«Πολύ πέρα από τη στεναχώρια που δεν είσαι τώρα εδώ, μαζί μου – τόσο πολύ πέρα από τη στεναχώρια αυτή, που αδυνατώ πια να φανταστώ τη ζωή που ζήσαμε μαζί- η απουσία σου έχει γίνει για μένα εμμονή. Τι είναι αυτή η εμμονή με την απουσία, ώστε ν’ αδυνατώ να φανταστώ μια παρουσία;». Αυτοί οι στίχοι του Ντέιβιντ Πλαντ ζωντανεύουν στην σκηνή του δώματος του θεάτρου του Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7 και Θαρύπου, Νέος Κόσμος, τηλ. 2109212900, είσοδος 10-13 ευρώ) στην παράσταση «Ο αγνός εραστής» που παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21.15.
«Ο αγνός εραστής» είναι μια ελεγεία του Αμερικανού συγγραφέα Ντέιβιντ Πλαντ για τον επί σαράντα χρόνια σύντροφό του, τον Έλληνα ποιητή και εκδότη Νίκο Στάνγκο, την κοινή τους ζωή και το τραγικό τέλος της. Μια μακρά σε διάρκεια ερωτική αφιέρωση, μια σχεδόν σωματική και συγκινητική σπουδή πάνω στο θέμα της απώλειας και του πένθους, της μνήμης και της φαντασίωσης.
Σε μια εποχή καταιγιστική, κατά την οποία ο άνθρωπος «δημιουργεί δεσμούς εξαρχής χαλαρούς, ώστε να μπορούν να λύνονται εύκολα, γρήγορα και δίχως πόνο», πέντε μόλις χρόνια μετά το θάνατο του συντρόφου του, ο Ντέιβιντ Πλαντ καταγράφει μια πολυετή ιστορία αφοσίωσης που διαπερνά όλο το φάσμα της συναισθηματικής διακύμανσης: από την έξαψη της πρώτης φοράς στην απόγνωση. Από το απόλυτο σμίξιμο στην απόλυτη μοναξιά. «Εσύ, εσύ, εσύ» γράφει συνεχώς και συνθέτει ταυτόχρονα τη βιογραφία του συντρόφου του, αλλά και μια αφήγηση της ιστορίας της Ελλάδας από το 1936 (έτος γέννησης του Στάνγκου) έως το 2004, πάντα σε δεύτερο ενικό πρόσωπο. Μια απόλυτη ερωτική αφιέρωση, ένας «εξοντωτικός, τολμηρός, προσωπικός θρήνος», όπως γράφει σχετικά ο Φίλιπ Ροθ.
Μια παράσταση-αφήγηση όπου, σε αντίθεση με την πραγματική ιστορία, τέσσερις ηθοποιοί, δύο γυναίκες και δύο άνδρες, σχηματίζοντας 4 ζευγάρια (δύο ετερόφυλα και δύο ομόφυλα) εναλλάσσονται διαρκώς επί σκηνής και μιλούν για την αληθινή, ουσιαστική αγάπη, ανεξαρτήτως φύλων, ανεξαρτήτως ηλικίας, ανεξαρτήτως καταγωγής. Στην πλήρη έκφραση και ουσία της. Και τελικά, την ανάγκη έκφρασής της στην άγρια και μοναχική εποχή μας.
Πρωταγωνιστούν οι Μάνος Βαβαδάκης, Κατερίνα Πατσιάνη, Θάνος Τσακαλίδης και Ειρήνη Φαναριώτη. Η σκηνοθεσία είναι του Άρη Λάσκου.
Ο Άρης Λάσκος μιλάει στα «Νέα» για την έμπνευσή του για την παράσταση, τους αιώνιους δεσμούς και τον έρωτα.
