Αναλυτικό σχόλιο για την καθυστέρηση των συμπεφωνημένων με τους εταίρους μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα δημοσιεύει η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt υπό τον τίτλο «Αθηναϊκό déjà-vu».
«Στο τέλος της μακρόχρονης διάσωσης της Ελλάδας, το ΔΝΤ αρνήθηκε να εμβάσει έστω και ένα ακόμη δολάριο στην Αθήνα, κυρίως για ένα λόγο: οι ειδικοί αμφισβητούσαν την εκτίμηση των Ευρωπαίων ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παρέμενε και μετά το τέλος του προγράμματος στήριξης σε μεταρρυθμιστική τροχιά και πως θα πετύχαινε μεγάλα πλεονάσματα. Οι διαμάχες των τελευταίων ημερών μεταξύ των διεθνών πιστωτών και της Αθήνας επιβεβαιώνουν ότι οι ανησυχίες τους ήταν βάσιμες. Είναι αλήθεια ότι αυτό το διάστημα η οικονομία στην Ελλάδα εξελίσσεται θετικά. Με τις προβλέψεις για την ανάπτυξη να κυμαίνονται στο 2,2% επί του ΑΕΠ, η χώρα ενδέχεται να αναπτυχθεί με διπλάσιους ρυθμούς απ’ ό,τι η Γερμανία. Ωστόσο πρόκειται για ανάκαμψη χαμηλού επίπεδου μετά τη δραματική κατάρρευση της οικονομίας κατά την περίοδο της κρίσης».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο μεταδίδει η DW στην επισκόπηση Τύπου «αυτό αυξάνει την πίεση που ασκείται στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα. Μετά από χρόνια περικοπών και λιτότητας οι πολίτες ζητούν το μερίδιό τους από την ανάκαμψη της χώρας. Και με τις εκλογές να πλησιάζουν ο Τσίπρας θα συνεχίσει να ενδίδει. Ήδη τώρα η ελληνική κυβέρνηση καθυστερεί και πάλι στην υλοποίηση συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων. Οι Ευρωπαίοι απειλούν πλέον ότι δεν θα εγκρίνουν τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους στα οποία συμφώνησαν επί της αρχής το περασμένο καλοκαίρι. Τουλάχιστον έχουν ακόμη αυτό το μικρό μέσο πίεσης. Σε σχέση με το παρελθόν όμως δεν ασκείται πια έντονη κριτική στον Τσίπρα. Οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να υπάρξει ανοιχτή σύγκρουση. Δεν θέλουν να φοβίσουν τους επενδυτές που δειλά-δειλά ξεκινούν να δανείζουν και πάλι χρήματα στην Ελλάδα. Το βασικό πρόβλημα όμως παραμένει: η πρόγνωση των Ευρωπαίων ότι μέχρι το 2060 η Αθήνα θα πετυχαίνει κάθε χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2,2% ήταν ‘στοχευμένη αισιοδοξία’ που μάλλον δεν θα γίνει πραγματικότητα. Και έτσι μεσοπρόθεσμα θα τεθεί και πάλι το ερώτημα αν η Ελλάδα μπορέσει ποτέ να αποπληρώσει τα 290 δις ευρώ των δανείων στήριξης. Οι Ευρωπαίοι σκόπιμα υπερτίμησαν τη διάθεση της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις».
«Ο Τσίπρας υπόσχεται δεκάδες χιλιάδες προσλήψεις»
Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας δημοσιεύεται ένα ακόμη άρθρο στο οποίο επισημαίνεται ότι ο έλληνας πρωθυπουργός διστάζει να προβεί στις μεταρρυθμίσεις λόγω των επικείμενων βουλευτικών εκλογών. Με τίτλο «Προεκλογικά δώρα αντί μεταρρυθμίσεων – ο Τσίπρας μπαίνει σε τροχιά προεκλογικού αγώνα», αναφέρει: «Μια από τις εκκρεμότητες αφορά νέα νομοθετήματα σχετικά με την πτώχευση ιδιωτών. Μέχρι τώρα οι ιδιοκτήτες ακινήτου που χρωστούν στις τράπεζες προστατεύονται από κατάσχεση. Κάτι το οποίο ενθαρρύνει πολλούς οφειλέτες να μην εξυπηρετούν πλέον τα στεγαστικά τους δάνεια ενώ θα μπορούσαν.
Θεσμοί και τράπεζες ζητούν τη χαλάρωση των κανονισμών προστασίας. Στόχος είναι να επιταχυνθεί η μείωση του αριθμού των κόκκινων δανείων και να σταθεροποιηθούν οι τράπεζες που σήμερα αντιμετωπίζουν πρόβλημα. […]
Ο Τσίπρας διστάζει να υλοποιήσει αυτή τη μη δημοφιλή μεταρρύθμιση. Διότι βρίσκεται σε προεκλογικό αγώνα. Το αργότερο τον Οκτώβρη πρέπει να εκλεγεί μια νέα βουλή. Ειδικοί ωστόσο εκτιμούν ότι αυτό θα γίνει ήδη την άνοιξη αφού ο συνασπισμός του Τσίπρα με τους δεξιούς λαϊκιστές διαλύθηκε.
Για να αυξήσει τα ποσοστά του στις δημοσκοπήσεις ο Τσίπρας μοιράζει τώρα προεκλογικά δώρα: χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους πιστωτές ακύρωσε μια συμπεφωνημένη προσαρμογή του ΦΠΑ σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου, αύξησε από την 1η Φεβρουαρίου τον κατώτατο μισθό κατά 11% και υπόσχεται δεκάδες χιλιάδες νέες προσλήψεις στο δημόσιο. Η μεταρρυθμιστική ατζέντα αντίθετα, περνά σε δεύτερη μοίρα. Αυτό ενδέχεται να στοιχίσει πολλά χρήματα στην Αθήνα. Διότι στο πλαίσιο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους οι πιστωτές συμφώνησαν στην επιστροφή κερδών που πέτυχαν οι κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος με τα ελληνικά ομόλογα.
Πρόκειται για 4,8 δις ευρώ τα οποία πρόκειται να εκταμιευτούν σε εξαμηνιαίες δόσεις μέχρι το 2022, εφόσον η Αθήνα υλοποιεί τις συμπεφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Η πρώτη δόση έπρεπε να εκταμιευτεί ήδη τον Δεκέμβρη του 2018. Ωστόσο οι ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών δεν την ενέκριναν ακόμη διότι η Αθήνα δεν προχωρά σε μεταρρυθμίσεις».