Ένας βαθμός «ωραιοποίησης» της πραγματικότητας είναι πάντα αναμενόμενος από τους πολιτικούς ιδίως, όταν μιλάμε για μια προεκλογική χρονιά. Επομένως, ούτε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο στις 20 Φεβρουαρίου.
Όμως, υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στην απλή ωραιοποίηση και την πλήρη αντιστροφή της πραγματικότητας. Τότε μπαίνουμε στην ζώνη της «μαγικής εικόνας», που τελικά μόνο σύγχυση αφήνει στους πολίτες.
Βγαίνουμε στο ξέφωτο;
Βασικό σημείο της ομιλίας του πρωθυπουργού ήταν ότι η χώρα βγαίνει με «με ασφάλεια στο ξέφωτο και τη σταθερότητα».
Όμως, για ποιο ξέφωτο μιλάει ο πρωθυπουργός; Αυτό στο οποίο η χώρα εξακολουθεί να μην μπορεί ουσιαστικά να βγει στις αγορές παρά μόνο δανειζόμενη με υπέρογκο επιτόκιο και σε «προετοιμασμένες» προσφορές ομολόγων, όταν άλλες χώρες, που είχαν περάσει και από τη φάση των μνημονίων, δανείζονται σε πολύ χαμηλά επιτόκια με πολλαπλές υπερκαλύψεις των ομολόγων που προσφέρουν;
Αυτό στο οποίο ακόμη και τώρα δεν ξέρουμε εάν θα πάρουμε την πρώτη δόση από τα κέρδη των ελληνικών ομολόγων που είχαν στα χέρια τους οι άλλες κεντρικές τράπεζες, ούτε καν εάν θα κινηθεί κανονικά το χρονοδιάγραμμα για τα μέτρα – μερικής – ελάφρυνσης του χρέους, εφόσον δεν έχουν προχωρήσει οι αντίστοιχες μεταρρυθμίσεις εδώ;
Αυτό στο οποίο, η όποια αναπτυξιακή δυναμική στηρίχτηκε και σε παραμέτρους όπως η συγκυριακή άνοδος του τουρισμού που σήμερα διακυβεύεται από τη δυναμική επιστροφή άλλων ανταγωνιστικών προς την Ελλάδα τουριστικών προορισμών;
Αυτό στο οποίο η ανεργία αυξήθηκε την περίοδο που ανακοινώθηκε η αύξηση του κατώτατου μισθού;
Αυτό που ένας στους 2 οφειλέτες μέχρι 500 ευρώ δεν έχουν να πληρώσουν ή που εκατομμύρια πολίτες έχουν υποστεί αναγκαστικά μέτρα, όπως κατασχέσεις;
Τι είδους ξέφωτο είναι αυτό που μόλις προχθές η Κομισιόν ανακοινώνει την παράταση για ακόμη έξι μήνες της αυστηρής εποπτείας της οικονομίας;
Για ποια ανάκαμψη μιλάμε;
Ο πρωθυπουργός επιμένει και εδώ να μιλάει για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με θετικές προβλέψεις για την επόμενη χρονιά που μάλιστα διορθώθηκαν προς τα πάνω.
Μόνο που αυτό που δεν ανέφερε ο πρωθυπουργός είναι ότι πολύ πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και επεσήμανε την πορεία της Γερμανίας προς τη στασιμότητα, στοιχεία που θα έχουν επίπτωση στις ελληνικές εξαγωγές, αλλά και έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την Ελλάδα με βάση την ενδεχόμενη υποχώρηση του τουρισμού.
Ούτε ανέφερε ο πρωθυπουργός ότι σε μια περίοδο όπου πληθαίνουν τα σημάδια ότι η παγκόσμια οικονομία μπορεί να μπει ξανά σε φάση ύφεσης μέσα στα επόμενα χρόνια (ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι το ερώτημα δεν είναι «εάν» αλλά «πότε»), η ελληνική οικονομία όχι μόνο δεν έχει κατακτήσει μια ενδογενή δυναμική ανάπτυξης, αλλά είναι εξαιρετικά ευάλωτη σε οποιαδήποτε αρνητική τροπή της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας.
Και βεβαίως, τα στοιχεία του Μεσοπρόθεσμου που έγιναν γνωστά την Παρασκευή και δείχνουν επιβράδυνση της ανάπτυξης όταν η χώρα έπρεπε να «τρέχει» με ρυθμούς 3% και 4%, αυτό σίγουρα δεν είναι ευρωστία στην οικονομία. Ούτε η μείωση των επενδύσεων, η ισχνή κατανάλωση και η «κούραση» μιας οικονομίας η οποία δεν θα έπρεπε να είναι έτσι μετά από μια δεκαετή κρίση.
