Τα βραβεία Όσκαρ, που απονέμονται κάθε χρόνο από την Ακαδημία Κινηματογράφου των ΗΠΑ, μπορεί να κατακρίνονται όσο κανένας άλλος ανάλογος θεσμός, να αμφισβητούνται με πάθος οι επιλογές της και τα κριτήρια των βραβεύσεων να προκαλούν ειρωνικά σχόλια, παραμένει όμως η ύψιστη διάκριση για την κινηματογραφική βιομηχανία. Στα 88 χρόνια του θεσμού, μόνο πέντε έλληνες δημιουργοί έχουν κρατήσει το επίχρυσο αγαλματάκι:
Η ηθοποιός Κατίνα Παξινού(1944), ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις (1961), ο σκηνογράφος Βασίλης Φωτόπουλος (1965), ο συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου (1982) και ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς (1983).
Το Όσκαρ της Κατίνας Παξινού
Στις 2 Απριλίου 1944, μεσούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και με την Ελλάδα να βιώνει τον τελευταίο χρόνο της Κατοχής, η μεγάλη ελληνίδα ηθοποιός Κατίνα Παξινού βραβεύτηκε με το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία του Σαμ Γουντ «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα», κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Έρνεστ Χεμινγουέι, που αναφέρεται στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο του 1936. Η τελετή έγινε στο «Κινέζικο Θέατρο» του Λος Άντζελες.
Η Παξινού δεν έγινε μόνο η πρώτη Ελληνίδα που κράτησε στα χέρια της το Όσκαρ. Έγινε και η πρώτη μη Αμερικανίδα που τιμήθηκε με το βραβείο της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η γεμάτη πάθος και ταμπεραμέντο ερμηνεία της Πιλάρ, ενσαρκώθηκε ιδανικά από τη μεγάλη ελληνίδα ηθοποιό. Κρατώντας στα χέρια της το Όσκαρ, υπέρκομψη στη μαύρη τουαλέτα της, η Κατίνα Παξινού, με την υποβλητική φωνή της είπε δυo λόγια «από καρδιάς», αποδεχόμενη την βράβευσή της: «Επιτρέψτε μου να μοιραστώ τη μεγάλη τιμή που απονέμεται απόψε σε μένα με τους συναδέλφους μου του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδος, είτε έφυγαν είτε βρίσκονται στη ζωή, μια που η μοίρα με όρισε να τους αντιπροσωπεύω εδώ.
Είμαι βαθιά συγκινημένη και θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου την εταιρία Παραμάουντ που μου πρόσφερε το ρόλο της Πιλάρ, τον κ. Μπάντι ντε Σίλβα, τον σκηνοθέτη μου Σαμ Γουντ και όλους όσοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτήν την ευτυχισμένη στιγμή. Θέλω, επίσης, να ευχαριστήσω τους ψηφοφόρους και την Επιτροπή Βραβείων της Ακαδημίας που μου έδωσαν εκτός από την τιμή, την ευκαιρία να στείλω από τα τηλεπικοινωνιακά μέσα, τη βαθιά μου αγάπη και το θαυμασμό στους ηρωικούς στρατιώτες του μεγάλου σας έθνους, τους νέους της Αμερικής που πολεμούν με τους συμμάχους τους, σε όλο τον κόσμο για την Ελευθερία, τη Δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Το Όσκαρ του Μάνου Χατζιδάκι
Στις 17 Απριλίου 1961, απονεμήθηκε στον Μάνο Χατζιδάκι το Όσκαρ καλύτερου τραγουδιού για τα «Παιδιά του Πειραιά» από την ταινία του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή». Ο σπουδαίος έλληνας συνθέτης δεν αντιμετώπισε ποτέ το Όσκαρ ως ξεχωριστή στιγμή στην καριέρα του: «Μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…» έλεγε. «Για μένα δεν αποτελεί το στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα».
