Χίλιοι άνθρωποι, χριστιανοί και Εβραίοι, έχουν ταυτοποιηθεί ως κρατούμενοι του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά, στη Θεσσαλονίκη, όσο αυτό λειτουργούσε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, από το 1941 μέχρι το 1944.
Τα ονόματά τους πιστοποίησαν επιστήμονες και ερευνητές κατά την έρευνα που πραγματοποίησαν στις δηλώσεις που είχαν κατατεθεί στις Αρχές της δεκαετίας του ’60, στο πλαίσιο της συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας, για αποζημιώσεις σε όσους διώχτηκαν από το Γ΄ Ράιχ για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς και πολιτικούς.
«Δεν επρόκειτο για αποζημιώσεις για τα εγκλήματα των Γερμανών την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα, ούτε για τις καταστροφές που υπέστη η χώρα κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» διευκρινίζει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο επίκουρος καθηγητής του Τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Στράτος Δορδανάς.
Τονίζει δε ότι είχε δοθεί τότε το ποσό των 115 εκατομμυρίων μάρκων σε μια μικρή κατηγορία ανθρώπων και τα χρήματα που πέρασαν στους δικαιούχους ήταν ελάχιστα, καθώς ο καθένας έλαβε δύο με τρεις χιλιάδες δραχμές.
«Στις δηλώσεις αυτές, οι οποίες φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, αναγραφόταν ο τόπος κράτησης όσων συμπλήρωσαν τη δήλωση και τελικά έλαβαν αυτό το ποσό» προσθέτει ο κ. Δορδανάς.
Δεν παραλείπει, μάλιστα, να αναφέρει ότι σε κάθε περίπτωση οι άνθρωποι που πέρασαν τις πύλες του στρατοπέδου Παύλου Μελά ήταν πολύ περισσότεροι, καθώς εκεί βρέθηκαν κρατούμενοι και όμηροι από όλη τη Μακεδονία.
Κάποιοι από αυτούς άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή, εκατοντάδες στάλθηκαν το 1943 και το 1944 ως όμηροι για καταναγκαστική εργασία στο Γ’ Ράιχ και κάποιοι από αυτούς δεν επέστρεψαν ποτέ.
«Το στρατόπεδο συγκέντρωσης Παύλου Μελά τροφοδότησε με τους εγκλείστους του ομήρους τα γερμανικά εκτελεστικά αποσπάσματα. Αποτέλεσε τη βασική δεξαμενή από την οποία άντλησαν οι Γερμανοί όσους εκτέλεσαν κατά εκατοντάδες, κατά την περίοδο της Κατοχής, ως αντίποινα» αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δορδανάς.
Μαρτυρίες πρώην κρατουμένων
Λεπτομέρειες για τα γεγονότα αναζητούν, παράλληλα, οι ερευνητές στις αφηγήσεις και τις μαρτυρίες όσων βρέθηκαν στο χώρο του πρώην στρατοπέδου συγκέντρωσης και βγήκαν σώοι από αυτόν. Ήδη, στο πλαίσιο της έρευνας, που υλοποιείται με επιστημονικά υπεύθυνο τον επίκουρο καθηγητή Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργο Αντωνίου, έγιναν συνεντεύξεις με ανθρώπους που κρατήθηκαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά και κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους.
«Βρήκαμε αρκετούς, ένας από τους γνωστότερους είναι ο Θεόδωρος Βαλαχάς» λέει ο κ. Δορδανάς για τον άνθρωπο που είναι γνωστός ως ο νεότερος κρατούμενος του στρατοπέδου Παύλου Μελά, καθώς, όταν έφτασε σε αυτό μαζί με τη μητέρα του, την άνοιξη του 1944, ήταν μόλις 12 χρονών. «Υπάρχουν και άλλοι. Θα συνεχίσουμε τη συλλογή προφορικών μαρτυριών» προσθέτει.
Εξακόσιες με επτακόσιες εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη και γύρω από αυτήν
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εκτελέσεων, από τη μέχρι στιγμής έρευνα, που πραγματοποιείται εδώ και ένα χρόνο, έχει προκύψει ότι αυτές ξεπέρασαν τις εξακόσιες με επτακόσιες, ωστόσο αυτός είναι ένας κατά προσέγγιση αριθμός, που μένει να αναλυθεί περισσότερο.
Παράλληλα, έγιναν προσπάθειες να ταυτοποιηθεί ο χώρος με βάση τις ταξινομικές κατηγορίες που διαμορφώνονται στη διεθνή συζήτηση για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τους χώρους εξόντωσης, τους τόπους κράτησης, τους χώρους καταναγκαστικής εργασίας και τα διαμετακομιστικά κέντρα.
Η χρήση των κτιρίων που σώζονται στο στρατόπεδο Παύλου Μελά
Με αφορμή, άλλωστε, τις διαδικασίες που δρομολογούνται για τη δημιουργία Μουσείου Εθνικής Αντίστασης σε κτίσμα που βρίσκεται μέσα στο χώρο του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά, ο κ. Δορδανάς γνωστοποιεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι με τη συμβολή του αρχαιολόγου και ερευνητή Νίκου Βαλασιάδη ταυτοποιήθηκε η χρήση πολλών από τα κτίρια που σώζονται.