«Σταθερότητα και ασφάλεια»
Σε μια προεκλογική περίοδο αναμενόμενο είναι ο πρωθυπουργός να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει λέξεις που έχουν ένα θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και γιατί έδωσε τόση έμφαση στις λέξεις «σταθερότητα» και «ασφάλεια».
Μόνο που δεν μπόρεσε να εξηγήσει ο πρωθυπουργός για ποια σταθερότητα μιλάει όταν είδαμε την κυβέρνησή του να αποδιαρθρώνεται και να ανασυντίθεται σε πραγματικό χρόνο ενώπιον μας έκπληκτης κοινωνικής γνώμης.
Θυμίζουμε ότι είδαμε τον κυβερνητικό εταίρο να αποχωρεί, τη δεδηλωμένη να χάνεται και μετά να ξαναβρίσκεται μέσα από διαδικασίες που δεν τιμούν ακριβώς τον κοινοβουλευτισμό, να υπάρχουν βουλευτές «ειδικού χειρισμού», να διαλύονται κοινοβουλευτικές ομάδες, βουλευτές να ανήκουν ταυτόχρονα στη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση, τα νομοσχέδια να κρίνονται σε ονομαστικές ψηφοφορίες.
Αυτά σε κανένα βαθμό δεν παραπέμπουν σε σταθερότητα.
Όμως, το ίδιο ισχύει και για την έννοια της «ασφάλειας». Δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός ότι σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας οι πολίτες νιώθουν απροστάτευτοι.
Κυρίως αναφερόμαστε σε ένα βαθύτερο αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών που προκύπτει από ότι δεν είναι καθόλου βέβαιοι ότι θα συνεχίσουν να έχουν την εργασία τους ή να μπορούν να αποπληρώνουν τα χρέη τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλος αριθμός των πολιτών δηλώνουν μεγάλη ανασφάλεια για το μέλλον και δεν είναι σίγουροι ότι θα συνεχίσουν να τα βγάζουν πέρα. Άλλωστε, η συνεχιζόμενη μαζική φυγή νέων επιστημόνων στο εξωτερικό, αυτό ακριβώς αποτυπώνει την αίσθηση που έχουν ότι εάν μείνουν εδώ δεν θα τα βγάλουν πέρα αλλά αντίθετα θα δουν και τις γνώσεις τους απαξιώνονται συστηματικά.
Και βεβαίως, τα καθημερινά «γυμνάσια» που κάνει ο «Ρουβίκωνας» στην Αστυνομία και οι απειλές που εκτοξεύει, την ώρα που η Κ. Παπακώστα μιλά για «μηδενική ανοχή» και η κ. Γεροβασίλη είναι εξαφανισμένη, δεν συνιστούν και πολιτική ασφάλειας.
Συσπείρωση ποιων και σε ποια κατεύθυνση;
Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε την ομιλία του με αναφορά στην ανάγκη συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων και πρακτικά παρουσίασε μια εικόνα όπου σήμερα ο κυβερνών κόμμα μπορεί να γίνει ο πόλος έλξης για ένα πλατύ φάσμα στελεχών από άλλα κόμματα, τόσο της κεντροαριστεράς όσο και της κεντροδεξιάς.
Αυτό που δεν είναι είπε ο πρωθυπουργός ήταν ότι μέχρι τώρα ο απολογισμός της «συσπείρωσης» είναι πενιχρός. Ότι κυρίως αφορά πολιτικά στελέχη που αναζητούν πολιτική στέγη και προβολή και όχι κοινωνικές δυνάμεις που πραγματικά έλκονται από την απήχηση της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ. Ότι για να γίνει εφικτή αυτή η «σύγκληση» δυνάμεων χρειάστηκε πρώτα ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί και μετασχηματιστεί σε ένα σχηματισμό της κεντροαριστεράς που εφαρμόζει τα μέτρα της Τρόικας παρά τη νεοφιλελεύθερη λογική που εκπροσωπούν.
