Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους σχεδιάζει ήδη την επόμενη κίνηση, επισημαίνει δημοσίευμα της οικονομικής Handelsblatt που αναφέρεται στα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην έκδοση 10ετούς ομολόγου, ενός τίτλου της «πρώτης κατηγορίας» ομολόγων που θεωρούνται «σημείο αναφοράς», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται. «Οι αποδόσεις τους θεωρούνται μέτρο για την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας. Μια επιτυχής έξοδος στις αγορές θα συνιστούσε για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και μια πολιτική επιτυχία, η οποία θα μπορούσε να τον ωφελήσει ενόψει των εκλογών που θα γίνουν το αργότερο τον Οκτώβριο».
Η εφημερίδα αναφέρεται και στην επιστροφή των κερδών της ΕΚΤ και των κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα ύψους ενός δισεκατομμυρίου, την οποία θα εγκρίνει το Eurogroup στις 11 Μαρτίου εφόσον υλοποιηθούν προηγουμένως τα σχετικά προαπαιτούμενα που αφορούν την επίσπευση των ιδιωτικοποιήσεων αλλά και τη διευθέτηση του ζητήματος των κόκκινων δανείων. «Και αυτό θα ήταν ένα σημαντικό μήνυμα ενόψει της σχεδιαζόμενης εξόδου στις αγορές», σχολιάζει ο αρθρογράφος. «Μπορεί η χώρα να μην χρειάζεται στην παρούσα φάση φρέσκο χρήμα. Χάρη σε ένα αποθεματικό ύψους 26,5 δις ευρώ οι ανάγκες της Ελλάδας είναι καλυμμένες τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2020. Ωστόσο για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης είναι σημαντικό σε τακτά χρονικά διαστήματα η χώρα να δανείζεται από τις αγορές. Για ελληνικά δεδομένα οι όροι του δανεισμού είναι στην παρούσα φάση σχετικά ευνοϊκοί: η απόδοση του 10ετούς ομολόγου υποχώρησε τη Δευτέρα στο 3,8% […] όταν στο απόγειο της κρίσης στα τέλη του Φεβρουαρίου του 2012 βρισκόταν στο 39%. Παρότι η απόδοση έχει μειωθεί έκτοτε στο ένα δέκατο, οι επενδυτές συνεχίζουν να ζητούν από την Ελλάδα τα υψηλότερα επιτόκια σε σχέση με τις άλλες προβληματικές χώρες της Ευρωζώνης».
Η HB σημειώνει ότι η τελευταία έκδοση ελληνικού δεκαετούς ομολόγου χρονολογείται τον Μάρτιο του 2010. «Ήταν λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση. Το κουπόνι ήταν 6,37%. Παρά τη μείωση της ονομαστικής αξίας έκτοτε, η πιστοληπτική ικανότητα της χώρας δεν έχει ουσιαστικά βελτιωθεί».
Νέο δημοψήφισμα – νέος διχασμός;
Την πρόταση των βρετανών Εργατικών για τη διεξαγωγή δεύτερου δημοψηφίσματος για το Brexit σχολιάζει η βελγική De Standaard. «Το να γίνει δεύτερο δημοψήφισμα είναι καταρχήν μάλλον απίθανο. Οι συντηρητικοί δεν θέλουν καν να ακούνε για δεύτερη κάλπη, το ίδιο ισχύει και για τους περίπου 60 βουλευτών των Εργατικών από εκλογικές περιφέρειες που το 2016 ψήφισαν υπέρ του Brexit.
Το σχόλιο των βρετανικών Times: «Ένα δεύτερο δημοψήφισμα ενέχει τον κίνδυνο να διχάσει ακόμη περισσότερο μια βαθιά διχασμένη χώρα. Και θα παρέτεινε ακόμη περισσότερο την αβεβαιότητα για το Brexit. Και, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, δεν θα απαντούσε στο σύνθετο ερώτημα που αφορά τις μελλοντικές σχέσεις Μεγάλης Βρετανίας και ΕΕ. Ωστόσο μπορεί να προσφέρει στο Εργατικό Κόμμα σανίδα σωτηρίας σε μια στιγμή που φαίνεται να καταρρέει. Και μόνον γι΄ αυτό οι Τόρηδες θα έπρεπε να στηρίξουν τη συμφωνία της Μέι με την ΕΕ».