Κάποτε η Αριστερά εκτιμούσε τη μόρφωση. Ακόμη και στους μύθους της το διακρίνεις αυτό, όπως, να, εκείνο το κλασικό της μυθολογίας για τον Νίκο Ζαχαριάδη, που έλεγαν ότι διάβασε το «Κεφάλαιο» του Μαρξ ένα βράδυ κάτω από μια γέφυρα. Ενα έργο που εκδίδεται σε τρεις τόμους από 800 ώς 1.000 σελίδες έκαστος.
Η μόρφωση τότε ήταν χειραφέτηση, ήταν μια πράξη κατά κάποιον τρόπο επαναστατική, αφού άνοιγε τα μάτια σε κόσμους κι ιδέες που το κράτος και τα εθνικά αφηγήματα τις θεωρούσαν βέβηλες κι απαγορευμένες. Και, φυσικά, για όσους έμπαιναν ενεργά στην πολιτική στράτευση η μόρφωση ήταν και το κλειδί της ανόδου στα ανώτερα στελεχικά στρώματα.
Αυτό με τα χρόνια άρχισε να φθίνει, άρχισε να αλλάζει και αν ρωτήσετε αριστερούς παλιότερους θα σας πουν διαφορετικούς, ίσως, λόγους γι’ αυτό. Εξαιρώντας το ΚΚΕ, οι κομματικές γραμμές έγιναν πιο απλές, πιο συνθηματικές και προσιτές στο παπαγάλισμα, η πολιτική πιο «επαγγελματική» και υπήρχαν κι οι καθηγητές στα κόμματα, οι εν Ελλάδι οργανικοί διανοούμενοι (σαν να λέμε έλληνες σελέμπριτις ένα πράγμα) που έγραφαν και τα ιδεολογικά πλαίσια για ημερίδες κι εφημερίδες. Στην επαγγελματική πολιτική, άλλωστε, τους όρους της επικοινωνίας με το εκλογικό σώμα όριζε πια η τηλεόραση.
Μαζί με την πολιτική παρασύρθηκε και μετασχηματίστηκε με τα χρόνια και ο συνδικαλισμός, στον οποίο όμως ούτως ή άλλως η ανανεωτική Αριστερά του Συνασπισμού δεν είχε και καμιά αξιοσημείωτη παρουσία.
Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα και της απουσίας αριστερής πολιτικής παιδείας που επιδεικνύει δεν εντυπωσιάζει, λοιπόν, και τόσο όσους έχουν παρακολουθήσει αυτή την εξέλιξη.
Ο Αλέξης Τσίπρας ακούγεται σαν ένας άνθρωπος που μεγάλωσε και εκπαιδεύτηκε για να γίνει πολιτικό στέλεχος. Μιλάει, μάλιστα, κι εκείνο το απολύτως αναγνωρίσιμο ελιτίστικο λανγκάζ με το οποίο η Αριστερά των ανώτερων και άνω μεσαίων ταξικών στρωμάτων θεωρεί ότι πρέπει να απευθύνεται στον λαό. Αυτή που, για παράδειγμα, λέει «σχολειό» αντί για σχολείο και «πλατιά», γιατί φαντασιώνεται πως αποτελεί μια ιστορική συνέχεια της πολιτικής διάστασης του γλωσσικού ζητήματος, πως ενσαρκώνει τη λαϊκότητα. Αστεία πράγματα δηλαδή, για τους ελάχιστους που τα προσέχουν.
Η γενιά Χ
Ο Αλέξης Τσίπρας ανήκει στη γενιά αυτών που γεννήθηκαν στο διάστημα 1965 – 1980, στη λεγόμενη Γενιά Χ δηλαδή, αυτή που δεν έζησε τον πόλεμο. Είναι η γενιά που έζησε την άνοδο του προσδόκιμου ζωής, του βιοτικού επιπέδου, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, την κοινωνική κινητικότητα, την επανάσταση της επικοινωνίας που της άνοιξε τα μάτια σε όλο τον κόσμο, από την έγχρωμη οικιακή τηλεόραση και την καλωδιακή ώς το Διαδίκτυο, το PC, τα φορητά gadgets. Είναι η γενιά που έλαβε περισσότερη μόρφωση, που ταξίδεψε, που είδε πιο πολλές ταινίες, άκουσε περισσότερη μουσική, που είχε πρόσβαση σε πληροφορία με πολύ λιγότερη διαμεσολάβηση.
Το να μην έχει διαβάσει Γκράμσι λοιπόν δεν είναι να μας σκανδαλίζει.
Στο «καρφί» εκείνο που πέταξε στον Τσακαλώτο, που έχει διαβάσει βιβλιοθήκες ολόκληρες, το είπε καθαρά ο Τσίπρας: «Εγώ είμαι πιο φιλόδοξος». Εκεί είναι το ζουμί, στην καπατσοσύνη.
Το να «σκοτώνει» την «Αντιγόνη» και την «Οδύσσεια», δηλαδή να κάνει λάθη επιπέδου εγκύκλιας μόρφωσης, σχολικής ύλης, άντε, το συνηθίσαμε.
Το να κάνει λόγο για «στροφή 360 μοιρών» ένας απόφοιτος του Πολυτεχνείου προβληματίζει, για να το θέσουμε κομψά.
Αυτό που δεν εξηγείται με κανέναν τρόπο είναι το πώς γίνεται να μη φανερώνει ο λόγος του, οι λέξεις του, καμιά συγκεκριμένη αναφορά σε κάτι δικό του, σε κάτι που ξέρει, που αγαπά, σε μια ταινία, ένα άθλημα, ένα βιβλίο, κάτι, ας είναι κι ένα κόμικ!
Επείγει να κάνει μια παραβολή, παρομοίωση ή μεταφορά και να είναι πηγαία, δική του.
Γιατί, εντάξει, το ότι δεν ξέρει και πολλά το συνηθίσαμε.
Αλλά το να ακούγεται σαν να ξεπήδησε στον κόσμο μας από το κελάρι του «Underground» του Κουστουρίτσα, είναι σκέτος τρόμος.