Η υποψηφιότητα της Μελίνας Μερκούρη
Η Μελίνα Μερκούρη ήταν υποψήφια για τον Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου, αλλά έχασε από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, πρωταγωνίστρια της ταινίας «Butterfield 8» («Ζήσαμε στην αμαρτία», ο ελληνικός τίτλος). Η ταινία του Ντασέν είχε άλλες δύο υποψηφιότητες: του Ζιλ Ντασέν (σενάριο και σκηνοθεσία) και της Ντένης Βαχλιώτη (κουστουμιών ασπρόμαυρης ταινίας).
Οι υποψηφιότητες του Μιχάλη Κακογιάννη και το Όσκαρ του Βασίλη Φωτόπουλου
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 5 Απριλίου 1964, ο Μιχάλης Κακογιάννης θριαμβεύει με τον «Αλέξη Ζορμπά». Ο ίδιος δεν βραβεύτηκε (ήταν υποψήφιος για τρία Όσκαρ: καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και σεναρίου), αλλά η ταινία του κερδίζει τρία Όσκαρ: Β’ Γυναικείου Ρόλου στη Λίλα Κέντροβα (υποδυόταν τη Μαντάμ Ορτάνς), φωτογραφίας στον Γουόλτερ Λασάλι και καλλιτεχνικής διεύθυνσης – σκηνικών για ασπρόμαυρη ταινία στον Βασίλη Φωτόπουλο. Από τους πιο ταλαντούχους δημιουργούς, ο Βασίλης Φωτόπουλος (1934-2007) ήταν ουσιαστικά κάτοχος κι ενός ακόμη Όσκαρ, για το οποίο όμως ουδέποτε υπήρξε υποψήφιος! Ο έλληνας σκηνογράφος – ζωγράφος είχε υπογράψει και τα 75 σκηνικά της ταινίας του Ελία Καζάν «Αμέρικα, Αμέρικα» (1962). Ο σκηνοθέτης, όμως, αφαίρεσε από τους τίτλους της ταινίας το όνομα του Φωτόπουλου, αφήνοντας μόνο του Αμερικανού Τζιν Κάλαχαν, που είχε την επιμέλεια των σκηνικών αντικειμένων. Το ακλόνητο επιχείρημα του Καζάν ήταν: «Μα ποιος θα πίστευε ότι αυτά τα σκηνικά έγιναν από ένα Ελληνόπουλο;».
Ο Μιχάλης Κακογιάννης έφτασε δύο ακόμη φορές ως την τελετή απονομής, με την «Ηλέκτρα» (1962) και την «Ιφιγένεια» (1977), υποψήφιες για το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας.
Από τους εγχώριους σκηνοθέτες, ο Βασίλης Γεωργιάδης είχε διεκδικήσει δύο φορές το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, με τα «Κόκκινα φανάρια» το 1963 (αλλά βρήκε απέναντί του το «8½» του Φεντερίκο Φελίνι) και με το «Χώμα βάφτηκε κόκκινο» το 1965. Το 2017, η Δάφνη Ματζιαράκη διεκδίκησε το Όσκαρ στην κατηγορία ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για την ταινία της «4.1 Miles».
Το Όσκαρ του Βαγγέλη Παπαθανασίου
Στις 29 Μαρτίου 1982 ο συνθέτης Βαγγέλης Παπαθανασίου, με διεθνή καριέρα ως Vangelis, κερδίζει Όσκαρ για τη μουσική της ταινίας του Χιου Χάντσον «Οι Δρόμοι της Φωτιάς». Είναι βασισμένη στην αληθινή ιστορία δύο βρετανών ερασιτεχνών δρομέων, που έχουν βάλει στόχο να κερδίσουν το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1924. Η μουσική του Βολιώτη συνθέτη έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της ταινίας.
Παρόλο που η ταινία αναφέρεται στη δεκαετία του ‘20, ο Vangelis χρησιμοποίησε ηλεκτρονικούς ήχους της δεκαετίας του ‘80, με ευρεία χρήση συνθετητών (συνθεσάιζερ) και πιάνου. Ήταν ένα τόλμημα που απέδωσε, καθώς στις ταινίες εποχής συνηθιζόταν να γράφεται συμφωνική μουσική. Ιδιαίτερα η μουσική των τίτλων έναρξης θεωρείται από τις κορυφαίες και δημοφιλέστερες στιγμές στην ιστορία της κινηματογραφικής μουσικής κι έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε ταινίες και τηλεοπτικά σόου.
