Όλη την περασμένη εβδομάδα ασχοληθήκαμε εκτενώς με τα καμώματα του Παύλου Πολάκη.
Σε όλες τις εκδόσεις το σήριαλ μονοπώλησε το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης. Ο Πολάκης καπνιστής, ο Πολάκης μάγκας, ο Πολάκης ωτακουστής, ο Πολάκης αρκουδιάρης, ο Πολάκης σαχλαμαρόμαγκας και ούτω κάθε εξής.
Κι όσο όλοι ασχολούμαστε με τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, χάνουμε τις σημαντικές ειδήσεις για την οικονομία η οποία σε καμιά περίπτωση δεν χαίρει άκρας υγείας.
Τι διαβάσαμε τις προηγούμενες ημέρες, σε σχετικά περιορισμένο χώρο μιας και η «Πολακιάδα» είχε πολλά επεισόδια;
1. Σύμφωνα με ανάλυση του ΣΕΒ και με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το ποσό του χρέους που βαραίνει κάθε Ελληνα από τη στιγμή που γεννιέται ανέρχεται σε 29.700 ευρώ. Από το… μαιευτήριο δηλαδή το χρέος του είναι κοντά 30 χιλιάρικα στους δανειστές.
2. Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που μόλις τα βγάζει πέρα αυξάνεται διαρκώς. Συγκεκριμένα, το ποσοστό των Ελλήνων που οριακά καλύπτουν υποχρεώσεις και ανάγκες έφθασε το 64% τον Ιανουάριο του 2019, από 60% τον Δεκέμβριο και 57% τον Νοέμβριο του 2018.
Την ίδια στιγμή το 85% των Ελλήνων, δεν μπορεί να αποταμιεύσει, ποσοστό που μειώθηκε μόλις κατά 1% σε σχέση με πέρυσι. Ακόμη, μόλις το 6% των ερωτηθέντων δηλώνει πρόθυμο – θετικό στο ενδεχόμενο να πραγματοποιήσει ακριβές αγορές, που αφορούν έπιπλα ή ηλεκτρονικά είδη κ.α.
Το 92,3% των καταναλωτών στην Ελλάδα δηλώνει ότι δεν είναι πιθανό να αγοράσει αυτοκίνητο το προσεχές 12μηνο, έναντι ποσοστού 95,5% τον Οκτώβριο και μόλις το 0,9% των νοικοκυριών δηλώνει ότι ίσως να προβεί σε αγορά, κατασκευή κατοικίας. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης διαμορφώθηκε τον Ιανουάριο στις -28,3 μονάδες, από -31 μονάδες τον Δεκέμβριο.
3. Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, με επικεφαλής έναν στενό συνεργάτη του Αλέξη Τσίπρα, τον κ. Φρ.Κουτεντάκη, η οικονομία δεν είναι και τόσο εύρωστη όπως κάποιοι θέλουν να την παρουσιάσουν. Το Γραφείο χτύπησε καμπανάκι για τα κόκκινα δάνεια, ενώ θεωρεί ότι τα υπερπλεονάσματα πνίγουν την ανάπτυξη, ενώ υπάρχει σοβαρός δημοσιονομικός κίνδυνος από τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά.
4. Σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Πολιτικής, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα επιβραδυνθεί στο 1,8% το 2022 και το 2023. Δηλαδή την ώρα που στην κυβέρνηση μιλούν για έξοδο από την κρίση και για «ξέφωτο» και μια χώρα – πρότυπο παραδέχονται ότι δεν είναι και τόσο ρόδινα τα πράγματα. Μια χώρα που έπρεπε να τρέχει με 3% και 4% απλά «σέρνεται». Και σε όλα αυτά να προστεθεί ότι η ιδιωτική κατανάλωση δεν θα σημειώσει καμιά σοβαρή αύξηση, οι εξαγωγές θα καταγράφουν χαμηλότερους ρυθμούς αύξησης (από 5,8% φέτος σε 3% το 2023)
5. Σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης Fitch, που θεωρείται και ο πιο «μαλακός» και πιο πιθανός να αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία, υπάρχει κίνδυνος χρηματο-οικονομικής αστάθειας. Μάλιστα επαναφέρει τα σενάρια περί νέων capital controls ενώ τονίζει ότι μπορεί να υπάρξει κραχ εξαιτίας των δικαστικών αποφάσεων για τους συνταξιούχους και τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς και λόγω των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Όπως επισημαίνει ο Fitch, oι δυσκολίες παραμένουν, σε ό,τι αφορά το υπέρογκο δημόσιο χρέος, τα κόκκινα δάνεια, τη χαμηλή ανάπτυξη της οικονομίας, αλλά και τη δυσκολία προσέλκυσης επενδύσεων και υλοποίησης των ιδιωτικοποιήσεων. Σύμφωνα με την εκτίμηση του, η ελληνική οικονομία θα «τρέξει» με ρυθμούς 2,3% το 2019 και 2,2% το 2020, ενώ έως το τέλος του 2040 το δημόσιο χρέος αναμένεται να μειωθεί στο 111% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, υποθέτει τη χρήση από το απόθεμα ρευστότητας (2,4% του ΑΕΠ) την περίοδο 2019-2020 και καμία χρήση κατόπιν. Εκτιμά επίσης ότι την περίοδο 2019-2023 η χώρα θα έχει έσοδα ύψους 300 εκατ. ευρώ από ιδιωτικοποιήσεις.
