Στα μετεμφυλιακά χρόνια μπορούσε κανείς να παρατηρήσει το εξής φαινομενικά παράδοξο: βιομήχανοι και επιχειρηματίες, παραδοσιακά προσκολλημένοι στη Δεξιά (μερικοί αργότερα και στη Χούντα) προτιμούσαν να έχουν αριστερούς λογιστές. Ο λόγος απλός: τους θεωρούσαν έντιμους.
Είναι και αυτό μια ένδειξη του πώς διαμορφώθηκε ιστορικά αυτό που συνηθίσαμε να λέμε το «ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς». Ένα ηθικό πλεονέκτημα που αφετηρία του είχε τη στάση των αριστερών στις αλλεπάλληλες διώξεις τόσο προπολεμικά όσο και μεταπολεμικά. Ήταν η αίγλη που αποκτούσαν στην κοινωνία άνθρωποι που ήταν διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους για τις ιδέες τους.
Άλλωστε, για χρόνια ακόμη και αυτοί που δεν επέλεξαν την αυτοθυσία, που συμβιβάστηκαν, που μπορεί και να υπέγραψαν και δήλωση, εξακολούθησαν να διατηρούν αυτό το στοιχείο μιας διαφορετικής ηθικής ακόμη και στην καθημερινότητά τους.
Ακόμη και αργότερα, από τη Μεταπολίτευση και μετά, σε χώρους όπου η αριστερά μπορεί να είχε ιδιαίτερη βαρύτητα, όπως π.χ. η Ανώτατη Εκπαίδευση, μπορεί να υπήρξαν γκρίνιες για λογικές «κλικών» ή για ιδεολογική εύνοια, αλλά όχι για διαφθορά.
Μόνο αργότερα, ιδίως στην περίοδο μετά το 1989 όπου πλέον οι «πρώην αριστεροί» έγιναν σε ορισμένους χώρους περισσότεροι από τους ενεργούς, τα πράγματα έγιναν πιο σύνθετα και εμφανίστηκαν και κρούσματα πρακτικών όχι πάντα… ενάρετων.
Η σταδιακή μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ
Ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε για αρκετό καιρό ότι εκπροσωπούσε την αριστερά που επέμενε στο «ηθικό πλεονέκτημα» σε αντιδιαστολή με όρους είχαν εγκαταλείψει αυτό το χώρο προς άλλες πιο «συστημικές» παρατάξεις. Αυτό, σε συνδυασμό με την κινηματική δράση στην περίοδο του αντιμνημονιακού κινήματος έφερε ξανά στο προσκήνιο το «ηθικό πλεονέκτημα» ως στοιχείο ταυτότητας. Σε σημαντικό βαθμό σε αυτό στήριξε και την εκλογική του εκτίναξη από το 2015 και μετά.
Όμως, ήδη από την πορεία προς την εξουσία, ο ΣΥΡΙΖΑ έδειχνε να μετατοπίζεται από αυτή την «ηθική αυστηρότητα». Αρχικά, ήταν ο τρόπος που άρχισε ήδη από την πορεία προς την εξουσία να συσπειρώνει και ανθρώπους με άλλα χαρακτηριστικά. Επιπλέον, ήδη φαινόταν αυτό στον τρόπο που άρχισε να γίνεται και διαγκωνισμός για τις θέσεις βουλευτών, μάχη για το σταυρό, προετοιμασία για την κατάληψη κοινοβουλευτικών θέσεων.
Η άνοδος στην εξουσία πρώτα από όλα έδειξε ότι ακόμη και μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να αξιοποιήσει το κράτος για βολέψει κόσμο. Τα μνημόνια δε επέτρεπαν διορισμούς, όμως μια κυβέρνηση μπορεί να διορίσει συμβούλους, μετακλητούς και να κάνει αποσπάσεις. Και προφανώς δεν έγιναν όλες αυτές οι προσλήψεις με κριτήρια την ανάγκη να διοικηθεί το κράτος. Σε σημαντικό βαθμό ήταν και για να βολευτούν «ημέτεροι». Δεν είναι τυχαίο ότι αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2015 όσα στελέχη διαφωνούσαν με την συνθηκολόγηση Τσίπρα αρκετοί ήταν αυτοί που παρότι διαφωνούσαν δεν θέλησαν να χάσουν την εργασιακή θέση που είχαν κατακτήσει.
