Γράφει ο Βασίλης Σωτηρόπουλος, δικηγόρος
Βρισκόμαστε μπροστά σε μια ασυνήθιστη περίπτωση διαπλοκής ενός υφυπουργού με ένα μέσο ενημέρωσης στην προσπάθειά του να στοχοποιήσει τον επικεφαλής μιας ανεξάρτητης αρχής, δηλαδή της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα ΜΜΕ ασχολούνται εδώ και μερικές μέρες με το γεγονός ότι ο υφυπουργός έλαβε ένα πολύ υψηλού ποσού χρηματικό δάνειο από μία μη συστημική τράπεζα.
Μερικές ημέρες μετά εμφανίζεται σε μια ιστοσελίδα μέσου ενημέρωσης φιλικού προς την κυβέρνηση, σε μορφή κειμένου, ο τηλεφωνικός διάλογος του υφυπουργού με τον επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος.
Ο υφυπουργός επιβεβαιώνει στον προσωπικό του λογαριασμό σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι ο διάλογος είναι αληθής και αργότερα στην Βουλή αναφέρει ότι έχει πολύ καλό μνημονικό, εννοώντας ότι δεν ήταν απαραίτητο να έχει ηχογραφήσει την συνδιάλεξη, αλλά ότι θα μπορούσε να την αποδώσει και από μνήμης.
Ο εκδότης του μέσου ενημέρωσης που δημοσίευσε τον διάλογο απέφυγε να επιβεβαιώσει κατά πόσον υπάρχει ηχογράφηση, ενώ αρχικά αστειευόμενος έγραψε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι ενημερώθηκε για τον διάλογο από την γραμματέα του επικεφαλής της ΤτΕ.
Το περιεχόμενο του διαλόγου ήταν η διαμαρτυρία του υφυπουργού προς την κεντρική τράπεζα ότι αυτή ελέγχει τον ίδιο για την λήψη του δανείου, αλλά όχι άλλους επώνυμους ή και ισχυρούς για δάνεια που έλαβαν χωρίς να τα εξυπηρετούν, ενώ ο κεντρικός τραπεζίτης φέρεται να εξηγεί ότι η ΤτΕ δεν ελέγχει τις περιπτώσεις μεμονωμένων δανειακών συμβάσεων, αλλά μόνο τα παρεχόμενα τραπεζικά προϊόντα και μόνο από τις συστημικές τράπεζες, γεγονός που από τον διάλογο δεν φαίνεται να είχε αντιληφθεί ως αρμοδιότητα της ΤτΕ ο υφυπουργός.
Τι προβλέπει το άρθρο 370Α
Αποτελεί κοινή γνώση ότι η χωρίς συναίνεση καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης διώκεται ποινικά σε βαθμό κακουργήματος, κατά το άρθρο 370Α του Ποινικού Κώδικα. Η έλλειψη συγκατάθεσης δεν καλύπτεται από την προηγούμενη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων ότι η συνδιάλεξη πρόκειται να ηχογραφηθεί.
Ο εκδότης του μέσου ενημέρωσης που φιλοξένησε τον διάλογο έγραψε σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης ότι οι εισπρακτικές εταιρίες ενημερώνουν ότι θα ηχογραφηθεί η τηλεφωνική κλήση χωρίς να ζητούν συγκατάθεση: εκείνη η περίπτωση όμως είναι εντελώς διαφορετική, διότι η εισπρακτική εταιρία δεν χρειάζεται να αναζητήσει ως νόμιμη βάση καταγραφής της συνομιλίας την συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων, αφού διαθέτει κάτι ισχυρότερο: την σύμβαση του υποκειμένου των δεδομένων με τον δανειστη.
Η σύμβαση αυτή παρέχει την επαρκή νόμιμη βάση ώστε ο δανειστής να επιδιώξει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη και χωρίς, φυσικά, περαιτέρω συγκατάθεση του τελευταίου, αφού η βούλησή του έχει συναποτελέσει αντικείμενο της δανειακής σύμβασης.
