Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση την Πέμπτη από το κολοσσό του διαδικτυακού εμπορίου Amazon.com ότι εγκαταλείπει τα σχέδιά της για την κατασκευή δεύτερης έδρας στη Νέα Υόρκη, εξαιτίας των αντιδράσεων τοπικών πολιτικών και οργανώσεων, προκάλεσε πολιτική αναταραχή σ’ όλη τη Νέα Υόρκη, με υποστηρικτές και αντιπάλους της συμφωνίας μεταξύ της εταιρείας και της Πολιτείας και του δήμου Νέας Υόρκης να ανταλλάσσουν κατηγορίες.
Η κατάρρευση της συμφωνία αναμένεται να επηρεάσει και τα πολιτικά πράγματα στην Ελληνοαμερικανική Κοινότητα της Νέας Υόρκης. Και οι τρεις ομογενείς αξιωματούχοι που εκλέγονται στην Αστόρια (ο πολιτειακός γερουσιαστής Μιχάλης Γιάνναρης, η πολιτειακή βουλευτής Αραβέλλα Σιμωτά κι ο δημοτικός σύμβουλος Κώστας Κωνσταντινίδης) είχαν ζητήσει σημαντικές αλλαγές στη συμφωνία. Μάλιστα ως δεύτερος την τάξη στη Γερουσία και επικεφαλής της αρμόδιας επιτροπής που θα λάμβανε την τελική απόφαση, ο Μιχάλης Γιάνναρης ήταν σε θέση να σταματήσει τη συμφωνία.
Από την άλλη, Ελληνοαμερικανοί επιχειρηματίες με μεγάλα συμφέροντα στην αγορά ακινήτων, οι οποίοι αν υλοποιούνταν η συμφωνία θα έβλεπαν τις περιουσίες τους να πολλαπλασιάζονται, εκφράζουν οργή. Υπέρ της συμφωνίας τάχθηκε η ομογενής πολιτειακή βουλευτής του Μπρούκλιν Νικόλ Μαλλιωτάκη, που εκλέγεται με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Στις δηλώσεις των αξιωματούχων της Νέας Υόρκης είναι εύκολο να διακρίνει κανείς τις βαθιές ιδεολογικές διαφορές δεξιάς – αριστεράς και το ενδιαφέρον εστιάζεται στο πως αυτή η διαμάχη θα εκφραστεί στις επόμενες εκλογές το 2020, αλλά και στις δημοτικές εκλογές.
Με βάση τη συμφωνία που είχε γίνει, η Πολιτεία και ο δήμος της Νέας Υόρκης θα πρόσφεραν κίνητρα με τη μορφή φορολογικών ελαφρύνσεων προς την Amazon, ύψους περίπου 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ με τη δημιουργία δεύτερης έδρας στη Νέα Υόρκης η εταιρεία θα δημιουργούσε 25.000 θέσεις εργασίας (με μέσο μισθό 150.000 δολάρια το χρόνο) εντός δεκαετίας, με την προοπτική αυτές να ανέλθουν μέχρι τις 40.000. Περίπου 1.300 θέσεις εργασίας θα δημιουργούσαν οι εργασίες ανέγερσης των εγκαταστάσεων, ενώ υπολόγιζαν ότι η παρουσία της Amazon θα δημιουργούσε αμέσως ή εμμέσως συνολικά 107.000 θέσεις εργασίας.
Η συμφωνία επίσης προνοούσε καταβολή 5 εκατομμυρίων από την εταιρεία για επαγγελματική επιμόρφωση εργαζομένων, δημιουργία μη κερδοσκοπικής εταιρείας για την επιμόρφωση και πρόσληψη ντόπιων εργαζομένων από τη γειτονιά του Long Island City, «επωαστήρα» νεοφυών επιχειρήσεων κλπ.
Ωστόσο, σε ακρόαση του Δημοτικού Συμβουλίου Νέας Υόρκης τον Ιανουάριο, η έκθεσης της οικονομικής επιτροπής ανέφερε ότι το κόστος για τον δήμο θα ήταν κατά 987 εκατομμύρια δολάρια μεγαλύτερο από τους αρχικούς υπολογισμούς.
