Σημαντική παρέμβαση στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης που τέμνουν στην ορθή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση πλήθος ζητημάτων που αφορούν το ουσιαστικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο χαρακτηρίζουν σε ανακοίνωσή τους οι πρόεδροι της Συντονιστικής Επιτροπής των Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας τα σχέδια του Πονικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ωστόσο ,θέτουν και ορισμένους “αστερίσκους” κρίνοντας ότι” πρέπει να επαναξεταστεί το απειλούμενο ύψος ποινής και ο αυτεπάγγελτος χαρακτήρας, σε ορισμένα αδικήματα, όπως ενδεικτικά η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης, και η κλοπή, προς το σκοπό όπως διώκεται αυτεπαγγέλτως”.Επιπλέον , θεωρούν ότι θα έπρεπε να είναι περισσότερος ο χρόνος της δημόσιας διαβούλευσης λόγω της σπουδαιότητας του νομοθετήματος.
Συγκέκριμένα η Συντονιστική Επιτροπή Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδος ενημερώθηκε εκτενώς για το περιεχόμενο και όλα τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τα νέα σχέδια Κωδίκων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας, από τους Προέδρους των αντίστοιχων νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, κ. Χριστόφορο Αργυρόπουλο, Δικηγόρο Αθηνών, και κ. Θεοχάρη Δαλακούρα, Καθηγητή Πανεπιστημίου και Δικηγόρο, καθώς και τα μέλη των Επιτροπών, κ.κ. Ιωάννη Γιαννίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου και Δικηγόρο και Παναγιώτη Καζή, Δικηγόρο.
Κατόπιν διαλογικής συζήτησης η Συντονιστική Επιτροπή διατύπωσε τις εξής θέσεις:
“Τα σχέδια νέων Κωδίκων Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας διαδικασίας στην οποία συμμετείχαν επιφανείς εκπρόσωποι της νομικής επιστήμης και της δικαιοσύνης. Συνιστούν σημαντική παρέμβαση στο πλαίσιο απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και τέμνουν στην ορθή, κατ’ αρχήν, κατεύθυνση πλήθος ζητημάτων που αφορούν το ουσιαστικό και ποινικό δικονομικό δίκαιο.
Η νομοθέτηση των Κωδίκων πρέπει να στηρίζεται στις συνταγματικές αρχές και στις θεμελιώδεις κατευθύνσεις του ποινικού δόγματος και να παρακολουθεί τις εξελίξεις στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Ο ΠΚ, με τις όποιες τροποποιήσεις έχει υποστεί, είναι νομοθέτημα της δεκαετίας του 1950, και αποτελεί κοινή πεποίθηση του νομικού κόσμου ότι απαιτείτο η προσαρμογή του στην νέα τυπολογία και μορφολογία του εγκλήματος, αλλά και στις σύγχρονες εξελίξεις στον ευρωπαϊκό χώρο προς τον σκοπό προσαρμογής στο ενωσιακό κεκτημένο. Σημειώνεται ότι όταν γίνονται, ανάλογης εμβέλειας, ρηξικέλευθες τροποποιήσεις στην ποινική νομοθεσία, η νομοθέτηση δεν μπορεί να επηρεάζεται ούτε από την εκάστοτε πολιτική συγκυρία, ούτε από εκκρεμείς δίκες, οι οποίες κάθε φορά θα υπάρχουν, ούτε να εντάσσεται στα πλαίσια της μακράς προεκλογικής διελκυστίνδας που διέρχεται ο τόπος.
Ο χρόνος της διαβούλευσης των 21 ημερών που εξαγγέλθηκε από το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι ανεπαρκής και αναντίστοιχος με την σπουδαιότητα της νομοθετικής πρωτοβουλίας, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι θα προωθηθεί προς ψήφιση με την κόλουρη κοινοβουλευτική διαδικασία των Κωδίκων.
Επί της ουσίας των προωθούμενων ρυθμίσεων επισημαίνονται τα εξής:
Η λελογισμένη μείωση των ποινών, προς τον σκοπό εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, κρίνεται κατ’ αρχήν θεμιτή, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι θα αναπροσαρμόζονταν αναλόγως τα όρια της υφ’ όρων απόλυσης, ώστε να εξασφαλίζονται οι σκοποί γενικής και ειδικής πρόληψης των εγκλημάτων και η ποινή που επιβάλλεται να εκτίεται ουσιαστικά, σημείο το οποίο πρέπει να επανεξεταστεί.
Ο περιορισμός της δυνατότητας εξαγοράς των ποινών στα σοβαρά πλημμελήματα (με πλαίσιο ποινής 3 έως 5 έτη) και η εισαγωγή της κοινωφελούς εργασίας ως τρόπου έκτισης της ποινής, ενισχύει την ειδικοπροληπτική λειτουργία της και αποτελεί σοβαρή τομή στο υφιστάμενο σύστημα.
Ενόψει ενδεχόμενων αξιολογικών αντινομιών πρέπει να επαναξεταστεί το απειλούμενο ύψος ποινής και ο αυτεπάγγελτος χαρακτήρας, σε ορισμένα αδικήματα, όπως ενδεικτικά η διεύθυνση εγκληματικής οργάνωσης, στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης, και η κλοπή, προς το σκοπό όπως διώκεται αυτεπαγγέλτως.
Αποτελεί πάγια θέση του δικηγορικού σώματος ότι δεν νοείται η διενέργεια ποινικών δικών χωρίς την παρουσία συνηγόρου υπεράσπισης. Υπό το πρίσμα αυτό, απαιτείται επανεξέταση των διατάξεων των άρθρων 93 και 340 ΚΠΔ προς τον σκοπό όπως αποτραπεί το ενδεχόμενο αποστέρησης του δικαιώματος παράστασης με συνήγορο.
Προκειμένου να εξασφαλίζεται η αξιολογική και συστηματική συνοχή του ποινικού δικαίου πρέπει άμεσα να συσταθεί ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή, που θα επανεξετάσει την αναγκαιότητα και το ύψος των απειλούμενων ποινών στους ειδικούς ποινικούς νόμους.
Κατά τα λοιπά, η Συντονιστική Επιτροπή επιφυλάχθηκε να διατυπώσει εγγράφως, δι’ υπομνήματος, τις θέσεις της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί επιμέρους ρυθμίσεων για μια σειρά από ζητήματα που έχουν επισημανθεί τόσο από συλλόγους όσο και από μεμονωμένους συναδέλφους στα πλαίσια της τρέχουσας διαβούλευσης”.