Από τα παιδιά του δρόμου στον Λίβανο μέχρι τον έρωτα πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα και την καθημερινή ζωή μιας Μεξικανής οικιακής βοηθού, οι ταινίες που είναι υποψήφιες φέτος για το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας αντλούν τα θέματά τους από την πραγματική ζωή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, από πολύ προσωπικές εμπειρίες.
Ενώ η πολωνική «Ψυχρός Πόλεμος» και η γερμανική “Never Look Away” τοποθετούνται πολλές δεκαετίες πριν, η ιαπωνική «Κλέφτες καταστημάτων» και η λιβανέζικη«Καπερναούμ» πραγματεύονται σύγχρονα θέματα, ενώ το «Ρόμα» είναι η πιο προσωπική ταινία του Αλφόνσο Κουαρόν.
Η ταινία «Ρόμα», που αντλεί την έμπνευσή της από την παιδική ηλικία του Κουαρόν τη δεκαετία του 1970 στη συνοικία Κολόνια Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, θεωρείται φαβορί για να λάβει την Κυριακή (24/2) όχι μόνο το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας αλλά και για να γράψει ιστορία κερδίζοντας το Όσκαρ καλύτερης ταινίας.
Η ταινία, εξολοκλήρου ασπρόμαυρη, αντλεί την έμπνευσή της από δύο γυναίκες που μεγάλωσαν τον Κουαρόν: τη μητέρα του και μια οικιακή βοηθό.
«Η πηγή από την οποία άντλησα το υλικό μου ήταν οι αναμνήσεις μου, αλλά στη συνέχεια η ταινία πήρε τη δική της ζωή», είπε ο Κουαρόν. «Τώρα οι αναμνήσεις μου αλλοιώνονται από την ταινία.»
Ο Πολωνός σκηνοθέτης Πάβελ Παβλικόφσκι εμπνεύστηκε από την ερωτική ιστορία των γονιών του για τον «Ψυχρό Πόλεμο», ένα σκοτεινό ειδύλλιο ανάμεσα σε έναν πιανίστα και μια τραγουδίστρια που διαδραματίζεται τόσο την περίοδο του κομμουνισμού στην Πολωνία όσο και στη μεταπολεμική Γαλλία. Οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, ο Βίκτορ και η Ζούλα, φέρουν τα ονόματα των γονιών του.
«Ήταν πολύ προσωπικό επειδή η ιδέα προήλθε από εκεί», είπε ο Παβλικόφσκι. «Εμπνέεται από τις θυελλώδεις και χαώδεις σχέσεις μεταξύ των οποίων πολλά διαζύγια, χωρισμοί, γάμοι με άλλους ανθρώπους, δεύτεροι γάμοι, μετακίνηση από χώρα σε χώρα και ούτω καθεξής»
Ο Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ χρειάστηκε επίσης να γυρίσει πίσω στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο για το “Never Look Away”. H ιστορία ενός καλλιτέχνη που αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα στη ναζιστική Γερμανία και στη συνέχεια στην κομμουνιστική Ανατολική Γερμανία και εκτείνεται στη διάρκεια τεσσάρων δεκαετιών.
Ο Ντόνερσμαρκ γεννήθηκε στη Δυτική Γερμανία το 1973 και μεγάλωσε εν μέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Ντόνερσμαρκ είπε πως ήθελε να «δει πώς μέσα σε ένα οικογενειακό δράμα έχουμε τους δολοφόνους και τα θύματα και τους ναζί και εκείνους τους οποίους κακοποίησαν και σκότωσαν και κατέστρεψαν να ζουν κάτω από την ίδια στέγη».
Στο δράμα του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χιροκάζου Κόρε-έντα «Κλέφτες καταστημάτων», μια ηλικιωμένη χήρα, τρεις ενήλικες, ένα αγόρι και ένα κορίτσι φτιάχνουν μια οικογένεια που είναι ενωμένη λόγω οικονομικής και συναισθηματικής ανάγκης.
Κλέβουν για να συμπληρώσουν το μεροκάματό τους ενώ κρύβονται από τις αρχές καθώς έχουν απαγάγει το κοριτσάκι από τους γονείς του που το κακοποιούν.
Η ταινία αντλεί την έμπνευσή της από ειδήσεις που διάβασε ο Κόρε-έντα για οικογένειες που διαπράττουν εγκλήματα.
Η Λιβανέζα σκηνοθέτρια Ναντίν Λαμπακί παρουσιάζει παιδιά του δρόμου στην «Καπερναούμ» για να πει την ιστορία ενός 12χρονου αγοριού σε μια παραγκούπολη της Βηρυτού που προσπαθεί να εμποδίσει τον γάμο της μικρότερης αδελφής του.
Η πλοκή βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε γεγονότα στα οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας η Λαμπακί ή τα οποία έχουν ζήσει μέλη του καστ και χρειάστηκε περισσότερα από τέσσερα χρόνια προκειμένου να ολοκληρωθεί. Τον νεαρό πρωταγωνιστή της ταινίας υποδύεται ένα προσφυγόπουλο από τη Συρία. Ένα άλλο νεαρό μέλος του καστ φυλακίστηκε στη διάρκεια των γυρισμάτων και ένα τρίτο απελάθηκε στην Κένυα.
«Τίποτε από αυτά δεν είναι επινοημένο», είπε η Λαμπακί.