Εξάλλου, η ειδική νομοθεσία για την προστασία των προσωπικών δεδομένων στο πλαίσιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών αλλά και η ειδική νομοθεσία που ισχύει για τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών επιτρέπουν την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων. Είναι λοιπόν άλλο το γεγονός ότι σε αυτές τις περιπτώσεις αρκεί η ενημέρωση περί ηχογράφησης, χωρίς να απαιτείται συγκατάθεση και εντελώς διαφορετικές οι συνθήκες υπό τις οποίες ένας αξιωματούχος ηχογραφεί ενδεχομένως μόνο με ενημέρωση, αλλά χωρίς συγκατάθεση έναν άλλο αξιωματούχο. Δεν αρκεί η διαφάνεια των προθέσεων, στην δεύτερη υποθετική περίπτωση. Χρειάζεται και η ειδική συγκατάθεση, εκτός εάν συντρέχει άλλη νόμιμη βάση για την ηχογράφηση της συνομιλίας.
Αλλα ερωτηματικά
Ακόμη όμως και στην περίπτωση που δεν υπάρχει μαγνητοφωνημένη συνδιάλεξη και έχει αποδοθεί ο διάλογος από μνήμης, υπάρχουν σοβαρά νομικά ερωτηματικά.
Το γεγονός ότι καταγράφεται έστω και από μνήμης μια τηλεφωνική συνδιάλεξη, η οποία εξ ορισμού διενεργείται στο πλαίσιο του απορρήτου των επικοινωνιών σημαίνει ότι το περιεχόμενό της εξακολουθεί να καλύπτεται από το εν λόγω απόρρητο κατά το άρθρο 19 του Συντάγματος. Ε
πομένως, η εξαγωγή του περιεχομένου αυτού, έστω και από μνήμης, από το πεδίο του απορρήτου και η εξαπόλυσή του στο πεδίο της δημοσιότητας ενέχει ένα σημαντικό βαθμό παρέμβασης στη σφαίρα της ιδιωτικότητας.
Το γεγονός ότι κάποιος κατέγραψε σε μορφή κειμένου μια τηλεφωνική συνδιάλεξη, το περιεχόμενο της οποίας επιβεβαιώνουν με δημόσιες δηλώσεις τους και τα δύο μέρη ότι έγινε, συνιστά μορφή αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και των δύο συνδιαλεγόμενων.
Ο ένας συνδιαλεγόμενος, ο υφυπουργός, επιβεβαιώνει και επιχαίρει για την δημοσιοποίηση του διαλόγου, ο έτερος συνδιαλεγόμενος, ο επικεφαλής της ΤτΕ καταγγέλλει δημόσια το περιστατικό της δημοσιοποίησης της τηλεφωνικής συνομιλίας.
Και οι δύο πάντως επιβεβαιώνουν ότι ο διάλογος αυτός έγινε. Άρα κάποιος τον κατέγραψε σε μορφή κειμένου, τον στοιχειοθέτησε μαζί με αναφορά των επωνύμων των δύο αξιωματούχων, άρα οργάνωσε ένα σύνολο δεδομένων που αναφέρονται σε δύο φυσικά πρόσωπα η ταυτότητα των οποίων είναι γνωστή. Αυτός είναι ο ορισμός της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
Αρση απορρήτου
Ενώ για την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου κατά το άρθρο 19 παρ. 2 του Συντάγματος πρέπει να υπάρχει άδεια δικαστικής αρχής, για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα για δημοσιογραφικούς σκοπούς αρκεί να πληρούνται οι διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Προστασίας Δεδομένων (GDPR). O GDPR αναγνωρίζει ότι οι ανάγκες πληροφόρησης του κοινού για πράξεις δημοσίων προσώπων κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων τους επιτρέπει την δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων τους ακόμη και χωρίς την συγκατάθεσή τους.
Αυτό όμως αφενός αποτελεί δικαίωμα του δημοσιογράφου και όχι του υπουργού, αφού ο δημοσιογράφος έχει καθήκον να ενημερώσει την κοινή γνώμη κι όχι ο υπουργός που στην συγκεκριμένη περίπτωση ενεργεί ως ιδιώτης και όχι ως εκπληρώνων ένα καθήκον.