Το πιο γνωστό είναι το κτίριο Α2, το μακρόστενο κτίσμα επί της οδού Λαγκαδά. Κάθετα στο Α2 βρίσκεται και ένα αδελφό κτίσμα που δημιουργεί μια γωνία με το προηγούμενο και οριοθετεί τον προαύλιο χώρο του πρώην στρατοπέδου. Στο κτίριο Α2 κρατούνταν χριστιανοί, Εβραίοι και γυναίκες, και στο διπλανό Σέρβοι, ενώ υπήρχαν και άλλες εγκαταστάσεις, γερμανικές σκοπιές, το κτίριο της γερμανικής διοίκησης, το κτίριο της ελληνικής διοίκησης, στάβλοι που χρησιμοποιήθηκαν ως χώροι κράτησης εγκλείστων.
«Κάποια κτίρια έχουν γκρεμιστεί, όμως σώζονται τα περισσότερα, και αυτό είναι ευτύχημα, δεδομένου ότι στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, για παράδειγμα, δεν σώζονται κτίρια πλην ενός. Καθώς, όμως, το επόμενο διάστημα κάποια κτίσματα θα γκρεμιστούν, γιατί το προβλέπει η ανάπλαση του χώρου, ώστε να γίνει ένα μητροπολιτικό πάρκο, η δουλειά μας εντατικοποιείται. Θα προσπαθήσουμε να προλάβουμε την κατεδάφιση και να αποτυπώσουμε τη μνήμη τους όσο ακόμη είναι εν ζωή και υπάρχουν» υπογραμμίζει.
Επόμενο στάδιο η επέκταση της έρευνας σε όλη την Ελλάδα
Επόμενο στάδιο, κατά τον κ. Δορδανά, είναι η επέκταση της έρευνας, ώστε να περιλάβει το σύνολο του χώρου της Ελλάδας, ακόμη και τους άγνωστους τόπους κράτησης. «Σε ό,τι αφορά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης την περίοδο της Κατοχής στην Ελλάδα, η έρευνα, στην οποία συμμετέχουν ομάδες και από άλλα σημεία της χώρας, εστιάστηκε στα στρατόπεδα Παύλου Μελά στη Βόρεια Ελλάδα, Χαϊδαρίου στην Αθήνα και Λάρισας – Τρικάλων στη Θεσσαλία. Η δική μας ομάδα ασχολήθηκε με το Παύλου Μελά, ενώ στη συνέχεια θα γίνει προσπάθεια για την καταγραφή και άλλων τόπων κράτησης, την περίοδο 1941-1944. Βρισκόμαστε αρχικά σε μια πρώτη χαρτογράφηση. Υπάρχουν δεκάδες τέτοιοι τόποι κράτησης» επισημαίνει χαρακτηριστικά.
Πέραν των παραπάνω, η έρευνα στην επόμενη φάση θα κατευθυνθεί και στις προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που εκτοπίστηκαν από την Ελλάδα και οδηγήθηκαν είτε σε στρατόπεδα εξόντωσης είτε σε χώρους καταναγκαστικής εργασίας είτε αλλού.
«Ενδιαφερόμαστε για το τι συνέβη σε όλους αυτούς τους ανθρώπους μετά την κατάρρευση του Γ’ Ράιχ, πώς επιβίωσαν, πώς τους προσφέρθηκε αρωγή από συμμαχικές οργανώσεις και πώς επέστρεψαν στην πατρίδα» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δορδανάς.
Η έρευνα χρηματοδοτείται από γερμανικούς φορείς
Σημειώνεται ότι η πρώτη φάση της έρευνας χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον, το γερμανικό προξενείο, τη γερμανική πρεσβεία και το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών, με σκοπό να μελετηθούν ζητήματα των ελληνογερμανικών σχέσεων στο παρελθόν, ώστε η μελέτη να οδηγήσει στην κατανόηση και τη συμφιλίωση.
Στο ερώτημα «γιατί όλα αυτά δεν είναι ήδη καταγεγραμμένα», ο κ. Δορδανάς απαντά: «Πράγματι, έχουν περάσει τόσα χρόνια και προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι πολλά από αυτά αποτελούν κάτι καινούριο ακόμη και για τους ερευνητές. Καθυστερήσαμε να μιλήσουμε με ανθρώπους που ήταν έγκλειστοι τότε. Ευτυχώς άνοιξε το ενδιαφέρον και ίσως μετά από μια γενικότερη καθυστέρηση να μελετήσουμε ζητήματα που αποτελούν παρθένο έδαφος για την ελληνική περίπτωση, αλλά στην Ευρώπη έχουν μελετηθεί δεόντως και υπάρχει ήδη σχετική βιβλιογραφία».