Παρότι η κατάρρευση μιας συνάντησης κορυφής συνήθως συνοδεύεται από αρκετά δραματικό τόνο, αυτή τη φορά τόσο ο αμερικανός Πρόεδρος όσο και ο βορειοκορεάτης ηγέτης προσπάθησαν να δείξουν ότι απλώς δεν ήρθε ακόμη η ώρα ακόμη για τη συμφωνία.
Μάλιστα, ο αμερικανός Πρόεδρος στη δική του συνέντευξη υπήρξε μάλλον ειλικρινής ως προ το όριο στο οποίο έφτασαν οι διαπραγματεύσεις. Όπως είπε, «βασικά ήθελα την ολοκληρωτική άρση των κυρώσεων, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό. Ήταν διατεθειμένοι να αποπυρηνικοποιήσουν ένα μεγάλο μέρος των περιοχών που ήθελαν, αλλά δεν μπορούσαμε να εγκαταλείψουμε σε αντάλλαγμα όλες τις κυρώσεις και έτσι θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε και θα δούμε».
Ο Ντόναλντ Τραμπ επέμεινε ότι «έπρεπε να σηκωθούμε από το τραπέζι απέναντι σε αυτή την πρόταση» (“we had to walk away from that particular suggestion”), θέλοντας να πει ότι σε αυτή τη φάση οι ΗΠΑ δεν ήταν έτοιμες να άρουν πρώτα κυρώσεις σε αντάλλαγμα για σημαντική πρόοδος στην αποπυρηνικοποίηση.
Σύμφωνα με πληροφορίες οι ΗΠΑ απαιτούσαν την πλήρη καταστροφή του συμπλέγματος του πυρηνικού αντιδραστήρα στο Γιονγκμπιόν πριν προχωρήσουν σε οποιαδήποτε αλλαγή στο καθεστώς των κυρώσεων. Από τη μεριά της η Βόρεια Κορέα επέμεινε ότι έχει κάνει βήματα ως προς την καταστροφή χώρων πυρηνικών δοκιμών και πυραυλικών εγκαταστάσεων και επέμεινε να τηρηθεί η αρχικά συμφωνημένη ακολουθία.
Τι είχε συμφωνηθεί στην προηγούμενη συνάντηση κορυφής
Υπενθυμίζουμε εδώ ότι με βάση το κοινό ανακοινωθέν της προηγούμενης συνάντησης των δύο ηγετών τα βήματα που είχαν συναποφασιστεί ήταν τα ακόλουθα
1.Να αποκατασταθούν νέες σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Βόρεια Κορέα με βάση «την επιθυμία των λαών των δύο χωρών για ειρήνη και ευημερία».
2.Οι ΗΠΑ και η Βόρεια Κορέα να καταβάλουν κάθε προσπάθεια για ένα σταθερό καθεστώς ειρήνης στην Κορεατική Χερσόνησο
3.Η Βόρεια Κορέα να εργαστεί για την πλήρη αποπυρηνικοποίηση της Κορεατικής Χερσονήσου
4.Οι ΗΠΑ και η Βόρεια Κορέα να εργαστούν για τον εντοπισμό και επαναπατρισμό των οστών πεσόντων στον Πόλεμο της Κορέας
Είναι σαφές από ότι το αρχικό πλαίσιο τοποθετούσε την πλήρη αποπυρηνικοποίηση μετά από την επίτευξη βημάτων όπως η πλήρης αποκατάσταση διπλωματικών σχέσεων, την υπογραφή συνθήκης ειρήνης (τυπικά η εμπόλεμη κατάσταση δεν έχει αρθεί) και την άρση των κυρώσεων ως τμήμα μιας νέας ειρηνικής σχέσης.
Με αυτή την έννοια ως προς την τήρηση των συμφωνηθέντων στην προηγούμενη συνάντηση, ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες αυτές που δεν τήρησαν πλήρως τις δικές τους δεσμεύσεις, σε αντίθεση με τη Βόρεια Κορέα που φαινομενικά έκανε περισσότερα βήματα.
Οι διαφορές προσέγγισης ως προς την πορεία προς μια συμφωνία
Η διαφορά ως προς το πώς αντιλαμβάνονται οι δύο χώρες τα συμπεφωνημένα είχε φανεί ήδη από το περασμένο καλοκαίρι, λίγους μήνες μετά τη συνάντηση κορυφής. Τότε είχε επισκεφτεί την Πιονγκγιάνγκ ο αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Τζον Μπόλτον, που θεωρείται ένα κλασικό και πολύ επιθετικό «γεράκι».
Μετά τη συνάντηση οι βορειοκορεάτες είχαν βγάλει μια ανακοίνωση που τον κατηγόρησαν ότι είχε έρθει με μια γκανγκστερική απαίτηση μονομερούς αποπυρηνικοποίησης πριν από οτιδήποτε άλλο που κατά τη γνώμη τους ήταν αντίθετο με το πνεύμα του κοινού ανακοινωθέντος του Ντόναλντ Τραμπ και του Κιμ Γιονγκ-ουν.
Επεσήμαναν μάλιστα ότι η άρση της εμπόλεμης κατάστασης είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα για την αποφόρτιση της συσσωρευμένης έντασης στην περιοχή και την αποτροπή του πολέμου και ότι αυτό ήταν το πνεύμα της συνάντησης ανάμεσα στους δύο ηγέτες.
Είναι σαφές ότι στο εσωτερικό των ΗΠΑ δεν υπήρχε ποτέ πλήρης συναίνεση και σύμπνοια ως προς την τακτική σε σχέση με την Βόρεια Κορέα. Η τακτική του Τραμπ δείχνει να είναι η συστηματική προσπάθεια για την επίλυση επιμέρους προβλημάτων ώστε να μπορεί να υπάρχει επικέντρωση σε άλλα ζητήματα όπως είναι οι σχέσεις με την Κίνα. Ταυτόχρονα, η προοπτική της ειρήνευσης στην περιοχή και των καλύτερων σχέσεων ανάμεσα σε Βόρεια και Νότια Κορέα σημαίνει και αναβάθμιση των οικονομικών σχέσεων, κάτι που θα σήμαινε και ευκαιρίες και για αμερικανικές εταιρείες.
Από την άλλη, για σημαντική μερίδα του διπλωματικού και στρατιωτικού κατεστημένου των ΗΠΑ είναι η προτιμότερη η διατήρηση ενός κλίματος έντασης σε σχέση με καθεστώτα που θεωρούν εχθρικά και η προσπάθεια να υπάρξει σαφής κατίσχυση, εκτιμώντας ότι αυτό επιβεβαιώνει την αμερικανική ισχύ, παρά η προσπάθεια επίτευξης έστω και αμοιβαία επωφελών συμβιβασμών.
Επιπλέον υπάρχει η ανησυχία ότι όσο η Βόρειος Κορέα, που έχει σταματήσει τις πυρηνικές δοκιμές, διατηρεί τις πυρηνικές κεφαλές και τους βαλλιστικούς πυραύλους (υποστηρίζοντας μάλιστα ότι μπορεί να φτάσει ακόμη και στις ΗΠΑ), ο κίνδυνος παραμένει ενεργός και δεν μπορεί να υπάρξουν κινήσεις όπως η πλήρης άρση των κυρώσεων.
Μια συνάντηση που δύσκολα μπορούσε να καταλήξει σε συμφωνία
Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι ο πρόεδρος Τραμπ έχει να αντιμετωπίσει όχι μόνο επιθετικές απόψεις εντός της κυβέρνησής του πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και ένα συνολικότερο δυσμενές πολιτικό κλίμα, με αποκορύφωμα τα όσα κατέθεσε εναντίον του ο πρώην συνεργάτης του Μάικλ Κόουεν, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί δεν θα μπορούσε να αποκλίνει από την τακτική στην οποία επέμειναν τόσο ο Μάικ Πομπέο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ όσο και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας.
Η τακτική αυτή στηριζόταν στην παραδοχή ότι θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να αποσπάσουν δέσμευση για πλήρη αποπυρηνικοποίηση χωρίς να δώσουν κάτι σε αντάλλαγμα και αποδείχθηκε μάλλον αποτυχημένη.
Από την άλλη, φάνηκε και σε αυτή τη συνάντηση ότι ο Κιμ Γιονγκ-ουν επίσης ξέρει να έρχεται σε διαπραγματεύσεις σε επιπλέον απαιτήσεις, όπως φαίνεται από την επαναφορά του ζητήματος της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Νότια Κορέα.
Μεγάλος χαμένος της κατάρρευσης των συνομιλιών και η Νότια Κορέα που ευελπιστούσε ότι θα μπορούσε πάνω στο έδαφος μιας συμφωνίας να αναβάθμιζε τις οικονομικές σχέσεις με τη Βόρεια Κορέα.
Πάντως ο Κιμ Γιονγκ-ουν έχει δείξει αρκετά καλός στη διαχείριση αποτυχημένων συνομιλιών. Η αναφορά που έκανε στο ότι μπορεί να υποχρεωθεί η Βόρεια Κορέα να αναζητήσει νέο τρόπο να υπερασπίσει την κυριαρχία της εάν οι ΗΠΑ δεν μετατοπιστούν από την τακτική τους ήταν πολύ χαρακτηριστική για το πώς εκτιμά ότι μπορεί να διαχειριστεί ακόμη και μια νέα περίοδο έντασης.
Μένει να δούμε αν και πότε θα έχουμε έναν νέο κύκλο συζητήσεων και διαπραγματεύσεων. Και οι δύο ηγέτες θέλησαν να δώσουν την εικόνα ότι η συζήτηση συνεχίζεται. Επίσης και οι δύο έχουν προφανώς το βλέμμα τους στραμμένο όχι μόνο στις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ αλλά και στην εξέλιξη των εμπορικών διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Κίνα και στις ΗΠΑ και συνολικά στο συσχετισμό σε εκείνο το μέτωπο.