Το Όσκαρ του Κώστα Γαβρά
Τον επόμενο χρόνο, στις 11 Απριλίου 1983, ο εγκατεστημένος στην Γαλλία έλληνας σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς τιμήθηκε με το Όσκαρ προσαρμοσμένου σεναρίου για την ταινία του «Ο Αγνοούμενος» («Missing», ο πρωτότυπος τίτλος), που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Τόμας Χάουζερ και αναφέρεται στην πραγματική ιστορία του αμερικανού δημοσιογράφου Τσάρλι Χόρμαν, που εξαφανίσθηκε στη Χιλή του δικτάτορα του Αουγκούστο Πινοτσέτ. Τη μουσική της ταινίας είχε γράψει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, που ήταν υποψήφιος για Όσκαρ.
Το 1969, ο διεθνής Τύπος επιφύλαξε θερμή υποδοχή στο «Ζ» του Κώστα Γαβρά, τη χρονιά που η ταινία προβλήθηκε στις Κάννες. Το 1970 το «Ζ» ήταν υποψήφιο για πέντε Όσκαρ (Ο Γαβράς ήταν υποψήφιος για τη σκηνοθεσία και το σενάριο) και κέρδισε δύο: μοντάζ και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας που απονεμήθηκε στους παραγωγούς Ζακ Περέν και Αχμέντ Ρασεντί.
Τα …ελληνικής καταγωγής Όσκαρ
Στα Όσκαρ με ελληνική διάσταση μπορούμε να προσμετρήσουμε αυτά που έχουν κατακτήσει και οι ελληνικής καταγωγής κινηματογραφιστές και ηθοποιοί.
Ο μικρασιάτης σκηνοθέτης Ελία Καζάν (Ηλίας Καζαντζόγλου) κέρδισε δύο Όσκαρ σκηνοθεσίας για τις ταινίες του ««Συμφωνία Κυρίων» (1948) και το «Λιμάνι της Αγωνίας» (1955) κι ένα για το σύνολο της καριέρας του (1999), ενώ ήταν υποψήφιος πέντε φορές: Τρεις για το «Αμέρικα Αμέρικα» (1964), μία για το «Λεωφορείο ο Πόθος» (1952) και μία για το «Ανατολικά της Εδέμ» (1956).
Ο ελληνικής καταγωγής αυστραλός σκηνοθέτης Τζορτζ Μίλερ (Γιώργος Μηλιώτης) κέρδισε Όσκαρ για την ταινία κινουμένων σχεδίων «Happy Feet» (2007), ενώ ήταν υποψήφιος πέντε φορές, για τις ταινίες του «Λορέντζο» (1993), «Μπέιμπ: Το Μικρό Γουρουνάκι στη Μεγάλη Πόλη» (1996) και Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής (2016).
H ευαίσθητη ματιά του ελληνοαμερικανού σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν (Κωνσταντίνος – Αλέξανδρος Παπαδόπουλος) αναγνωρίστηκε από το 1999 με μία υποψηφιότητα καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για το «Σκάνδαλα στα θρανία». Το «Πλαγίως» θα αποσπάσει πέντε υποψηφιότητες το 2005 κι αυτή τη φορά το Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου θα γίνει δικό του, όπως και για την ταινία «Οι απόγονοι» (2012), η οποία κέρδισε συνολικά πέντε υποψηφιότητες. Η «Νεμπράσκα» θα διεκδικήσει έξι βραβεία το 2014, ένα από τα οποία για τον ελληνικής καταγωγής διευθυντή φωτογραφίας Φαίδωνα Παπαμιχαήλ.
Ο ελληνοαμερικανός ηθοποιός Τζορτζ Τσακίρης βραβεύτηκε με το Όσκαρ Β’ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του στο «West Side Story» (1961) και η ελληνομερικανίδα Ολυμπία Δουκάκη απέσπασε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία «Κάτω από τη λάμψη του Φεγγαριού» (1987).