Τι σας ιντρίγκαρε στο έργο και το επιλέξατε για να το παρουσιάσετε;
Αρχικά νομίζω ο τίτλος του. Συνδυάζει το επίθετο «αγνός», που από τον μεσαίωνα και έπειτα έχει πάρει και μια χροιά ηθική, με την έννοια της καθαρότητας, της αγιοσύνης, της άρνησης των εγκόσμιων, με το ουσιαστικό «εραστής», που το σημαινόμενό του απηχεί κυρίως τον σαρκικό έρωτα. Ήθελα λοιπόν να δω τι θα σήμαινε αυτό το πάντρεμα δύο φαινομενικά αντίθετων εννοιών. Όταν πια το διάβασα, έμεινα εμβρόντητος μπροστά στην γενναιοδωρία αυτής της ιστορίας αγάπης και πένθους. Πρόκειται για μια αφοπλιστικά ειλικρινή κατάθεση ψυχής, μια πνευματική αναζήτηση, που εκκινεί από τα βιογραφικά στοιχεία μιας υπαρκτής σχέσης δύο ανθρώπων που διήρκεσε 38 ολόκληρα χρόνια για να προβληματιστεί εν τέλει για το τι είναι μια σχέση, από τι «υλικά» φτιάχνεται, πως δομείται, πως δύο άνθρωποι μπορούν όχι μόνο να συμπορεύονται, αλλά να συνυπάρχουν. Και πως μπορούν να ζήσουν ακόμα κι όταν αυτή η κοινή ζωή τελειώσει. Τι σημαίνει τελικά «επιβιώνω» μετά από μια τρομακτική απώλεια. Επανερχόμενος στον τίτλο, διαπίστωσα πως αυτοί οι δύο άνθρωποι υπήρξαν μαζί τόσο επιτυχημένα γιατί αγάπησαν όχι μόνο ο ένας τον άλλον, αλλά όσο το πνεύμα, άλλο τόσο το σώμα, όσο τις «υψηλές» στιγμές τους, άλλο τόσο και τις πιο «ποταπές», μικρές, ανθρώπινες, τις αδυναμίες τους. Ερωτεύτηκαν και άφησαν ελεύθερο όχι μόνο το αίσθημα αλλά και το ένστικτο.
Τι ιδιαιτερότητες παρουσιάζει μια παράσταση αφήγηση όπως είναι αυτή;
Αν την κοιτάξουμε περιληπτικά, θα δούμε πως μάλλον είναι μια χιλιοειπωμένη ιστορία: κάποιος ερωτεύεται κάποιον, ερωτεύονται παράφορα, ζουν μαζί μια ευτυχισμένη ζωή και, δυστυχώς, ο ένας πεθαίνει. Το έχουμε δει, το έχουμε διαβάσει, το έχουμε ακούσει, ίσως και να το έχουμε ζήσει. Άρα λοιπόν δεν έπρεπε να επενδύσουμε στο σασπένς. Στην «ανατροπή», ή σε αυτό που λέμε στο θέατρο «συμβάν». Το σημαντικό εδώ δεν είναι το ΤΙ έγινε, αλλά το ΠΩΣ έγινε. Πως υπήρξαν αυτοί οι δύο άνθρωποι μαζί. Πως αγαπήθηκαν. Πως υπήρξαν τελικά ο ένας για τον άλλο. Έτσι αποφασίσαμε η ιστορία να ξεκινάει ανάποδα: από το τέλος προς την αρχή. Ενθυμούμενοι ίσως και τη δομή της αρχαίας τραγωδίας: στον πρόλογο γίνονται όλα γνωστά, ακριβώς για να μπορέσουμε ήσυχοι πια να παρατηρήσουμε και να ακούσουμε το πως (έγινε ότι έγινε).
Έπειτα ήθελα να ακολουθήσουμε ακριβώς τον τρόπο που ο David Plante έχει συγγράψει το βιβλίο του: σαν μια μεγάλη ερωτική αφιέρωση, το γράφει στο δεύτερο ενικό. Σπάνια τον βλέπουμε να μιλάει για τον εαυτό του. Κι αν το κάνει, το κάνει μόνο για να συμπληρώσει την εικόνα του συντρόφου του. Η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα λοιπόν ήταν να πάμε κόντρα στην ναρκισσιστική φύση του θεάτρου και του ερμηνευτή και να «εξουδετερώσουμε» τον σκηνικό μας εαυτό. Να υπηρετήσουμε αποκλειστικά την ιστορία. Πολύ συχνά στις πρόβες έλεγα στους ηθοποιούς: «το μεγαλύτερο επίτευγμά μας θα είναι αν οι θεατές σας ξεχνάνε». Με την έννοια ότι θα τους έχουμε παρασύρει τόσο, που δεν θα βλέπουν εμάς, αλλά μέσω ημών, θα βλέπουν τις δικές τους ζωές, τους δικούς τους εραστές, τους δικούς τους έρωτες.