Ένα βασικό επιχείρημα όσων αντιδρούσαν στη συμφωνία αφορούσε το ύψος της επιδότησης προς μία εταιρεία – κολοσσό, τη στιγμή που και άλλες μεγάλες εταιρείες (Facebook, Google κ.α.) εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη, χωρίς περαιτέρω κίνητρα από τα καθιερωμένα. Τα χρήματα της επιδότησης – υποστήριζαν – θα τα στερηθούν τα κοινωνικά και εκπαιδευτικά προγράμματα του δήμου, ο οποίος παράλληλα θα επιβαρυνθεί για τις δαπάνες που θα πρέπει να γίνουν στις δημόσιες συγκοινωνίες, τη δημιουργία νέων σχολείων και το αποχετευτικό.
Ο κυβερνήτης Αντριου Κουόμο – που ήταν κι ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής της συμφωνίας – υποστήριζε ότι κάθε δολάριο προς την Amazon θα έφερνε 9 στον Δήμο και την Πολιτεία της Νέας Υόρκης.
Ο κατάλογος των παραπόνων αυτών που αντιδρούσαν στη συμφωνία περιλάμβανε, επίσης, τη μη δέσμευση της Amazon να χρησιμοποιεί εργάτες, οι οποίοι ανήκουν σε συνδικαλιστικές ενώσεις, τις επιπτώσεις της παρουσίας των εγκαταστάσεων της εταιρείας στις δημόσιες μεταφορές και στις υποδομές της περιοχής (αποχετευτικό), αλλά και την αναμενόμενη μεγάλη αύξηση των ενοικίων.
Η Amazon διευκρίνισε ότι θα προχωρήσει, όπως ήταν προγραμματισμένο, με τα σχέδιά της για την οικοδόμηση εγκαταστάσεων στη Βόρεια Βιρτζίνια και το Νάσβιλ και “θα συνεχίσει να προσλαμβάνει και να αναπτύσσεται” στα 17 γραφεία που διαθέτει ήδη στις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Η απόφαση της Amazon να ακυρώσει το σχέδιο δημιουργίας δεύτερης έδρας στη Νέα Υόρκη αιφνιδίασε τους τοπικούς πολιτικούς, καθώς ο κυβερνήτης Κουόμο με τον δήμαρχο Ντι Μπλάζιο είχαν από τη Δευτέρα εντατικές επαφές και συσκέψεις με την εταιρεία και τους αντιδρώντες, με στόχο να γεφυρώσουν τις διαφορές.
Η εταιρεία είχε αρχίσει ήδη να εξετάζει εναλλακτικές λύσεις από την περασμένη εβδομάδα. Καθώς δεν είχε ακόμη αγοραστεί κάποιο οικόπεδο για την κατασκευή της δεύτερης έδρας, αποφασίστηκε να εγκαταλειφθεί το σχέδιο, όπως είπε μια πηγή στο πρακτορείο Reuters.
Οργισμένη ήταν η αντίδραση του κυβερνήτη Νέας Υόρκης ‘Αντριου Κουόμο. «Μια μικρή ομάδα πολιτικών θέτει τα δικά τους στενά πολιτικά συμφέροντα πάνω από την κοινότητά τους, ( καθώς αλλεπάλληλες δημοσκοπήσεις έδειξαν συντριπτική υποστήριξη στην εγκατάστασης της Amazon στο Long Island City) το οικονομικό μέλλον της Πολιτείας μας και τα συμφέροντα του λαού της Πολιτείας. Η Γερουσία της Πολιτείας της Υόρκης έχει κάνει τεράστιες ζημιές και πρέπει να λογοδοτήσει για αυτή τη χαμένη οικονομική ευκαιρία».
Αν και θερμός υποστηρικτής της συμφωνίας, ο δήμαρχος Μπιλ ντι Μπλάζιο επέκρινε την εταιρεία επειδή υπαναχώρησε στο σχέδιό της, λέγοντας ότι πέταξε την ευκαιρία και δεν κατάφερε να συνεργαστεί με την κοινότητα.