Αφετέρου, ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να δημοσιεύσει οτιδήποτε χωρίς να τηρήσει μια ελάχιστη διαδικασία διασταύρωσης της ακρίβειας της είδησης: εάν έχει στα χέρια του ένα κείμενο που φέρεται ότι αποτυπώνει μια τηλεφωνική συνδιάλεξη, πριν την δημοσίευσή του θα πρέπει κατά τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας να επιχειρήσει να λάβει την γνώμη και των δύο πλευρών για το κατά πόσον το περιεχόμενο είναι ακριβές ή εάν υπάρχει κάποια άλλη πληροφορία που επιθυμεί να παραθέσει η κάθε πλευρά. Ένας θεμελιώδης δημοσιογραφικός κανόνας είναι αφενός η διασταύρωση της ακρίβειας της είδησης (αν όντως έγινε ο διάλογος) και ένας άλλος θεμελιώδης δημοσιογραφικός κανόνας είναι το καθήκον που έχει ο δημοσιογράφος να φιλοξενεί την αντίθετη άποψη για ερειζόμενα ζητήματα.
Η δημοσίευση ενός περιεχομένου που φέρεται ότι αποδίδει τηλεφωνική συνδιάλεξη θα ήταν θεμιτή, εφόσον από το ίδιο το δημοσίευμα προκύπτει ότι τηρήθηκαν αυτοί οι δύο δεοντολογικοί κανόνες που απηχούν, κατά την νομολογία των δικαστηρίων τα «συναλλακτικά ήθη του Τύπου».
Προσωπικά δεδομένα
Ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων μπορεί να δημοσιεύσει ένας δημοσιογράφος την από μνήμης αποδοθείσα τηλεφωνική συνομιλία δύο αξιωματούχων, εφόσον το περιεχόμενό της συνδέεται με τις δημόσιες αρμοδιότητές τους και αφορούν ένα ζήτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα πρέπει να αποφεύγεται η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων, εάν η κοινή γνώμη μπορεί να ενημερωθεί για το θέμα, χωρίς να χρησιμοποιηθούν προσωπικά δεδομένα των εμπλεκόμενων.
Στην προκειμένη περίπτωση, η κοινή γνώμη ασχολείται με το θέμα της δανειοδότησης του υφυπουργού, ο οποίος με το τηλεφώνημά του επιθυμεί να προσθέσει δίπλα στο προσωπικό του θέμα και το γεγονός ότι άλλοι ισχυροί οφειλέτες έχουν λάβει χρηματικά δάνεια υψηλών ποσών για τα οποία δεν ελέγχονται από την ΤτΕ.
Από την άλλη πλευρά, ο επικεφαλής της ΤτΕ ενημερώνει τον υφυπουργό ότι δεν αποτελεί αρμοδιότητα της κεντρικής τράπεζας να εξετάζει την περιπτωσιολογία κάθε δανειακής σύμβασης με τράπεζα, αλλά ο ρόλος της ανεξάρτητης αρχής περιορίζεται στο κατά πόσον τα τραπεζικά προϊόντα είναι νόμιμα.
Συνεπώς, αυτή είναι η «είδηση» και αφού μπορεί να περιγραφεί σε δύο γραμμές δεν είναι αντιληπτό για ποιό λόγο θα έπρεπε να μεταδοθεί όλος ο διάλογος κατά γράμμα, είτε είναι απομαγνητοφωνημένος είτε είναι καταγεγραμμένος από μνήμης. Ο υφυπουργός, αλλά και ο επικεφαλής της ΤτΕ, εάν ήθελαν να δημοσιοποιήσουν την είδηση της τηλεφωνικής συνομιλίας τους μπορούσαν να δημοσιεύσουν ένα σχετικό δελτίο τύπου που να αναφέρουν το περιστατικό, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσουμε διαλόγους για να ενημερωθούμε ως κοινή γνώμη.
