχέσεις.
Αναφερόμενος στις γενικότερες πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις, ο κ, Ραβάνης τόνισε, ότι «δεν χωράει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε σε μια άτυπη προεκλογική περίοδο, την ίδια στιγμή που χώρα μας βρίσκεται σε οικονομικό και κοινωνικό μεταίχμιο. Όλοι μας, η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση, τα κόμματα, οι κοινωνικοί εταίροι, η Κοινωνία των Πολιτών, είμαστε συνυπεύθυνοι για τα επόμενα βήματα. Και τα επόμενα βήματα δεν μπορούν να είναι άλλα, από την έμφαση στην ανάπτυξη, στις επενδύσεις, στις θέσεις εργασίας, ώστε να μπορούμε να χρηματοδοτήσουμε το κοινωνικό κράτος και τις ανάγκες του πληθυσμού μας που γερνάει. Εμείς, ως το Επιμελητήριο αυτών που παράγουν, θα καλέσουμε τα κόμματα αλλά και την τοπική αυτοδιοίκηση, να τοποθετηθούν συγκεκριμένα για τα ζητήματα που απασχολούν την επιχειρηματική κοινότητα και τους επαγγελματίες, όπως τη ρευστότητα, τη φορολόγηση, τη διευκόλυνση των οικονομικών υποχρεώσεων προς το κράτος, τα κόκκινα δάνεια, το επιχειρηματικό περιβάλλον, την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη».