Στη γραμμή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τάσσεται και η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία ότι πρέπει να εφαρμοστεί κανονικά η μείωση του αφορολόγητου ορίου που έχει ήδη ψηφιστεί για το 2020.
Η Κομισιόν τονίζει ότι η μείωση του αφορολόγητου θα οδηγήσει στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και να εξασφαλίσει πόρους προκειμένου να μειωθούν οι φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις και την εργασία (δηλαδή για τη φορολογική κλίμακα μισθωτών και ελευθέρων επαγγελματιών).
Τα πράγματα γίνονται δύσκολα για την κυβέρνηση. Από την μια ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υποσχεθεί ότι δεν θα περικόψει το αφορολόγητο όριο και από την άλλη εάν το αφορολόγητο μειωθεί θα «πάνε περίπατο», όλα τα οφέλη από την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 11%.
Στην επιδίωξη της για τη μη μείωση του αφορολογήτου η κυβέρνηση δεν έχει σύμμαχο την Κομισιόν, η οποία ενστερνίζεται τη θέση του Ταμείου για ένα νέο μείγμα οικονομικής πολιτικής που θα εστιάζει στη μείωση των φόρων νοικοκυριών και επιχειρήσεων, στην σύνδεση των μισθών με την παραγωγικότητα και στην απελευθέρωση υπηρεσιών και προϊόντων.
Για παράδειγμα, αν μειωθεί το αφορολόγητο όριο μειωθεί στα 5.685-6.591 ευρώ από την Πρωτοχρονιά του 2020, ένας μισθωτός του ιδιωτικού τομέα που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό (ετήσιο εισόδημα 9.100 ευρώ) θα κληθεί να πληρώσει φόρο 730 ευρώ για το εισόδημά του. Ο ίδιος εργαζόμενος έως σήμερα δεν πλήρωνε φόρο.
Επίσης, η μείωση του αφορολόγητου ορίου θα περιορίσει τα οφέλη για τους εργαζομένους από την αύξηση του κατώτατου μισθού. Για παράδειγμα, άγαμος χωρίς προϋπηρεσία λάμβανε καθαρά 492,31 ευρώ. Με τις αλλαγές στον κατώτατο μισθό ή η αμοιβή του αυξάνεται στα 545,97 ευρώ, ενώ το 2020 περιορίζεται στα 526,06 ευρώ. Το αρχικό όφελος των 53,66 ευρώ μηνιαίως μειώνεται στα 33,75 ευρώ.