Νοσηρή κουλτούρα
Το πρόβλημα της πρακτικής αυτής δεν είναι στην πραγματικότητα νομικό. Είναι η καλλιέργεια μιας νοσηρής κουλτούρας καταγραφής και διαρροής συνομιλιών, είτε τυπικά έχουν τηρηθεί οι όροι είτε όχι, είτε από μνήμης είτε με ηχογράφηση. Η κανονικοποίηση της περιφρόνησης του απορρήτου είναι το ουσιαστικό πρόβλημα και η καλλιέργεια της εντύπωσης ότι όλα μπορούν να δημοσιευθούν, μόνο και μόνο επειδή διαθέτουμε την κατάλληλη τεχνολογία ή έστω καλό μνημονικό. Το άλλο πρόβλημα είναι επίσης η ευκολία με την οποία ένας υφυπουργός μπορεί να επικοινωνήσει με τον επικεφαλής ανεξάρτητης αρχής και να διαμαρτυρηθεί εμμέσως για έλεγχο που νόμιζε ότι του γίνεται, για ένα δάνειο που μπορεί να μην το ελάμβανε εάν ήταν ένας απλός πολίτης.
Ο κεντρικός τραπεζίτης δεν θα έπρεπε να είναι τόσο προσιτός ώστε να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του τηλεφωνικά και να του ζητήσει ό,τι θέλει ο κάθε υφυπουργός, ανεξαρτήτως αρμοδιοτήτων. Πολύ πρόσφατα ψηφίστηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μια νέα υποχρέωση για τους ευρωβουλευτές που εισηγούνται ψηφίσματα, οι σκιώδεις εισηγητές και οι πρόεδροι επιτροπών οφείλουν να αναρτούν στο Διαδίκτυο κατάλογο με τους λομπίστες που συναντούν (το lobbying μεταφράζεται ως «εκπροσώπηση συμφερόντων» και είναι μια θεμιτή διαδικασία αρκεί να γίνεται με διαφάνεια όπως ορίζει το άρθρο 11 της Συνθήκης της Λισαβόνας). Θα έπρεπε μια αντίστοιχη πρακτική δημοσιοποίησης των επαφών των κρατικών αξιωματούχων να επιβληθεί νομοθετικά και στην Ελλάδα.
Τι είναι διαφθορά
Υπάρχει ένας πολύ εύστοχος ορισμός της διαφθοράς, τον οποίο ακολουθεί η Διεθνής Διαφάνεια, η οργάνωση που δρα σε παγκόσμιο επίπεδο για την καταπολέμηση του φαινομένου: κατάχρηση εξουσίας που έχει ανατεθεί σε κάποιον για την αποκόμιση ιδίου οφέλους.
Αυτό μπορεί να το επιτύχει κάποιος ακόμα και τηρώντας κατά γράμμα τον νόμο, ακόμα και το πνεύμα του νόμου. Δεν απαγορεύει κανένας σε μια τράπεζα να δανειοδοτήσει έναν πολίτη, ακόμη κι αν έχει ήδη υποθηκεύσει το σπίτι του. Εάν όμως αυτός ο πολίτης συμβαίνει να είναι και κρατικός αξιωματούχος, τότε η δανειοδότησή του μπορεί να εγείρει ερωτηματικά όταν οι τράπεζες δεν συνηθίζουν να δανειοδοτούν κάποιον με ήδη υποθηκευμένο ακίνητο.
Στο εάν συνηθίζεται τέτοια δανειοδότηση, η υπό κρίση τράπεζα δεν έχει δώσει απάντηση. Το ότι ο εν λόγω δανειολήπτης έχει λόγω ιδιότητας την ευχέρεια να συνομιλεί τηλεφωνικά με τον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας, ενώ οι άλλοι δανειολήπτες θα πρέπει να κλείσουν ραντεβού και ίσως να μην τα καταφέρουν ποτέ να δουν τον επικεφαλής της ΤτΕ εγείρει επίσης ερωτηματικά για το κατά πόσον αξιοποίησε επικοινωνιακά για να επιτύχει αυτόν τον στόχο το αξιωμά του και την εξουσία που του εμπιστεύθηκε η Πολιτεία.
Τα ερωτήματα στην πραγματικότητα δεν είναι τόσο νομικής φύσεως, όσο δεοντολογικής και, φυσικά πολιτικής.