Μια κυβέρνηση σαν όλες τις άλλες
Έπειτα υπήρχε το θέμα ότι μια κυβέρνηση αναγκαστικά έρχεται σε επαφή με επιχειρηματίες. Έχει προμήθειες, αναθέτει έργα, ρυθμίζει αγορές.
Επισήμως. ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να υπάρχουν καθαροί κανόνες του παιχνιδιού. Ανεπισήμως, από πολύ νωρίς φάνηκε ότι προτιμούσε να σκέφτεται και με όρους νέας διαπλοκής.
Το παράδειγμα των παλινωδιών γύρω από τις τηλεοπτικές άδειες με αποκορύφωμα την προσπάθεια να γίνει με το στανιό καναλάρχης ο Καλογρίτσας ήταν ένα πρώτο χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Το παράδειγμα των κρουσμάτων κακοδιαχείρισης σε σχέση με κονδύλια για το προσφυγικό που μάλιστα καταγγέλθηκε πρώτα από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα άλλο παράδειγμα.
Οι προνομιακές διευκολύνσεις σε επιχειρηματίες π.χ. για την παράταση της παρουσίας οχληρών δραστηριοτήτων σε περιοχές όπου έχουν αλλάξει οι όροι δόμησης, είναι επίσης ενδεικτικές.
Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για διάφορες εμφανείς και «υπόγειες» συνεννοήσεις με επιχειρηματικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένης και της αναζήτησης προνομιακής επικοινωνιακής μεταχείρισης σε συγκεκριμένα μέσα.
Και βέβαια δεν είναι εύκολο να προσπεράσει κανείς την υπόθεση με την Attica Bank. Δεν αναφερόμαστε στο καταναλωτικό δάνειο που χορηγήθηκε στον αναπληρωτή υπουργό υγείας Παύλο Πολάκη που όπως και να το κάνουμε είχε μια πιο… VIP μεταχείριση από τους περισσότερους κοινούς δανειολήπτες.
Αναφερόμαστε, στο συνολικότερο πρόβλημα μιας τράπεζας που στηρίχτηκε επί ΣΥΡΙΖΑ με μια ανακεφαλαίοποίηση με συμμετοχή ασφαλιστικών ταμείων και ΔΕΚΟ, που χορηγούσε αφειδώς δάνεια στον Καλογρίτσα και που έχει κατηγορηθεί από διάφορες πλευρές ότι ως τράπεζα κινείται όχι πάντα με κριτήρια αγοράς.
Και τι να πούμε άλλωστε για την παράνομη ηχογράφηση συνομιλιών και τις μαφιόζικες πρακτικές που χρησιμοποιεί το πολιτικό – παραδημοσιογραφικό κύκλωμα που εκβιάζει, απειλεί, στοχοποιεί και παίζει το ρόλο των «πληρωμένων πιστολιών»; Ποια αριστερά θα ανεχόταν έναν Πολάκη σε ρόλο πράκτορα μυστικών υπηρεσιών ή έναν υπουργό σε ρόλο εκβιαστή που δε συναντά κανείς ούτε στις χειρότερες περιόδους της χώρας;
Αντίστοιχα, ο ΣΥΡΙΖΑ που κατήγγειλε τις παρεμβάσεις των άλλων κομμάτων στην ΕΡΤ, δεν είχε κανένα πρόβλημα από ένα σημείο και πέρα να τα συναγωνίζεται στις παρεμβάσεις στην ΕΡΤ και το ΑΠΕ ώστε να μην παρεκκλίνουν του επίσημου κυβερνητικού αφηγήματος, με αποτέλεσμα το ιστορικό αίτημα για δημόσια ΜΜΕ, ανεξάρτητα από κυβερνητικές παρεμβάσεις που να θέτουν τον πήχη της αντικειμενικότητας και της αξιοπιστίας συνολικά για το χώρο των ΜΜΕ.