6. Σύμφωνα με την γενικώς απαισιόδοξη Citigroup, το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας κινήθηκε κοντά στο 2% το 2018, που αποτελεί τον ταχύτερο ρυθμό από το 2007, ωστόσο παραμένει σχεδόν 25% χαμηλότερα από τα επίπεδα πριν από την κρίση. Η ανάπτυξη, όπως εξηγεί, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις εξαγωγές (κυρίως τις εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις με βοήθεια των κονδυλίων της ΕΕ.
Η ανάπτυξη της ιδιωτικής κατανάλωσης συνεχίζει να μην υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός συρρικνώνεται (κατά περίπου 0,4% ετησίως), οι ρυθμοί αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι αρνητική και η τραπεζική πίστωση συνεχίζει να συρρικνώνεται.
Ωστόσο, η δημοσιονομική πολιτική θα γίνει πιθανώς λιγότερο περιοριστική το διάστημα 2019-2020, γεγονός που θα συμβάλει στη διατήρηση θετικής ανάπτυξης των ιδιωτικών δαπανών.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της το 2019 το ελληνικό ΑΕΠ θα επιβραδυνθεί στο 1,4%, το 2020 θα διαμορφωθεί στο 1,5%, το 2021 θα επιβραδυνθεί και πάλι στο 1,3% όπως και το 2022, ενώ το 2023 θα κινηθεί ακόμη χαμηλότερα στο 1,1%.
To χρέος, από 183% το 2018, θα βρεθεί στο 181% το 2019, στο 177% το 2020, στο 172% το 2021, στο 168% το 2022 και στο 164% το 2023, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα συνεχίζει να το «βλέπει» στο 3,2% το 2019 και το 2020 στο 3,1%.
Όλα αυτά τα «καμπανάκια» για την οικονομία χτύπησαν την περασμένη εβδομάδα που όλη η Ελλάδα ασχολούνταν με τις… ζεμπεκιές του Παύλου Πολάκη. Κι όμως, η οικονομία είναι το «ατού» του Τσίπρα όπως και ο ίδιος έχει πει.
Αλλά με αυτή την κατάσταση στην οικονομία θα πάει στις εκλογές; Με το γεγονός ότι ένας στους 2 οφειλέτες στο Δημόσιο έως 500 ευρώ δεν έχει να πληρώσει; Ότι εκατομμύρια πολίτες έχουν υποστεί κατασχέσεις ή άλλου είδους πιέσεις; Ότι υπάρχει κίνδυνος για χιλιάδες να χάσουν τα σπίτια τους;
Προφανώς εύρωστη οικονομία για την κυβέρνηση είναι όταν μοιράζεις επιδόματα από τα χρήματα που συγκέντρωσες με αιματηρή λιτότητα. Όταν δίνεις αυξήσεις και κρατάς σε ομηρία χιλιάδες νέους τάζοντάς τους προσλήψεις που θα πληρώνονται από τον κρατικό κορβανά, αντί να κάνεις τα πάντα για να μειώσεις το κράτος και να ενισχύσεις την ιδιωτική οικονομία και τις επενδύσεις.
Όλα αυτά είναι, βεβαίως ψιλά γράμματα για μια κυβέρνηση που υποτιμά τους… υπερτιμημένους τεχνοκράτες αλλά που στηρίζεται σε τεχνοκράτες όπως ο Τσακαλώτος και ο Χουλιαράκης.
Σε κάθε περίπτωση, η άκρατη παροχολογία δεν βοήθησε ποτέ καμιά κυβέρνηση να κερδίσει τις εκλογές. Ούτε καν να μειώσει τη διαφορά από το κόμμα που κερδίζει.
Όλοι θυμούνται μια ιστορία το 1980 όταν υπουργός της κυβέρνησης Ράλλη είχε ανακηρύξει το δήμο Ηλείας, τόπο καταγωγής του, ακριτική περιοχή επειδή βρεχόταν από το Ιόνιο. Έτσι, έπεσαν εκατομμύρια από κονδύλια που δίνονταν σε ακριτικές περιοχές. Μόνο που στις εκλογές του 1981 η Νέα Δημοκρατία συνετρίβη και ο συγκεκριμένος νομός έδωσε ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στο ΠΑΣΟΚ.
Αποδεικνύεται έτσι ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει ένα λάθος που έχουν κάνει όλοι οι άλλοι. Δίνει αφειδώς χρήμα λίγο πριν από τις εκλογές σε μια προσπάθεια εξαγοράς ψήφων. Αλλά στο τέλος ο ψηφοφόρος είναι αυτός που επιλέγει διαφορετικά…