Αν και το έργο αναφέρεται στη σχέση ενός ομόφυλου ζευγαριού, στη σκηνή εμφανίζονται επίσης και ετερόφυλα ζευγάρια. Τι επιτυγχάνετε με αυτόν τον τρόπο;
Η ιστορία αυτή δεν είναι μια ιστορία ομοφυλόφιλων ανδρών. Ή τουλάχιστον όχι μόνο δύο ομοφυλόφιλων ανδρών. Ναι, τυπικά ξεκίνησε το 1966 στο Λονδίνο μεταξύ του David Plante και του Νίκου Στάγκου. Όμως, ο τρόπος που αυτή απομνημονεύεται, οι λέξεις που χρησιμοποιούνται, οι στοχασμοί και οι προβληματισμοί του Plante, που σαν άλλος ιστορικός «ξεψαχνίζει» από την αρχή όλη την ιστορία της ζωής του, προσπαθώντας να αναγνωρίσει ποιο κομμάτι του εαυτού του συνέδεσε με αυτόν τον άνθρωπο, ώστε να μπορέσει μετά την απώλειά του να συνεχίσει να υπάρχει και να ζήσει πλήρης (αυτό δηλαδή που οι ψυχολόγοι ονομάζουν ως «διαδικασία του πένθους»), καθιστούν αυτήν την ιστορία καθολική, οικουμενική. Μια ιστορία που μας αφορά όλους. Και ομοφυλόφιλους, και ετεροφυλόφιλους, και μεγάλους, και νεαρούς, και τους «σε σχέση» και τους μόνους. Όλοι μας έχουμε αγαπήσει, όλοι μας έχουμε πονέσει, όλοι έχουμε πιστέψει πως δεν θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε μετά από μια δύσκολη στιγμή. Κι όμως, τελικά – άλλοι πιο σύντομα, άλλοι αργότερα – μπορέσαμε ή τουλάχιστον προσπαθούμε να επανέλθουμε. Για αυτό μιλάει «ο αγνός εραστής». Είναι άλλωστε αυτό που λέει ο ίδιος ο David προς το τέλος του βιβλίου του «χαλάρωσε λέω στον εαυτό μου. Άσε ελεύθερα όλα όσα νιώθεις. Αφέσου στη θλίψη και ω! άσε αυτή την θλίψη να απλωθεί κι άλλο. Μέχρι που να πάψει αυτή η θλίψη να είναι δική μου».
Γι αυτό επί σκηνής την ιστορία μοιράζονται δύο αγόρια και δύο κορίτσια. Γιατί είναι η ιστορία όλων μας.
Σε μια εποχή που ο άνθρωπος δημιουργεί συχνά δεσμούς χαλαρούς, μια παράσταση σαν τη δική σας που υμνεί τη διαρκή αγάπη, τι μηνύματα μπορεί να στείλει;
Ότι οι σχέσεις, η αγάπη θέλουν χρόνο, επένδυση και κόπο. Και γενναιοδωρία. Ζούμε εποχές φοβικές και περίκλειστες, είμαστε σε εσωτερική διαταραχή, τόσο που δεν αφήνουμε χώρο δίπλα μας για τον άνθρωπο που θα ήθελε ή θα μπορούσε να έρθει. Χρειάζεται να «ανοίξουμε», να αφήσουμε πίσω τον εαυτό μας και την όποια ασφάλεια πιστεύουμε ότι έχουμε δημιουργήσει, και να αφοσιωθούμε σε έναν άλλο άνθρωπο. Για να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε. Συχνά σκέφτομαι ότι αφού συνέβη σε αυτούς τους δύο ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να συμβεί σε όλους μας. Ναι, υπάρχει ένας «χρόνος στα αλήθεια μεγάλος να ζει για τον έναν ο άλλος», όπως λέει και ένα τραγούδι. Αρκεί να θέλουμε να ζήσουμε για κάποιον άλλον, όχι μόνο για μας τους ίδιους. Και κυρίως να μάθουμε να μη φοβόμαστε την «σκοτεινή» περιοχή. Ο πόνος, η απώλεια, το πένθος είναι όλα συστατικά στοιχεία της ζωής μας. Έχουμε φτάσει πια σε ένα σημείο που επικοινωνούμε μόνο μέσω δια της ανάτασης, της αναζήτησης της ευφορίας. Ξεχνάμε πως το τραύμα και η μελαγχολία συσπειρώνουν κι αυτά. Και μας κάνουν καλύτερους ανθρώπους.