Επιπλέον, την ίδια ώρα που μιλάει για συσπείρωση ο Αλέξης Τσίπρας η γραμμή της κυβέρνησής του είναι η ακόμη μεγαλύτερη πόλωση και η χάραξη κάθετων διαιρέσεων εντός του εκλογικού σώματος, με αποκορύφωμα τον τρόπο που ο Παύλος Πολάκης έχει αναλάβει εσχάτως το ρόλο του βασικού εκπροσώπου της κυβέρνησης.
Αραγε ποια ενότητα βλέπει ο κ. Τσίπρας όταν στελέχη του καθημερινά γίνονται αντικείμενο αποδοκιμασιών; Οταν η διαχείριση του Μακεδονικού έγινε με τόσο λανθασμένο τρόπο που αφενός πόλωσε το κλίμα, αφετέρου δίχασε την ελληνική κοινωνία και παράλληλα ενισχύει τα ακραία, εθνικιστικά κινήματα τα οποία δυναμώνουν με «χορηγό» την κυβέρνηση;
«Χώρα πρότυπο» η Ελλάδα;
Όμως η πιο χαρακτηριστική ένδειξη της απόστασης ανάμεσα στην κυβερνητική ρητορική και την πραγματικότητα μπορεί να βρεθεί στην παρακάτω αποστροφή του πρωθυπουργού:
«Δημιουργούμε, δηλαδή, τους όρους για να μπορέσει η χώρα, αφήνοντας πίσω της τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση, τις αιτίες της παρακμής και της χρεοκοπίας, να προχωρήσει μπροστά με αυτοπεποίθηση, με αλληλεγγύη και με δικαιοσύνη στο μέλλον. Να μετατραπεί, δηλαδή, η χώρα από παρίας της Ευρώπης σε χώρα πρωταγωνιστή και πρότυπο σε όλους τους τομείς. Πρότυπο για τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πρότυπο για το κοινωνικό κράτος. Πρότυπο για την υποδοχή επενδύσεων. Πρότυπο για τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου. Πρότυπο για την προώθηση της ειρήνης και της φιλίας μεταξύ των λαών, της ειρήνης και της σταθερότητας στην εύθραυστη περιοχή μας.»
Αναρωτιέται κανείς ποια αυτοπεποίθηση διακρίνει κανείς σε μια χώρα που βγαίνει από τα μνημόνια βαθιά τραυματισμένη έχοντας εμπιστοσύνη μόνο στις ατομικές τεχνικές επιβίωσης που ανέπτυξαν τα μέλη της και με μεγάλη δυσπιστία ως προς τη δυνατότητα του κράτους να προσφέρει πραγματικά αρωγή.
Πώς μπορεί να θεωρηθεί πρότυπο για τα δικαιώματα των εργαζομένων μια χώρα όπου η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την αύξηση σε έναν κατώτατο μισθό που εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλότερος από εκεί που ήταν το 2010 και όπου κυριαρχεί η μερική απασχόληση και οι ελαστικές σχέσεις εργασίας;
Για ποιο κοινωνικό κράτος μιλάει ο πρωθυπουργός, όταν το σύστημα υγείας αποδείχτηκε ανέτοιμο να αντιμετωπίσει την επιδημία γρίπης, όταν το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι στα όρια της κατάρρευσης και όταν τα ράντζα γεμίζουν του διαδρόμους των νοσοκομείων;
Πού είδε ο πρωθυπουργός την υποδοχή επενδύσεων, πέραν απλώς από την προσπάθεια αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε επιχειρήσεις που ανήκαν μέχρι τώρα στο δημόσιο;
Ποια αίσθηση εγγύησης της σταθερότητας στην περιοχή αποπνέει μια χώρα που αποφάσισε να λύσει ένα από τα «εθνικά θέματά» της με κριτήριο την εξυπηρέτηση των συμμάχων της και με την κοινωνία εχθρική απέναντι στη λύση;
Σε τελική ανάλυση, σε μια δύσκολη στιγμή για την Ευρώπη χώρα-πρότυπο θα ήταν μια χώρα όπου η κυβέρνηση θα αποφάσιζε με κριτήριο τη συναίνεση, όπου η κοινωνία θα ξανάβρισκε τη συνοχή της, όπου οι θεσμοί και θα λειτουργούσαν και θα γίνονταν σεβαστοί, όπου η ανάπτυξη θα στηριζόταν κυρίως στις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και όπου η εξωτερική πολιτική θα αντιστοιχούσε σε αρχές και σταθερούς άξονες. Κοντολογίς, ό,τι ακριβώς δεν μπορεί να πει κάποιος για την κυβέρνηση Τσίπρα.