Ο πιονέρος του αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά Τζον Κασαβέτης κέρδισε την πρώτη του υποψηφιότητα το 1967 ως ηθοποιός και όχι ως σκηνοθέτης για την ταινία «Και οι 12 ήταν καθάρματα». Η χρονιά του ως δημιουργός είναι το 1968 με τα «Πρόσωπα», ταινία που κέρδισε τρεις υποψηφιότητες (καλύτερου σεναρίου, καλύτερου β’ ανδρικού και καλύτερου β γυναικείου ρόλου). Θα ακολουθήσουν δυο υποψηφιότητες το 1974 για το «Μια γυναίκα εξομολογείται» (καλύτερης σκηνοθεσίας και α’ γυναικείου ρόλου) και μία υποψηφιότητα α’ γυναικείου ρόλου το 1980 για την «Γκλόρια».
Τα δικά τους Όσκαρ διεκδίκησαν η σεναριογράφος Χριστίνα Λαζαρίδη (γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, αλλά δραστηριοποιούμενη στις ΗΠΑ) για την ταινία μικρού μήκους «One Day Crossing» (2001) και η Ελληνοκαναδή Νία Βαρντάλος για το σενάριο της ταινίας «Γάμος α λα ελληνικά» το 2003.
Το 1974 ο σκηνογράφος Ντιν Ταβουλάρις, στενός συνεργάτης του Φράνσις Φορντ Κόπολα, απέσπασε το Όσκαρ καλλιτεχνικής διεύθυνσης – σκηνικών για τον «Νονό, μέρος 2ο» και την ίδια χρονιά η Θεώνη Βαχλιώτη – Όλντριτζ, το Όσκαρ κοστουμιών για τον «Υπέροχο Γκάτσμπι».
Ο ελληνικής καταγωγής από την πλευρά της μητέρας του γάλλος συνθέτης Αλεξάντερ Ντεσπλά ήταν υποψήφιος οκτώ φορές τα τελευταία χρόνια για το Όσκαρ μουσικής. Ό,τι δεν κατάφερε το 2007 με τη «Βασίλισσα», το 2009 με την «Απίστευτη ιστορία του Μπένζαμιν Μπάτον», το 2010 με το «Απίθανο κύριο Φοξ», το 2011 με την «Ομιλία του βασιλιά», το 2013 με το «Επιχείρηση: Argo» και το 2014 με τη «Φιλουμένα», το κατάφερε το 2015 με το «Ξενοδοχείο Grand Budapest». Την ίδια χρονιά ήταν υποψήφιος και για τη μουσική του στην ταινία «Το παιγνίδι της μίμησης».
Χρόνια αργότερα, το 2011, στην ίδια κατηγορία ήταν υποψήφιος ο Γιώργος Λάνθιμος, σκηνοθέτης με διεθνή απήχηση τα τελευταία χρόνια, για την ταινία του «Κυνόδοντας». Το 2017 είναι και πάλι υποψήφιος μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου για το σενάριο της ταινίας του «Αστακός».
Οι υποψηφιότητες του Γιώργου Λάνθιμου
Η οσκαρική περιπέτεια του Γιώργου Λάνθιμου, ξεκίνησε το 2011, όταν ήταν υποψήφιος στην κατηγορία της καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για το οικογενειακό δράμα «Κυνόδοντας», που έκανε αίσθηση και άρχισε να εκτοξεύει την φήμη του διεθνώς. Συνεχίστηκε το 2017, όταν διεκδίκησε το Όσκαρ σεναρίου, μαζί με τον Ευθύμη Φιλίππου για την ταινία του «Αστακός». Το 2019, ήταν η μεγάλη χρονιά για τον 45χρονο σκηνοθέτη. Η ταινία του «Η Ευνοούμενη» είναι υποψήφια για 10 Όσκαρ, δύο από τα οποία (καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας διεκδικεί ο ίδιος).
Πηγή: sansimera