Κομματική επετηρίδα και πολιτική συναλλαγή
Πέραν, όμως, όλων αυτών έχει ενδιαφέρον και το πώς διαχειρίζεται διάφορες θέσεις ευθύνης ο ΣΥΡΙΖΑ. Στην πραγματικότητα η ίδια λογική της κομματικής επετηρίδας και των εσωκομματικών υπολογισμών αποτυπώνεται και στο πώς μοιράζονται υπουργικές θέσεις, θέσεις γενικών γραμματέων, επικεφαλής δημόσιων οργανισμών ΝΠΔΔ. Μόνο που αυτό δεν αποτελεί ακριβώς το διαφορετικό «ήθος» της αριστεράς.
Το ίδιο ισχύει και για την επιλογή πρακτικών όπως η υπουργοποίηση στελεχών με κριτήριο η ηγετική ομάδα να διαμορφώσει τους αυριανούς συσχετισμούς, οι επιλεκτικές τιμωρίες στελεχών που δεν ταυτίστηκαν ολοκληρωτικά με τη «γραμμή Τσίπρα», η αξιοποίηση των αυτοδιοικητικών εκλογών για να αποκτήσουν προβάδισμα σε μελλοντικές βουλευτικές εκλογές συγκεκριμένες και συγκεκριμένοι υποψήφιοι.
Όλα αυτά μπορεί να είναι πολύ συνηθισμένα στα παραδοσιακά κόμματα, όμως η αριστερά υποτίθεται ότι είχε μια άλλη στάση από την κυνική χειραγώγηση διαδικασιών και μηχανισμών.
Αντίστοιχα, φαινομενικά είναι μακρινή από την παράδοση και το ήθος της αριστεράς η λογική της συναλλαγής με πολιτευτές και στελέχη άλλων και ενίοτε ανταγωνιστικών χώρων.
Όχι γιατί ιστορικά δεν επεδίωξε η Αριστερά να αποσπάσει δυνάμεις και προσωπικότητες από αντίπαλα πολιτικά σχέδια και με αυτούς τους όρους να διευρύνει την επιρροή και την αίγλη της. Αλλά γιατί αυτό ιστορικά γινόταν πάνω στη βάση κοινωνών αγώνων, πάνω στη βάση προγραμματικών συγκλίσεων, πάνω στη βάση κοινών οραμάτων. Δεν γινόταν πάνω στη βάση του εάν κάποιοι πολιτευτές του ΚΙΝΑΛ αναζητούν στέγη για να διοχετεύσουν τη φιλοδοξία τους, μην έχοντας, όπως φαίνεται, κανένα πρόβλημα να σπεύσουν να υπηρετήσουν μια κυβέρνηση την οποία μέχρι πρότινος καθύβριζαν.
Το είναι καθορίζει τη συνείδηση…
Το παλιό καιρό στα κόμματα της αριστεράς γινόταν και ιδεολογική κατήχηση στις βασικές αρχές του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού. Μία από τις αρχές που διδάσκονταν ήταν και ότι «το είναι καθορίζει τη συνείδηση».
Αν το σκεφτεί κανείς, είναι ιδιαίτερα ταιριαστό στη σημερινή κατάσταση: ένα κόμμα που διαχειρίζεται εξουσία, με ό,τι σημαίνει αυτό σήμερα, και μάλιστα θέλει να παραμείνει στην εξουσία για να συνεχίσει να τη διαχειρίζεται (και όχι για να φέρει την… κοινωνική ανατροπή) αργά ή γρήγορα θα δει και τη συνείδησή του να καθορίζεται από αυτό που είναι και από αυτό που κάνει. Και τότε πολύ χώρος για το ηθικό πλεονέκτημα δεν υπάρχει.