«Πρέπει να είσαι σκληρός για να τα καταφέρεις στη Νέα Υόρκη. Έχουμε τα καλύτερα ταλέντα στον κόσμο και καθημερινά αναπτύσσουμε μια ισχυρότερη και δικαιότερη οικονομία για όλους. Αν η Amazon δεν αναγνωρίζει την αξία αυτού του πράγματος, θα την αναγνωρίσουν οι ανταγωνιστές της», δήλωσε ο δήμαρχος Νέας Υόρκης.
Ο αναπληρωτής ηγέτης της Γερουσίας, Μιχάλης Γιάνναρης, σε δήλωσή του ανέφερε ότι «η σημερινή συμπεριφορά της Amazon δείχνει το γιατί θα ήταν κακός συνεργάτης για τη Νέα Υόρκη σε κάθε περίπτωση. Αντί να εμπλακεί σοβαρά με την κοινότητα που επρόκειτο να αλλάξει βαθιά, η Amazon συνέχισε την προσπάθεια του εκβιασμού της κυβέρνησης για αποσπάσει αυτό που ήθελε. Ήρθε η ώρα για έναν εθνικό διάλογο σχετικά με τους κινδύνους αυτών των μορφών εταιρικών επιδοτήσεων».
Σε μια σύντομη συνέντευξη Τύπου, ο κ. Γιάνναρης δήλωσε ότι η αποτελεσματική απόρριψη του σχεδίου από τη Νέα Υόρκη πρέπει να είναι ένα σημείο εκκίνησης για να συζητηθεί η λογική παρομοίων εταιρικών επιδοτήσεων, όπως η καταστροφή του Foxconn στο Wisconsin.
«Υπάρχει λόγος για τον οποίο η Ευρώπη απαγορεύει τέτοιου είδους επιχορηγήσεις», δήλωσε ο κ. Γιάνναρης, για να προσθέσει: «και πρέπει να εξετάσουμε εκτενώς και επίπονα αν θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο πράγμα».
Σε ανάρτηση στο Twitter η πολιτειακή βουλευτής Αραβέλλα Σιμωτά αναφέρει πως «η χορήγηση επιδότησης ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μια εταιρεία που ανήκει στον πλουσιότερο άνθρωπο στον πλανήτη ήταν πάντα μια κακή ιδέα».
Ο δημοτικός σύμβουλος Νέας Υόρκης Κώστας Κωνσταντινίδης ανέφερε πως «από την αρχή, η διαδικασία προσέλκυσης της Amazon στο Δυτικό Κουίνς αγνοούσε την κοινότητα και πρότεινε μια δωρεά ύψους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε μια εταιρεία πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων. Δεν προκαλεί σοκ σε κανέναν ότι από την αρχή επρόκειτο για καταστροφική και κακή πολιτική. Η Νέα Υόρκη έχει εφαρμόσει εδώ και καιρό διαδικασίες για να εξασφαλίσει ότι κάθε έργο – από ένα καφενείο πεζοδρομίου έως ένα κεντρικό γραφείο εταιρείας – λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες της κοινότητας. Οι αντιρρήσεις μας δεν απαντήθηκαν ποτέ και δικαίως αντιταχθήκαμε σε αυτήν την κακή συμφωνία. Το σημερινό είναι φυσικό αποτέλεσμα ότι κλείσατε τα αυτιά σας στις νόμιμες ανησυχίες των ανθρώπων και την παράκαμψη τους υπέρ των εταιρειών».
Ειρωνικό ήταν το σχόλιο της υπερσυντηρητικής πολιτειακής βουλευτίνας του Μπρούκλιν, Νικόλ Μαλλιωτάκη.
«Καλά τα πάτε αντι-καπιταλιστές. Οι φορολογούμενοι ήθελαν μια καλύτερη συμφωνία, όχι να σκοτώσετε τη συμφωνία. Αυτοί οι εκλεγμένοι αξιωματούχοι που πολέμησαν με νύχια και με δόντια την Amazon χωρίς να επιδείξουν ευελιξία, απλώς έχασαν πάνω από 25.000 καλές θέσεις εργασίας για τους ψηφοφόρους και τους ανθρώπους της Νέας Υόρκης».