Πώς μέσα από τη βιογραφία του Στάγκου περνάει η ιστορία της Ελλάδας;
Ο Στάγκος γεννήθηκε το 1936 και πέθανε το 2004. Έζησε όλον τον «βραχύ» – όπως τον χαρακτηρίζουν οι ιστορικοί – εικοστό αιώνα. Ξεκινώντας από μια ιδιαίτερα φτωχή οικογένεια, έζησε την Κατοχή στην Αθήνα, υπήρξε εξαίρετος μαθητής, φιλέρευνος και εντυπωσιακά ευρυμαθής, φοίτησε στο Χάρβαρντ, έζησε στην Αγγλία και αναδείχθηκε σε μια σπουδαία λογοτεχνική και πνευματική προσωπικότητα του Λονδίνου. Μια πορεία που απηχεί όλη τη γενιά του, αλλά σε ένα πιο συμβολικό επίπεδο και την ιστορία της Ελλάδας: πως ένα μικρό και οικονομικά ασθενές κράτος, αναπτύχθηκε και, περνώντας αυτήν την «άνοιξη» των 60’s – 70’s, έγινε εξωστρεφές και κοσμοπολίτικο. Όταν μάλιστα ο ίδιος ασθενεί, η Ελλάδα βρίσκεται στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσής της, περνώντας σε αυτήν την δεκαετή πια ζοφερή και πένθιμη περίοδο που ζούμε. Βέβαια, δεν είναι ο στόχος της παράστασης να αναδειχθεί αυτή η παράλληλη ιστορία, αλλά κυρίως μέσα από τα πολλά σημαινόμενα που αποδίδονται σε μια θεατρική παράσταση, μέσω αυτής της διαδρομής από τα υψηλά στην απώλεια, να «αποχαιρετήσουμε» όλοι κάποιον χαμένο πια παράδεισο: μια σχέση, έναν φίλο, μια κατάσταση, μια ιδέα, τον παλιό μας εαυτό, ένα κρυφό μας όνειρο. Ότι δεν είναι πια εδώ.
Η παράσταση είναι πλούσια σε συναισθήματα. Πώς διαχειρίζεστε όλο αυτό το βαρύ συναισθηματικά φορτίο;
Καταρχάς κοιτώντας το κατάματα. Δεν προσπαθούμε να του κρυφτούμε. Ένας από τους λόγους που ήθελα να κάνω αυτό το έργο ήταν ακριβώς για να φτιάξω μια παράσταση που να μιλάει αληθινά για το συναίσθημα. Κουράστηκα από την αποδόμηση, από τις «κόντρα» επιλογές, από τις ανατροπές. Ήθελα μια απλή ιστορία που να ακουμπήσει τις ταραγμένες μας ψυχές.
Να μας κάνει πάλι να αισθανθούμε. Ως θεατές. Να επικοινωνήσουμε με το συναίσθημά μας. Κι αυτό επιτεύχθηκε στη διάρκεια των προβών με τους ηθοποιούς αφενός με ειλικρίνεια και «ανοιχτωσιά» ως προς τη συναισθηματική φόρτιση που τυχόν θα προέκυπτε, αλλά κυρίως μέσω της τεχνικής και της ακρίβειας. Επέμεινα πολύ στην «παρτιτούρα» του κειμένου και στην – όσο γίνεται – ανάκτηση της προφορικότητας μιας αφήγησης. Να παίζουμε όπως μιλάμε στις ζωές μας. Και να αφήσουμε την ιστορία να μιλήσει για μας. Όχι εμείς για την ιστορία.
Τα ζητήματα της απώλειας, του πένθους αλλά και της μνήμης πώς διαπερνούν το έργο σας;
Η παράσταση είναι όλη αφιερωμένη στην μνήμη. Του χαμένου συντρόφου, της σχέσης που διακόπηκε, του εαυτού που κάποτε υπήρξε πλήρης και ευτυχής. Σαν ένα συνεχές παιχνίδι του μυαλού ή αλλιώς σαν ένα ταξίδι στις αναμνήσεις: όλα έχουν συμβεί ήδη και επί σκηνής ο κάθε αφηγητής προσπαθεί μέσω της διαδικασίας της μνήμης, συνειρμικά, να ανασυντάξει τις αναμνήσεις του, να θυμηθεί στιγμές μιας κοινής ζωής, να προβληματιστεί πάνω σε αυτές προκειμένου να διαχειριστεί αυτήν την απώλεια που βιώνει. Και τελικά να διαπιστώσει πως η απώλεια είναι κι αυτή μια εκδοχή της παρουσίας. Όπως και οι ηθοποιοί μιλούν διαρκώς για ένα πρόσωπο που δεν είναι φυσικά παρόν στη σκηνή, αλλά ακριβώς λόγω αυτής της ενδελεχούς αφήγησης είναι τελικά σαν να είναι μαζί τους ή διακριτικά κάπου πιο πίσω τους, έτσι και στη ζωή: όσοι «λιγόστεψαν τόσο παράξενα μέσα στη ζωή μας» (όπως λέει και ο Σεφέρης) δεν είναι φυσικά μαζί μας, αλλά κάπως, με κάποιον τρόπο μας συντροφεύουν. Και είναι μαζί μας με άλλον τρόπο. Και ίσως να είναι μια ανακούφιση αυτό: να αντιλαμβάνεσαι την απουσία, σαν μια άλλη μορφή της παρουσίας.