«Ο ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί λες και είναι 15 χρόνια στην εξουσία. Έχει πάθει… ΠΑΣΟΚ όπως το 2004 όταν ήταν φανερό ότι έπειτα από τόσο καιρό στη διακυβέρνηση της χώρας θα άρχιζαν οι διαλυτικές τάσεις να εμφανίζονται».
Αυτά λέει έμπειρος πολιτικός ο οποίος βλέπει να διαμορφώνεται στο κυβερνών κόμμα μια εικόνα διάλυσης που δεν δικαιολογείται από τα μόλις 4 χρόνια στην εξουσία. Μια κυβέρνηση η οποία προσπαθεί να σταθεί όρθια τους επόμενους μήνες μέχρι τις εκλογές και που επιχειρεί να επιτεθεί κατά πάντων, να πολώσει το κλίμα και να διαμορφώσει μια ατζέντα σύγκρουσης με όλους ώστε να επιβιώσει πολιτικά.
Τα όσα συνέβησαν στην πρόσφατη κοινοβουλευτική ομάδα αναδεικνύουν και το κλίμα ηττοπάθειας που υπάρχει στο εσωτερικό του Μαξίμου και της Κουμουνδούρου. Δείχνει πώς κανείς, προεξέχοντας του πρωθυπουργού, δεν είναι έτοιμοι να αποδεχθούν την ήττα, αν αυτή έρθει στις επερχόμενες εκλογές.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «Νέων», γενικά το κλίμα στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ είναι βαρύ με διαλυτικά φαινόμενα να κυριαρχούν, ενώ είναι χαρακτηριστικό το γεγονός των διαξιφισμών στην πρόσφατη συνεδρίαση της ΚΟ, όπου ο Αλέξης Τσίπρας αλλά και ο Πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης έπαιξαν τον ρόλο των «πυροσβεστών».
Ακόμα και οι θετικές κινήσεις της κυβέρνησης, όπως π.χ. η καταβολή των επιδομάτων για το ενοίκιο ή για τα παιδιά… «χάθηκαν» επικοινωνιακά από την ανάδειξη των διαρροών στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από δηλώσεις βουλευτών όπως του Γιώργου Κυρίτση για τις μολότοφ, αν και μετά ανασκεύασε και ζήτησε συγγνώμη ή της υποψήφιας ευρωβουλευτού Μυρσίνης Λοΐζου για παλαιότερα tweets σχετικά με την τρομοκρατία. Είχε γίνει τόσο πολιτική όσο και επικοινωνιακή ζημιά, ενώ ακυρώθηκαν επικοινωνιακά και οι καταγγελίες για το σκανδαλώδες rebate – σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσαν κυβερνητικοί παράγοντες – στα φάρμακα την περίοδο 2006-2010, δηλαδή την εποχή της πρωθυπουργίας του Κώστα Καραμανλή.
Το κρίσιμο για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να υπάρξει ομόνοια στον δρόμο προς τις κάλπες, αλλά πλέον πάρα πολλοί βουλευτές δεν λειτουργούν συντροφικά, καθώς υπάρχει έντονος παρασκηνιακός ανταγωνισμός ενόψει και των βουλευτικών εκλογών. Εξάλλου, εάν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις – αν και από το Μέγαρο Μαξίμου επιμένουν ότι θα διαψευστούν οι δημοσκόποι – οι μισοί από τους σημερινούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα συμμετάσχουν στην επόμενη Βουλή, ενώ παράλληλα θα υπάρξει και μεγάλη ανανέωση στα ψηφοδέλτια του κόμματος και συμμετοχή «πασοκογενών» στις λίστες.
Χάνεται το μήνυμα
Παράλληλα, τα διαλυτικά φαινόμενα στην ΚΟ αποδυναμώνουν και την προσπάθεια του Πρωθυπουργού να ενδυναμώσει το κεντρικό πολιτικό μήνυμα του ΣΥΡΙΖΑ στον δρόμο προς τις ευρωεκλογές.
Πολλοί λένε επίσης ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει το λαό, δεν επικοινωνεί με τον κόσμο, αδυνατεί να περάσει το στίγμα του και η επικοινωνιακή στρατηγική του χάνεται στις κραυγές των «Πολάκηδων», των «Καρτερών» και των «Τζανακόπουλων» της κυβέρνησης.
«Δεν μπορούμε να πάμε στις περιφέρειές μας και να μιλήσουμε» διαμηνύουν αρκετοί βουλευτές οι οποίοι δεν μπορούν ούτε καν τη μάχη του σταυρού να δώσουν.
Απέναντι σε όλα αυτά ο Τσίπρας είναι αποφασισμένος να προχωρήσει κανονικά στο σχέδιό του για τη δημιουργία του προοδευτικού μετώπου. Ηδη προ ημερών η Πολιτική Γραμματεία ενέκρινε και την αλλαγή – όχι ονόματος – αλλά λογοτύπου στο προεκλογικό υλικό και πλέον θα υπάρχει η προβολή της ονομασίας: ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.
Επίσης, σχηματοποιείται σιγά σιγά και σε οργανωτικό επίπεδο η πρωτοβουλία για συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων. Αυτή αναμένεται να αποτυπωθεί σε μια μεγάλη εκδήλωση – συνάντηση στις 27 Μαρτίου στην Αθήνα, στην οποία και θα παρουσιαστεί η διακήρυξη για τις ευρωεκλογές και θα συγκροτηθεί πλατιά εκλογική επιτροπή, που θα αποτελείται από μέλη του ΣΥΡΙΖΑ και πρόσωπα από συλλογικότητες που ανταποκρίθηκαν στο προοδευτικό προσκλητήριο του Πρωθυπουργού, ενώ θα ανακοινωθεί και το σύνολο του ευρωψηφοδελτίου.
Την επόμενη περίοδο ο Πρωθυπουργός θα επιμείνει στην ανάδειξη της σύγκρουσης δύο διαφορετικών ιδεολογιών, δύο διαφορετικών κόσμων και δύο εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών σχεδίων, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Και το σύνθημα ουσιαστικά είναι η μη παλινόρθωση του παλιού πολιτικού κατεστημένου σε μια μάχη όπου θα αναμετρηθεί «η πρόοδος με τη συντήρηση» και «η Ελλάδα των πολλών με την Ελλάδα των ελίτ».